ΜΝΗΜΗ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ


Ιερά Σταγονίδια 

1.   2.   3.

 

Ευλογώντας τα τανκς

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έχει το θάρρος της γνώμης του. Κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Αψηφώντας τις διαμαρτυρίες των "νοσταλγών της μεταπολίτευσης", έσπευσε να τιμήσει τον αγαπημένο του Αρχιεπίσκοπο, τον Ιερώνυμο. Και αν αντλήσει λίγο ακόμα θάρρος από το εκκλησίασμα που τον χειροκροτεί κάθε Κυριακή σε διαφορετικό ναό, ίσως σπεύσει και στο προσκέφαλο του ίδιου του δικτάτορα, έτσι ώστε η "ενότητα της Εκκλησίας" να ολοκληρωθεί με την "ενότητα του λαού".
Δεν έχει για μας σημασία η "κανονικότητα" ή μη της εκλογής του Ιερώνυμου. Αλλωστε οι "σεραφειμικοί" είναι οι τελευταίοι που θα μπορούσαν να μιλήσουν για σεβασμό "ιερών" και μη κανόνων. Αυτά όμως είναι εσωτερικά της Εκκλησίας, και δεν μας επιτρέπεται να τα σχολιάζουμε περισσότερο από όσο σχολιάζουμε τις εκλογές, τις διώξεις και τις διαγραφές σε ένα πολιτικό κόμμα. Η τήρηση άλλωστε του "Καταστατικού Χάρτη" της Εκκλησίας επαφίεται στην "πίστη" των Χριστιανών. Ομως το πέρασμα του Ιερώνυμου από το πηδάλιο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών δεν ήταν απλώς ένα ακόμη επεισόδιο στον "μη κανονικό" (ανώμαλο) εκκλησιαστικό βίο των τελευταίων δεκαετιών. Ο ίδιος αναδείχθηκε σε σοβαρό παράγοντα της δημόσιας ζωής, εκπροσωπώντας στην πρώτη φάση την ενότητα Παλατιού-Χούντας και νομιμοποιώντας στη δεύτερη φάση την απόλυτη επικράτηση της τυραννίας.
Ολες οι προδιαγραφές των συνταγματαρχών συνέκλιναν στον Ιερώνυμο. Πρώτα πρώτα η σχέση του με τα Ανάκτορα και οι διασυνδέσεις του με τις παρεκκλησιαστικές οργανώσεις. Ο ίδιος συνεργαζόταν και θαύμαζε τη "Ζωή", ενώ οι χουντικοί προτιμούσαν τον "Σωτήρα" (Παττακός, Κόλλιας, Καλαμποκιάς) και άλλες παρόμοιες οργανώσεις (Αγαπητίδης, Πάτρας, Δημητράς). Οσο για τις απόψεις του, ήταν γνωστός κομμουνιστοφάγος, γνήσιο παιδί του μετεμφυλιακού κράτους. Οπως έγραφαν οι υποστηρικτές του Ιερώνυμου ήδη το 1962, την περίοδο που είχε για πρώτη φορά προβάλει τη φιλοδοξία να ηγηθεί της Ιεραρχίας: "Η 'Αυγή' δικαίως φοβείται τον αρχιμανδρίτην κ. Ιερώνυμον, διότι γνωρίζει, οποίον πλήγμα έχει να δεχθή ο εν Ελλάδι κομμουνισμός, από μίαν ενδεχομένην ανάρρησίν του εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον." ("Εθνικός Κήρυξ", 9.2.1962)
Προκειμένου να διασκεδάσει την εδραιωμένη κοινή πεποίθηση για την εκλογή του μετά το πραξικόπημα, ο Ιερώνυμος αποδέχεται μεν ότι υπήρξε παρέμβαση της χουντικής τριανδρίας, αλλά υποστηρίζει ότι "είχον έλθει διά να παρακαλέσουν τα μέλη της Ιεράς Συνόδου να προτιμήσουν διά την εκλογήν τον τότε Μητροπολίτην Καστορίας κ. Δωρόθεον." Η πραγματικότητα είναι βεβαίως πολύ διαφορετική. Την καταγράφει ο Κωστής Μπαστιάς στο περιοδικό "Αλφα" (20.5.1967). Την υπόθεση χειρίστηκε ο ίδιος ο Παπαδόπουλος "βοηθούμενος υπό του σμηνάρχου κ. Σκαρμαλιωράκη. Η πλάστιγξ έκλινεν υπέρ του κ. Ιερωνύμου Κοτσώνη, ύστερα από συζητήσεις ολίγων μόλις ωρών την παρελθούσαν Τετάρτην. Το πρωί της ημέρας εκείνης ο αρχιμανδρίτης συνηντάτο μετά του κ. Γ. Παπαδοπούλου και είχε μετ' αυτού μακράν συνομιλίαν. Επηκολούθησεν άνοδος του αρχιμανδρίτου εις τα Ανάκτορα, ενημέρωσις σχετική του Βασιλέως και συνάντησις του κ. Κοτσώνη μετά του πρωθυπουργού κ. Κόλλια." Ολοι λοιπόν το γνώριζαν, πλην των Ιεραρχών.
Αρκεί, άλλωστε, να διαβάσει κανείς τα επίσημα προπαγανδιστικά κείμενα της χούντας για να εξακριβώσει τον τρόπο εκλογής του Ιερώνυμου. "Εν εκ των πρώτων μελημάτων της Εθνικής Κυβερνήσεως ήτο και η τοποθέτησις επικεφαλής της Εκκλησίας της Ελλάδος ενός αξίου και Θεοπνεύστου ηγήτορος", αναφέρει κάτω από μεγάλη φωτογραφία του Ιερώνυμου ο πολυτελής τόμος "Διατί έγινεν η επανάστασις της 21ης Απριλίου 1967". Και συνεχίζει: "Ο εξυγιαντικός άνεμος όστις ήρχισε πνέων από της 21ης Απριλίου έφερεν εις τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνον τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμον."
Ο μόνος που εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι η χούντα δεν ήθελε τον Ιερώνυμο είναι ο πιστός του βιογράφος Μητροπολίτης Νικόδημος: "Ο Ιερώνυμος Κοτσώνης βρέθηκε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο με μια μυστική παρώθηση του Αγίου Πνεύματος, που 'διασκέδασε βουλάς εθνών' και άνοιξε τις πύλες των αδύτων για τον πιστό θεράποντά του Ιερώνυμο".
Φυσικά ο Ιερώνυμος δεν ήταν αγνώμων. Υποστήριξε με όλες του τις δυνάμεις τους ευεργέτες του πραξικοπηματίες. Εφτασε στο σημείο να απονείμει στον Παπαδόπουλο τον "Χρυσούν Σταυρόν του Ιδρυτού της Εκκλησίας της Ελλάδος Αποστόλου Παύλου". Κανείς άλλος Ελληνας πρωθυπουργός δεν είχε θεωρηθεί άξιος αυτής της τιμής. Ο Ιερώνυμος συνόδευσε την απονομή με τα ακόλουθα λόγια: "Ημείς δε, εξοχώτατε, και μεθ' ημών πάντα τα μέλη της γερασμίας Ιεραρχίας της Ελλάδος, μετά σύμπαντος του ιερού αυτής Κλήρου, θα δέωνται εκτενώς του Υψίστου, ίνα διαφυλάττη, ενισχύη, καθοδηγή και φωτίζη και υμάς και άπαντα τα εντιμότατα μέλη της Εθνικής Κυβερνήσεως, ίνα φέρητε εις αίσιον πέρας το ιερόν και σωτήριον έργον, το οποίον ανελάβατε, προς αιωνίαν δόξαν και άφθιτον τιμήν της ενδόξου και φιλτάτης ημών πατρίδος."
Η αλήθεια είναι ότι οι οπαδοί του Ιερώνυμου έχουν σε ένα σημείο δίκιο. Υποστηρίζουν ότι οι εσωεκκλησιαστικοί αντίπαλοί του δεν έχουν το δικαίωμα να χρίζουν εαυτούς "αντιστασιακούς". Πράγματι, ο μύθος που συντηρήθηκε επί Σεραφείμ ότι οι επίγονοι του Ιερώνυμου είχαν "αντιδικτατορική" στάση, δεν έχει καμιά σχέση με την ιστορική αλήθεια. Απλώς μετά τη μεταπολίτευση συμβιβάστηκαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις με την πραγματικότητα. Βρέθηκαν μπροστά σε ένα πραγματικό αδιέξοδο, όπου όλοι οι Ιεράρχες είχαν συμμετάσχει ενεργά -σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό- στην πολιτική διατήρηση της δικτατορίας. Η Ιεραρχία είναι ο μοναδικός θεσμός όπου δεν υπήρξε κανενός είδους αποχουντοποίηση, για τον απλούστατο λόγο ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αυτοκατάργηση. Και είναι γελοία η επιχείρηση διαχωρισμού των Ιεραρχών της εποχής σε "καλούς" και "κακούς" χουντικούς, ανάλογα με το αν είχαν υπηρετήσει το δικτάτορα Παπαδόπουλο ή τον δικτάτορα Ιωαννίδη.
Από το σημείο όμως αυτό μέχρι τη διεκδίκηση αντιστασιακών δαφνών για τον Ιερώνυμο, η απόσταση είναι μεγάλη. Και μόνο μελαγχολία προκαλεί η επίκληση κάποιας επιστολής του προς τον Παπαδόπουλο, όπου ο τότε Αρχιεπίσκοπος μεσολαβεί υπέρ του τότε πλωτάρχη Τζαννήμπεη Τζαννετάκη, ο οποίος είχε συλληφθεί στο πλαίσιο του ξεκαθαρίσματος των βασιλικών μέσα στο στράτευμα. Στην επιστολή ο Ιερώνυμος φαίνεται να ανακαλύπτει ξαφνικά ότι κυριαρχεί "η ωμή βία και το κράτος του χωροφύλακα" και καλεί τον Παπαδόπουλο να σώσει την "Επανάστασιν". Σε μεταγενέστερη επιστολή προς τον δικτάτορα ο Ιερώνυμος επανέρχεται στη διαμαρτυρία για τις κακοποιήσεις και τα βασανιστήρια πολιτών, και καταλήγει: "Δι' όσων γράφω δεν πρέπει να νομισθή ότι παραγνωρίζω το γεγονός, ότι η Επανάστασις πρέπει να αμυνθή κατά των οιωνδήποτε αντιπάλων της, διά να δυνηθή να μείνη εις την Αρχήν. Αυτό αποτελεί και θα αποτελή ίσως επί μακρόν εθνικήν ανάγκην."
Το κίνητρο, λοιπόν, της συγγραφής των επιστολών πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στην προσπάθεια του Ιερώνυμου να χτίσει για τον εαυτό του ένα εθναρχικό προφίλ, σε μια περίοδο που εμφανίζονταν κάποια ρήγματα στην παντοδυναμία της χούντας. Πολύ γρήγορα, όμως, οι ελπίδες αυτές αποδείχθηκαν φρούδες. Οι "βασιλικοί" ήταν πολύ λίγοι για να προβληματίσουν την χούντα. Και ο Ιερώνυμος ξέχασε τις δημοκρατικές ευαισθησίες του και συνέπραξε ευλογώντας όλα τα εγκλήματα της χούντας, μέχρι τον παραμερισμό του από τον Ιωαννίδη. Αλλά ακόμα και τότε επιχείρησε να μείνει γαντζωμένος στην Αρχιεπισκοπή, με επιστολές προς τον Γκιζίκη. Το μόνο του πρόβλημα είναι ότι δεν κάλεσε αυτόν να τον ορκίσει ο Γκιζίκης, και προτίμησε τον Σεραφείμ. Σε δική του ανακοίνωση της 27ης Νοεμβρίου 1973 ο Ιερώνυμος ομολογεί ότι "θα ηδυνάμην να δεχθώ, ότι ο Σεβ. Ιωαννίνων κ. Σεραφείμ ανταπεκρίθη εις την ανάγκην όπως η Χώρα αποκτήση νομίμους αρχάς και εξουσίας και ότι ενήργησεν υπό το κράτος εκτάκτων εθνικών περιστάσεων, εάν δεν υπήρχεν ούτε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ούτε οι κανονικοί αναπληρωταί του Αρχιερείς εν τη περιοχή Αθηνών." Μ' άλλα λόγια, ο Ιερώνυμος ήταν έτοιμος να αποδεχθεί το καθεστώς Ιωαννίδη, και να συνομολογήσει την παρανομία του καθεστώτος Παπαδόπουλου, αρκεί να έμενε στο θρόνο του.

(Ελευθεροτυπία, 20/9/1998)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ