ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Ο κοντινός μας μεσαίωνας 

1.   2.   3.


Κάθε σπίτι και πατριάρχης


Αν θελήσει κανείς να προσεγγίσει θέματα που σχετίζονται με την ανοχή ή την καταστολή σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, είναι υποχρεωμένος να συμπεριλάβει στην εξέτασή του την καθημερινότητα των ανθρώπων και τις μορφές κοινωνικού ελέγχου που την καθόριζαν. Το εγχείρημα δεν είναι απλό για εποχές απομακρυσμένες και με κώδικες τόσο διαφορετικούς από τους σημερινούς. Η σύγχρονη, ωστόσο, ιστοριογραφία εξοικειώνεται όλο και περισσότερο με ζητήματα όπως οι οικογενειακές/συγγενικές σχέσεις ή οι σχέσεις και οι ρόλοι των φύλων. Κάποτε περιφρονημένη ή περιθωριακή, η συγκεκριμένη θεματική συνιστά σήμερα προνομιακό πεδίο για μια πιο σφαιρική ανάγνωση των παλαιότερων κοινωνιών.
Μπορεί σημαντικές όψεις αυτών των ζητημάτων να μην έχουν ακόμη ερευνηθεί ικανοποιητικά για την εποχή του Βυζαντίου, ήδη όμως κάνουν αισθητή την παρουσία τους προσεγγίσεις που, αντιμετωπίζοντας με νέο βλέμμα τις υπάρχουσες πηγές, αντλούν ενδιαφέροντα στοιχεία για τη δομή της οικογένειας, τη θέση των γυναικών, τη σεξουαλικότητα, τις σχέσεις των γενεών κ.ο.κ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ερωτήματα που θέτει η καθηγήτρια Τζούντιθ Χέριν εισάγοντας την παρέμβασή της με τίτλο "Φύλο και Οικογένεια" (έχει προγραμματιστεί για τη δεύτερη ημέρα του συνεδρίου "Ανοχή και καταστολή στους Μέσους Χρόνους"): "Υπάρχουν καταρχάς τα προβλήματα του ορισμού των εννοιών: ποια επίπεδα ανοχής υποδεικνύουν μια αποδοχή της μη συμφωνίας με τη νόρμα; Ποια επίπεδα καταστολής υποδεικνύουν την τιμωρία της μη συμφωνίας με τη νόρμα; Και, όταν μιλάμε για την οικογένεια, τι συνιστά εντέλει συμφωνία με τη νόρμα; Υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "κανονική" βυζαντινή οικογένεια με μια δεδομένη συμπεριφορά, αποδεκτή κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά, η διαφοροποίηση από την οποία συνιστά παρέκκλιση; Οι ρητορικές αυτές ερωτήσεις καταλήγουν σε μια σαφώς αρνητική απάντηση: είναι αδύνατο να ορίσουμε τη βυζαντινή 'νόρμα'".
Κατά την αγγλίδα ιστορικό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση της οικογενειακής δομής και, πιο συγκεκριμένα, η μελέτη του πατριαρχικού συστήματος που διαπερνούσε τη λειτουργία της βυζαντινής οικογένειας. Αποκτά έτσι νέο ερμηνευτικό βάρος ο έλεγχος του πατέρα πάνω στη νεότερη γενιά: ο εξαναγκασμός αγοριών και κοριτσιών να παντρεύονται σύμφωνα με τις επιλογές του, ο συχνός εγκλεισμός τους σε μοναστήρι, η (παράνομη) ώθησή τους στην πορνεία, ο ευνουχισμός νεαρών αγοριών και η προετοιμασία τους για τη σταδιοδρομία του ευνούχου. Δεν υπήρχε όμως μόνον η πατρική εξουσία: οι άνδρες συγγενείς πίεζαν συστηματικά τις γυναίκες της οικογένειάς τους, ιδιαίτερα αν διέθεταν περιουσία, να ακολουθήσουν τις δικές τους γαμήλιες στρατηγικές. Με δύο λόγια ο πατέρας, ο παππούς ή ο επικεφαλής της οικογένειας ασκούσε αποτελεσματικό και σκληρό έλεγχο πάνω στα μέλη της που ήταν γένους θηλυκού ή ανήκαν σε μια νεότερη γενιά. Καθώς, όμως, οι πηγές δίνουν στοιχεία για ορισμένα μόνον είδη οικογένειας, η γενίκευση των δεδομένων παραμένει προβληματική.
Με την έννοια αυτή, κάθε κατηγορία πηγής προσφέρει διαφορετικές πληροφορίες και, προφανώς, απαιτεί διαφορετική ανάγνωση: Στην παρέμβασή της, η καθηγήτρια Χέριν προτίθεται να εξετάσει τρεις επιμέρους ενότητες που προκύπτουν από την εξέταση των αγιολογικών κειμένων: η πρώτη αφορά την ανοχή της αντικοινωνικής συμπεριφοράς των "αγίων τρελών" με βασικό παράδειγμα την περίπτωση του οσίου Κύριλλου του Φιλεώτη. Παρά τις αντιρρήσεις της γυναίκας του, ο όσιος Κύριλλος επέλεξε να μετατρέψει ένα χώρο του σπιτιού του σε μοναστικό κελί και να ζήσει εκεί ασκητικά την υπόλοιπη ζωή του. Η γυναίκα του έχασε τα συζυγικά της δικαιώματα, υποχρεώθηκε όμως να τον συντηρεί εφ' όρου ζωής. Ο βίος του συγκεκριμένου οσίου μπορεί έτσι να θεωρηθεί τυπικό δείγμα της εξάρτησης των ανδρών από τη γυναικεία φροντίδα στο όνομα κάποιων πατριαρχικών στόχων.
Η δεύτερη ενότητα σχετίζεται με την άρνηση ενός ζευγαριού να αποκτήσει απογόνους, συμπεριφορά που δεν γινόταν ανεκτή από το οικογενειακό περιβάλλον. Δύο ειδών ήταν εξάλλου οι πιέσεις που υφίσταντο όσες νεαρές χήρες επέλεγαν να μην ξαναπαντρευτούν και να αποχωρήσουν (με την περιουσία τους) σε μοναστήρι: ενώ η εκκλησία ενθάρρυνε την απόφασή τους, τα αρσενικά μέλη της οικογένειας έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τις αποτρέψουν.
Το τρίτο σημείο αφορά τη βία στο πλαίσιο της οικογένειας, ένα κεφάλαιο που δεν έχει ακόμη ερευνηθεί ικανοποιητικά. Δεν πρόκειται μόνο για την κακοποίηση των γυναικών από τους συζύγους τους, μια συμπεριφορά που μοιάζει "ενδημική" στην ανθρώπινη ιστορία. Υπάρχουν ενδείξεις για μορφές αντίστασης των γυναικών στην ανδρική βία, όσο και για επιβολή βίαιης συμπεριφοράς από γυναίκα σε γυναίκα (π.χ. σε δούλη). Ως μορφή κοινωνικής παρέκκλισης, η οικογενειακή βία δεν είναι εύκολο να τεκμηριωθεί: οι πηγές ασχολούνται πολύ περισσότερο με την πολιτική ή θεολογική παρέκκλιση (εξεγέρσεις και αιρέσεις).




Τα βιβλία που καίγονται

Με ποια μορφή παρουσιάζεται η πρακτική της λογοκρισίας κατά τη βυζαντινή περίοδο; Οπως είναι αναμενόμενο, η γραπτή διατύπωση των κάθε είδους αιρετικών ιδεών απαγορεύεται και διώκεται. "Εις την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον και ούτοι οι θεοφόροι Πατέρες μετά του ευσεβούς βασιλέως ώριζαν να αφανίζωνται τα βιβλία των κακοδόξων εν πυρί και αυτούς τους κακοδόξους να παιδεύουν με φυλακάς και πολλούς δαρμούς." (Απάντηση των πατριαρχών Αλεξανδρείας Παϊσίου και Αντιοχείας Μακαρίου Γ', στο ερώτημα "εάν οι αιρετικοί λαοί οι εναντίον της αγίας του Χριστού Εκκλησίας πρέπει να παιδεύωνται και εξωτερικώς". Αναφέρεται από τον Γεώργιο Πουλή, στο "Εγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο".)
Μη φανταστούμε όμως ότι υπάρχει κάποιο ειδικό κεντρικό όργανο στο οποίο υποβάλλονται προς έγκριση τα γραπτά κείμενα. Οπως μας εξηγεί ο κ. Μαυρομμάτης, πέραν των αιρετικών, "όποιος γράφει έχει δυο επιλογές. Η μια να πει αυτά που νομίζει και να υποστεί τα επίχειρα, η δεύτερη να τα πει συγκαλυμμένα, έτσι ώστε όλοι να καταλάβουν, αλλά να μη θιγεί η ουσία του πολιτεύματος. Στο βυζαντινό κράτος δεν χωρεί ανοιχτή αντιπολίτευση. Η απόφαση ενός θείου προσώπου, όπως είναι ο αυτοκράτορας, δεν μπορεί να είναι λαθεμένη." Βεβαίως υπάρχει αντιπολίτευση, αλλά οι φορείς της χρησιμοποιούν έναν ειδικό κώδικα για να αποφύγουν την ευθεία αμφισβήτηση του αυτοκράτορα. "Χρησιμοποιούν παραδείγματα από το ιστορικό παρελθόν. Αν θέλουν να πουν ότι έγινε κάποιο στρατηγικό σφάλμα, αναφέρονται, π.χ., στον Λεωνίδα και τους Σπαρτιάτες, υπονοώντας τον αυτοκράτορα και το στρατό του."
Αν εξαιρεθούν οι διώξεις των αιρετικών, υπάρχουν κρούσματα που κάηκαν "επικίνδυνα" γραπτά, αλλά αυτό συμβαίνει κατά κανόνα μετά θάνατον. "Αυτό συνέβη με τα έργα του Πλήθωνος, τα οποία έκαψε ο Πατριάρχης μετά το θάνατο του φιλοσόφου, επειδή εισήγαν καινά δαιμόνια. Η συνήθης ποινή του λόγιου, ο οποίος εκ συστήματος αμφισβητεί τα πάντα, στη χειρότερη περίπτωση είναι η εξορία."



Γαύροι εξ Εσπερίας

Ποια ήταν τα στερεότυπα που καλλιεργούσαν οι Βυζαντινοί για την εικόνα του Αλλου; Τι πίστευαν δηλαδή για τους λαούς που κατοικούσαν στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας και απέκλιναν από τα συνήθη χαρακτηριστικά του ιδεατού `Ρωμαίου το γένος';
Τα στερεότυπα αυτά συνδέονται συχνά με τα κυρίαρχα κοινωνικοπολιτικά ιδεολογήματα της εποχής. Είναι φυσικό, πχ, οι θιασώτες της ελέω Θεού μοναρχίας να αντικρίζουν με περιφρόνηση τους "καθυστερημένους" επήλυδες των μεγάλων πληθυσμιακών μετακινήσεων, που εξακολουθούσαν να ζούν χωρίς συγκεντρωτική μορφή διακυβέρνησης: "Τα γαρ έθνη ταύτα, Σκλαβηνοί τε και Ανται, ουκ άρχονται προς ανδρός ενός, αλλ' εν δημοκρατία εκ παλαιού βιωτεύουσι", καταγγέλλει ο Προκόπιος, συνεπικουρούμενος από τον Μαυρίκιο που κάνει κι αυτός λόγο για έθνη "άναρχα και μισάλληλα, πάντων εναντίον αλλήλων φρονούντων και μηδενός τω ετέρω παραχωρείν βουλομένου". Αντίστοιχα χαρακτηριστικά αποδίδονται στους "Σκύθες", όρο με τον οποίο αποδίδονται όλοι εκείνοι οι "βάρβαροι" που έρχονταν σε επαφή με την Αυτοκρατορία κατεβαίνοντας από το βορρά (Βούλγαροι, Αβαροι, Δάκες, Ρώσοι, Ούγγροι, Πετσενέγκοι, κόκ). "Εθνος ου στάσιμον, ου μόνιμον, ου κατοικείν επιστάμενον" τους αποκαλεί ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης τον ΙΒ' αιώνα, και συμπληρώνει: "πετόμενοι άνθρωποι και διά τούτο δυσθήρατοι · απόλιδες και ουδέ κώμας ειδότες, οίς δη και το θηριώδες ακολουθείν". Κάπως πιο μαζεμένοι φαίνονται αντίθετα οι βυζαντινοί λόγιοι απέναντι στους εξ Εσπερίας γείτονες: οι Αλαμανοί (Γερμανοί), γράφει ο Βασίλειος ο Αχριδηνός, είναι "έθνος γαύρον και αλαζόν και τας οφρύς υπέρ το μέτωπον αίρον και των άλλων εθνών άρχειν θέλον, υπ' άλλων δε μη ανεχόμενον άρχεσθαι" · οι Βενετσιάνοι, αντίθετα, θεωρούνται από τον Κίνναμο "έθνος ήθει μεν διεφθορός βωμολόχον" (πόρκα μιζέρια), "είπερ τι ανελεύθερον".
Ούτως ή άλλως, όταν εμείς χτίζαμε Αγιές Σοφιές, οι σημερινοί Ευρωπαίοι εταίροι μας είχαν πάψει να τρώνε βελανίδια, εξακολουθούσαν όμως να αγνοούν το σαβουάρ βίβρ της τραπεζοκομίας. Βραστά, ψητά ή σουβλιστά, τα κρέατα στη μακρινή Δύση ξεκοκαλίζονται με τρόπο που προκαλεί φρίκη στον πολιτισμένο Ευστάθιο: "Λέγεται γαρ ότι Κελτοί κρέα πολλά εν ύδασι σκευάσαντες και οπτά επ' ανθράκων ή οβελίσκων προσφέρονται αυτά καθαρείως μεν λεοντωδώς δε ταις χερσίν αμφοτέραις αίροντες όλα μέλη και αποδάκνοντες, εάν δε τι ή δυσαπόσπαστον, μαχαίρω μικρώ παρατέμνοντες, ό τοις κολεοίς εν ιδία θήκη παράκειται"... Με περιέργεια αντικρίζει ο ίδιος τις ταξικές διακρίσεις των δυτικών στο ποτό, με τους λεφτάδες να απολαμβάνουν κρασιά κλάσεως και την πλέμπα να τη βγάζει με μπίρα: "φέρεται ότι παρά Κελτοίς οι μεν πλουτούντες οίνον πίνουσιν άκρατον (...) παρά δε τοις υποδεεστέροις ζύθος πύρινος μετά μέλιτος εσκεύασθαι, παρά δε πολλοίς και αυτό καθ' αυτό". Διαφορετική είναι η γνώμη του μητροπολίτη για τα γαστριμαργικά ήθη των καυκασίων "Ιβήρων" (Γεωργιανών), που βγάζουν και το καλό χαβιάρι: "Μέλανα ιχθύων ωά, ών χορηγός εκ των βορείων, προς τοις άλλοις τόποις και ο εις Εύξεινον εκβάλλων". Οι Αρμένιοι, τέλος, συγκεντρώνουν τη γενική χλεύη ("δεινότατον γένος, ύπουλον εστί και φαυλώδες εις άγαν" κατά την Κασσιανή, ενώ κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο "λίαν κρυπτόν τι και ύφαλον") και κατηγορούνται ότι βρωμίζουν τις τροφές των ορθοδόξων ("οι δε εξώλεις Αρμένιοι λέγονται και καταμιαίνειν ημίν τους άρτους", σημειώνει ο Ευστάθιος).
Μοναδική αχτίδα φωτός σ' αυτή την καθόλου πολυπολιτισμική κουλτούρα: οι γυναίκες του Αλλου. Μπορεί η έκφραση "την όψιν Σκύθης και άχαρις" του Μιχαήλ Ατταλειάτη να μη θεωρείται ιδιαίτερα κολακευτική για τα άρρενα μέλη του βουλγαρικού λαού, ο Ιωάννης Τζέτζης όμως εκφράζει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την εκτίμηση των συγχρόνων του για "τας κατά Παιονίαν ευπύγους γυναίκας" της ίδιας φυλής.

(Ελευθεροτυπία, 1/11/1998)

 

www.iospress.gr                                   ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ  -  ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ