ΠΟΡΝΕΙΑ ΚΑΙ 2004
Οίκοι μηδενικής ανοχής
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
1. / 2.
Δεν αρκεί το στέγαστρο του Καλατράβα. Το καλοκαίρι, η πρωτεύουσα πρέπει να είναι σε θέση να υποδεχθεί και τον ολυμπιακό σεξοτουρισμό. Μόνο που έρχονται εκλογές, και οι καιροί είναι πονηροί. Και ο αρμόδιος υφυπουργός όλο τρέχει και δεν φτάνει...
Τι θα
γίνει τελικά; Θα τα καταφέρουν όσοι κοπιάζουν για την εύρυθμη διεξαγωγή της
Ολυμπιάδας να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να ανταποκριθούν στις
αυξημένες -απ' ό,τι αντιλαμβανόμαστε- ανάγκες του ολυμπιακού σεξοτουρισμού;
Τα πράγματα μοιάζουν δύσκολα, αν κρίνουμε από τη σκληρή, ακόμη και εσωκομματική,
αντίδραση που συνάντησε στη Βουλή η προσπάθεια του υφυπουργού Εσωτερικών Ν.
Μπίστη να περάσει μια τροπολογία η οποία, παρά τους περί του αντιθέτου
ισχυρισμούς του, ερχόταν να ανατρέψει τους εύθραυστους διακομματικούς
συμβιβασμούς που είχαν επιτρέψει την ψήφιση του νόμου 2734 του 1999 («Εκδιδόμενα
με αμοιβή πρόσωπα και άλλες διατάξεις»).
*Αντιφατικός ο πολυδιαφημισμένος την εποχή της συζήτησής του νόμος, περιέλαβε
στην οριστική του διατύπωση διατάξεις που τον καθιστούσαν εξαρχής ανεφάρμοστο:
αντικαθιστώντας τον παμπάλαιο «χαρακτηρισμό» των εκδιδόμενων προσώπων με μια
διαδικασία χορήγησης «πιστοποιητικού άσκησης επαγγέλματος», ο νόμος 2734 έδειχνε
να υιοθετεί, έστω και δειλά, την άποψη ότι η πορνεία πρέπει να αντιμετωπίζεται
ως επάγγελμα, στάση που θεωρητικά ερχόταν να ικανοποιήσει ένα πάγιο αίτημα των
εκδιδόμενων γυναικών.
*Την ίδια ώρα, όπως προέκυψε και από τη σχετική συζήτηση στη Βουλή, κύριο μέλημα
των βουλευτών στάθηκε η ικανοποίηση κάποιων άλλων, αιτημάτων, διατυπωμένων από
ομάδες κατοίκων των συνοικιών στις οποίες παρατηρείται τα τελευταία χρόνια
υπερσυγκέντρωση οίκων ανοχής.
*Ετσι, οι τελικές ρυθμίσεις, κυρίως όσες αφορούσαν την «εγκατάσταση των
εκδιδόμενων προσώπων», υπήρξαν τόσο αυστηρές, ώστε από τη στιγμή της έγκρισής
του ήταν βέβαιο ότι ο νόμος θα παρέμενε ανενεργός.
Θυμίζουμε την κωμικοτραγική «ανταλλαγή απόψεων» των βουλευτών που κατέληξε στην
παράγραφο 3 του άρθρου 4, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται η λειτουργία
οίκων ανοχής σε κτίρια που απέχουν σε ακτίνα λιγότερο από 200 μέτρα από ναούς,
σχολεία, παιδικούς σταθμούς, νοσηλευτικά ιδρύματα, κέντρα νεότητας, αθλητικά
κέντρα, οικοτροφεία, βιβλιοθήκες, ευαγή ιδρύματα, και από πλατείες και παιδικές
χαρές, ενώ κάθε δήμος ή κοινότητα διατηρεί τη δυνατότητα να αυξήσει την απόσταση
ή να καθορίσει και άλλα σημεία στα οποία να απαγορεύσει την εγκατάσταση οίκων
ανοχής (βλ. «Ιός» 23/10/1999).
Ετσι, κανείς, πέρα από τους καθ' ύλην αρμόδιους υπουργούς, δεν έμελλε να
πανηγυρίσει για την ψήφιση του νέου νόμου. Για διαφορετικούς, προφανώς, λόγους:
Σε δελτίο τύπου που διανεμήθηκε εκείνες τις ημέρες, η ΚΕΓΕ, το σωματείο των
εκδιδόμενων γυναικών Ελλάδας, αναφερόταν σε «νόμο-ντροπή», «μνημείο άγνοιας της
πραγματικότητας και προχειρολογίας που φθάνει στα όρια της εγκληματικής
αμέλειας».
Σκληρή όσο και αναμενόμενη η αντίδραση, εξέφραζε τις αντιρρήσεις των άμεσα
ενδιαφερόμενων γυναικών για έναν νόμο που τις αναγνώριζε εν μέρει ως
«επαγγελματίες», αλλά την ίδια στιγμή όρθωνε ανυπέρβλητα εμπόδια στην ανεύρεση
του χώρου στον οποίο θα επιτρεπόταν η άσκηση του «επιτηδεύματός» τους.
Πολλές γυναικείες οργανώσεις κατήγγειλαν με οξύτητα τη νομοθετική επικύρωση της
«επαγγελματοποίησης» της πορνείας, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ένα ακόμη
βήμα στην εξάπλωση της πανίσχυρης στις ημέρες μας βιομηχανίας του σεξ.
Οσο για την τοπική αυτοδιοίκηση, στην αρμοδιότητα της οποίας περνούσε με τον νέο
νόμο η ποσοτική και χωροταξική ρύθμιση της πορνείας, αυτή προτίμησε να νίψει τας
χείρας της, παριστάνοντας ότι το ζήτημα δεν ανήκε στις άμεσες προτεραιότητές
της.
«Ποιος Θανάσης;»
Στο κλίμα αυτό, η απόφαση του δήμου Αθηναίων να προχωρήσει τον περασμένο Μάιο σε
ενεργοποίηση του νόμου, εγκρίνοντας τις σχετικές προτάσεις της αρμόδιας
διαπαραταξιακής επιτροπής, θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να εκληφθεί ως
καθυστερημένη ανταπόκριση του πρώτου δήμου της χώρας στα καθήκοντα που του
ανατίθενται από την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση.
Η ρητή, ωστόσο, σύνδεση της πρωτοβουλίας αυτής με την αναζήτηση τρόπων
«διεύρυνσης» της σεξουαλικής αγοράς τον καιρό των Αγώνων προκάλεσε καταιγισμό
αντιδράσεων, υποχρεώνοντας τη δήμαρχο Αθηναίων να αναδιπλωθεί και να αποσυνδέσει
την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου από τους Αγώνες:
*«Η δήμαρχος Ντόρα Μπακογιάννη και το δημοτικό συμβούλιο», διαβάζουμε σε δελτίο
τύπου της δημαρχίας (24/7) γραμμένο στην αγγλική γλώσσα, «παραμένουν
ανυποχώρητοι στην απόφασή τους να περιορίσουν τον αριθμό των φανερών και κρυφών
οίκων ανοχής. Οι οίκοι ανοχής υπολογίζονται σε 600 περίπου στο κέντρο της
Αθήνας. Η διακομματική επιτροπή του δήμου αποφάσισε να εκδώσει μόνο 230 άδειες,
με την προϋπόθεση ότι θα συμμορφώνονται αυστηρά με τις ρυθμίσεις του νόμου που
ψηφίστηκε το 1999. Η πρωτοβουλία του δήμου αποφασίστηκε προκειμένου να
αντιμετωπιστεί το διογκούμενο πρόβλημα το οποίο παρατηρείται τα τελευταία
χρόνια, κυρίως σε σχέση με τη διακίνηση και εμπορία προσώπων από την Ανατολική
Ευρώπη. Σε καμία περίπτωση δεν συνδέεται μόνο με τους ερχόμενους Ολυμπιακούς
Αγώνες, καθώς στοχεύει στη μακροπρόθεσμη ευημερία της πόλης. Για τους λόγους
αυτούς, με έκπληξη έγιναν αποδεκτές η επιστολή και οι σχετικές δηλώσεις που
απηύθυναν προς τη δήμαρχο Αθηναίων επτά υπουργοί Ισότητας χωρών της Σκανδιναβίας
και της Βαλτικής. [...] Η πρόσφατη πρωτοβουλία στοχεύει στον περιορισμό της
πορνείας και των συναφών παράνομων δραστηριοτήτων και σε καμία περίπτωση, όπως
καταγγέλλεται, στην ικανοποίηση της αυξημένης ζήτησης την εποχή των Ολυμπιακών
Αγώνων».
Είναι προφανές ότι το κείμενο αυτό δεν απαντούσε στις συγκεκριμένες εγχώριες
καταγγελίες, αλλά προσπαθούσε να καθησυχάσει τις υπουργούς της Σουηδίας,
Νορβηγίας, Φιλανδίας, Ισλανδίας, Εσθονίας, Λετονίας και Λιθουανίας, οι οποίες
εμφανίζονταν εξοργισμένες από τη σύνδεση των Ολυμπιακών της Αθήνας με τη
βιομηχανία του σεξ. Κομμένη, λοιπόν, και ραμμένη στα μέτρα των ξένων επικριτριών
του δημοτικού συμβουλίου της Αθήνας, η ανακοίνωση της δημαρχίας φρόντιζε
ταυτόχρονα να φιλοτεχνήσει ένα φεμινιστικό πορτρέτο της δημάρχου που θα
αποστόμωνε τις ευρωπαίες υπουργούς Ισότητας.
*Υπογράμμιζε, δηλαδή, πως η εκλογή της κυρίας Μπακογιάννη «βασίστηκε σε
σημαντικό βαθμό στον αγώνα της για τα δικαιώματα των γυναικών», και πιο
συγκεκριμένα «στις καμπάνιες που διηύθυνε κατά της εκμετάλλευσης που υφίστανται
οι γυναίκες, κατά της εμπορίας ανθρώπων και υπέρ της αναβάθμισης του ρόλου των
γυναικών στην πολιτική, τη δημόσια διοίκηση και τον ιδιωτικό τομέα».
Στο εσωτερικό μέτωπο τα πράγματα δεν ήταν βέβαια τόσο εύκολα. Γιατί, αν
εξαιρέσουμε την αντίδραση της Ιεράς Συνόδου, η οποία «μαζεύτηκε» κακήν κακώς
πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις, οι διαμαρτυρίες γυναικείων οργανώσεων και ορισμένων
κομμάτων συνεχίστηκαν αμείωτες, υποχρεώνοντας τους αρμόδιους σε συνεχή άμυνα.
Ετσι, το «παραδειγματικό» κλείσιμο κάποιων οίκων ανοχής που δεν πληρούσαν τις
προϋποθέσεις του νόμου, μια βάναυση διαδικασία που εκτυλίχτηκε μπροστά στις
τηλεοπτικές κάμερες, διαφημίστηκε σαν κίνηση πυγμής της πολιτείας η οποία,
προκειμένου να πείσει για την ειλικρίνεια των προθέσεών της, τα έβαζε ακόμη μια
φορά με τους πλέον ανίσχυρους.
«Ενόψει των Ολυμπιακών»
Την ίδια ώρα, ωστόσο, η περιβόητη πράξη 1021 του δημοτικού συμβουλίου της Αθήνας
είχε πάρει το δρόμο της. Θυμίζουμε επί τροχάδην, καθώς με το ζήτημα έχουμε
ασχοληθεί αναλυτικά (βλ. «Ιός» 22/6 και 13/7/2003), ότι, στη σχετική πρότασή
της, η αντιδήμαρχος Ηρα Βαλσαμάκη είχε προτείνει την τροποποίηση του νόμου 2734
τον καιρό των Αγώνων, καθώς και ότι το δημοτικό συμβούλιο ενέκρινε τις προτάσεις
της αρμόδιας διαπαραταξιακής επιτροπής, αναθέτοντάς της μεταξύ άλλων και την
υποβολή προτάσεων «για νομοθετική τροποποίηση ή συμπλήρωση των νόμων, όπως
ενδεικτικά: δυνατότητα λειτουργίας οίκων ανοχής σε ξενοδοχεία ή άλλους ανάλογους
χώρους σύμφωνα με τα ισχύοντα σε ξένες χώρες, ιδιαίτερα ενόψει των Ολυμπιακών
Αγώνων».
Η σύνδεση, επομένως, της όποιας αναθεώρησης του νόμου με τους επικείμενους
Ολυμπιακούς είναι δεδομένη, και μάλιστα κατά τον πλέον επίσημο τρόπο, κι ας
συνεχίζουν οι υπεύθυνοι να αρνούνται κατηγορηματικά τα ίδια τους τα λόγια. Το
ζήτημα έφτασε στην ΚΕΔΚΕ, και από εκεί τη σκυτάλη πήρε ο υφυπουργός Εσωτερικών.
Από την άποψη αυτή, τόσο ο κ. Μπίστης όσο και εκείνοι και εκείνες που έσπευσαν
να στηρίξουν την πρωτοβουλία του, κακώς αποσυνδέουν τη νομοθετική πρωτοβουλία
που βρίσκεται σε εξέλιξη από το σαφώς διατυπωμένο αίτημα για ρύθμιση της
συγκεκριμένης αγοράς την εποχή των Ολυμπιακών.
Είναι βέβαιο, και να υπενθυμίσουμε πως τη θέση αυτή υποστηρίξαμε από την εποχή
της ψήφισης του νόμου 2734, ότι, στην προσπάθειά τους να συμβιβάσουν τα
ασυμβίβαστα, οι βουλευτές κατέληξαν το 1999 σε έναν νόμο πλαίσιο για την πορνεία
που συνιστά ανεφάρμοστο υβρίδιο, προϊόν αντιφατικών προσεγγίσεων του ζητήματος,
το οποίο ήταν λογικό να οδηγήσει σε αδιέξοδο τόσο τα εμπλεκόμενα στην πορνεία
άτομα όσο και τους αρμόδιους για τη «ρύθμισή» της φορείς.
Με την έννοια αυτή θεωρούμε απαραίτητη μια συνολική αντιμετώπιση της πορνείας
κάτω από το φως της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας τρέχουσας διαμάχης που έχει
οδηγήσει διεθνώς στη δημιουργία δύο αντίπαλων «στρατοπέδων»: εκείνου που
υποστηρίζει ότι η πορνεία είναι μια σύγχρονη μορφή δουλείας, ακραία μορφή βίας
σε βάρος των γυναικών, και εκείνου που την εκλαμβάνει ως ελεύθερη επιλογή των
εμπλεκόμενων ατόμων και ζητά να αναγνωριστεί ως επάγγελμα με ό,τι αυτό
συνεπάγεται.
Ρεαλπολιτίκ και υποκρισία
Η συζήτηση αυτή, η οποία εκκρεμεί στην Ελλάδα, ακυρώνεται εκ προοιμίου εφόσον
συσχετιστεί με την προετοιμασία της χώρας για την υποδοχή του ολυμπιακού (σεξο)τουρισμού.
Και, όπως είδαμε, η επιθυμία να ρυθμιστούν τα σχετικά θέματα υπήρξε η κινητήρια
δύναμη της αιφνίδιας ενασχόλησης των αρμοδίων με τη «βελτίωση» της νομοθετικής
ρύθμισης του 1999, η οποία την εποχή της ψήφισής της είχε διαφημιστεί σαν η
τέλεια λύση για την κάλυψη ενός χρονίζοντος νομοθετικού κενού.
Λίγες μόλις ημέρες πριν από την αποτυχημένη απόπειρά του να περάσει στη Βουλή
την τροπολογία του, εντάσσοντάς την στο νομοσχέδιο για τη δημόσια διοίκηση χωρίς
προηγουμένως να την έχει υποβάλει στην αρμόδια διαρκή επιτροπή, ο Ν. Μπίστης
δημοσίευε την άποψή του στην «Ε» σε άρθρο με τίτλο «Πορνεία: Ρεαλισμός και
υποκρισία» (8/11).
Στο κείμενο αυτό, ο υφυπουργός διεκδικούσε τη ρεαλιστική ματιά στα ζητήματα της
πορνείας, αποκαλώντας υποκριτική τη στάση εκείνων που αντιτίθενται στη
νομοθετική του πρωτοβουλία. Δεν είναι της στιγμής να σταθούμε στις (ιστορικές
και άλλες) ανακρίβειες του άρθρου αυτού, έχει ωστόσο νόημα να παρατηρήσουμε ότι
ο κ. Μπίστης σε δύο τουλάχιστον σημεία επιλέγει να συμπεριφερθεί ο ίδιος
υποκριτικά: Το πρώτο αφορά την αποσιώπηση της σύνδεσης της νομοθετικής του
πρωτοβουλίας με τους επικείμενους Ολυμπιακούς.
*Τη στάση αυτή τήρησε ο υφυπουργός και κατά τη συζήτηση στη βουλή, αναφερόμενος
στο «πρόβλημα που αντιμετώπισε η κυρία Μπακογιάννη πριν από λίγο, όταν το θέμα
ενεπλάκη κακώς με το θέμα των Ολυμπιακών Αγώνων» (βλ. τα «Πρακτικά» της Βουλής,
13/11).
Μια ματιά στα σχετικά δημοσιεύματα του ξένου τύπου αρκεί για να διαπιστώσει
κανείς πως η επιλογή και μόνο της χρονικής στιγμής που το θέμα ήρθε ανορθόδοξα
στη Βουλή, κατά παράβαση της πάγιας κοινοβουλευτικής διαδικασίας, το συσχετίζει
αυτόματα με τους Ολυμπιακούς του ερχόμενου καλοκαιριού (βλ. ενδεικτικά, «The
Sunday Times» 28/9, «The Guardian» 4/11, «Associated Press» 13/11).
Το δεύτερο, και ίσως σημαντικότερο, αφορά την αιτιολόγηση της εσπευσμένης
κίνησης του υπουργείου Εσωτερικών. Δικαίως ο κ. Μπίστης παρατηρεί ότι ο ισχύων
νόμος «περιέχει περιορισμούς που καθιστούν αδύνατη την εξεύρεση και λειτουργία
οικημάτων ως οίκων ανοχής», ανεξάρτητα αν αποκλειστικά υπεύθυνοι για την
τραγελαφική αυτή κατάσταση είναι οι άμεσοι προκάτοχοί του.
Δικαίως επίσης προτείνει, σύμφωνα και με τη γνωμάτευση του καθηγητή Ν.
Αλιβιζάτου, την κατάργηση της γελοίας διάταξης που προβλέπει την ακτίνα των 200
μέτρων ως ελάχιστη απόσταση των οίκων ανοχής από τα «προστατευόμενα» κτίρια και
την αντικαθιστά με την ευθεία των 100 μέτρων.
Οταν όμως ισχυρίζεται ότι «υπάρχουν και άλλες διατάξεις, αλλά αυτή είναι η
βασικότερη», φέρεται και πάλι υποκριτικά: η τροπολογία του περιλαμβάνει και
άλλες σημαντικές ρυθμίσεις (οικογενειακή κατάσταση του εκδιδόμενου προσώπου,
αριθμός αδειών ανά οίκημα κ.ο.κ.), η απόσυρση των οποίων είχε καταστήσει δυνατή
την ψήφιση του νόμου 2734 πριν από λίγα μόλις χρόνια. Ούτως εχόντων των
πραγμάτων, τα εσπευσμένα «μπαλώματα» ενός προβληματικού νομοθετικού πλαισίου
κάτω από την πίεση των Ολυμπιακών απέχουν πολύ από τη σοβαρή διευθέτηση ενός
υπαρκτού όσο και χρονίζοντος προβλήματος. Και το υπουργείο οφείλει να
τοποθετηθεί σοβαρά -και συνολικά- στο θέμα της πορνείας και όχι να κλείνει το
μάτι στη μία από τις δύο τρέχουσες απόψεις για το ζήτημα, επιλέγοντας να
αποκρύψει την επιχειρηματολογία της άλλης.
Εξηγούμαστε: αν ο κύριος Μπίστης θεωρεί σωστό το ολλανδικό μοντέλο, καλόν είναι
να το δηλώσει ευθαρσώς, και όχι εμμέσως, ταυτίζοντας το σουηδικό μοντέλο με όσα
ισχύουν στα θεοκρατικά καθεστώτα (βλ. σχετικά σε διπλανή στήλη). Και, επιτέλους,
ας ανοίξει και στην Ελλάδα μια συζήτηση στην οποία θα έχουν λόγο όλοι οι
ενδιαφερόμενοι, γυναίκες και άνδρες, εκδιδόμενες/εκδιδόμενοι και μη,
φεμινιστικές και γυναικείες οργανώσεις, κόμματα και θεσμικοί παράγοντες, κι ας
μην παραμείνει ο «διάλογος» στις εκατέρωθεν καταγγελίες για «νεοφιλελεύθερη
πατριαρχική επίθεση» από τη μια και για «ηθικολογικό αρχαϊκό φεμινισμό» από την
άλλη.
Γιατί τα πράγματα είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκα, αλλά και δουλεμένα διεθνώς,
απ' ό,τι υπαινίσσονται οι αποφθεγματικές αυτές διατυπώσεις.
Πίσω από την πρόσληψη της πορνείας ως ενός ακόμη επαγγέλματος κρύβονται, εκτός
των άλλων, πολύχρονοι αγώνες των ίδιων των εμπλεκόμενων γυναικών όσο και
ριζοσπαστικές θεωρητικές προσεγγίσεις του ζητήματος, οι οποίες θεωρούν τον
αποστιγματισμό των πορνών βασική προϋπόθεση για την κοινωνική τους ένταξη.
Πίσω πάλι από την καταδίκη της πορνείας ως ακραίας μορφής βίας κατά των
γυναικών, παραβίασης των στοιχειωδέστερων ανθρώπινων δικαιωμάτων τους, κρύβεται
ένας τεράστιος πλούτος σύγχρονης φεμινιστικής σκέψης χάρη στον οποίο άλλαξε μια
για πάντα η ανιστορική και βιολογίζουσα αντίληψη που διαπερνούσε ίσαμε πρόσφατα
κάθε επιστημονική ή/και νομοθετική αντιμετώπιση της πορνείας.
Διαιώνιση της καταπίεσης
Ούτως ή άλλως, ανέκαθεν η πορνεία προκαλούσε αντιθετικές προσεγγίσεις που η
νομοθετική ρύθμισή της προσπαθούσε συχνά να συγκεράσει. Σήμερα, πέρα από τη
δοκιμή των δύο διαφορετικών μοντέλων, του ολλανδικού και του σουηδικού, από την
εφαρμογή των οποίων σύντομα θα είναι δυνατόν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα,
έχουν αρχίσει να ακούγονται και κάποιες ενδιάμεσες φωνές, οι οποίες, αντλώντας
διδάγματα από τα λάθη των δύο «άκρων», προσπαθούν να φανταστούν καινοτόμους
τρόπους υπέρβασής τους.
Και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει κανείς πώς σε διαμετρικά αντίθετες μεταξύ
τους αναλύσεις, η μακροημέρευση της πορνείας συνδυάζεται με την αναπαραγωγή των
μηχανισμών που διαιωνίζουν τη γυναικεία καταπίεση.
Στη συζήτηση αυτή, η σύγχρονη καταναγκαστική πορνεία (το 91% κατά την εκτίμηση
του κ. Μπίστη), ο ακριβής ορισμός της και η σχέση της με τη «νόμιμη» και
«εθελούσια» εκδοχή του φαινομένου αποτελούν ένα κρίσιμο όσο και αδιερεύνητο
ακόμη σε βάθος κεφάλαιο. Ολα αυτά, και άλλα πολλά, οφείλουν να έχουν υπόψη τους
οι αρμόδιοι κάθε φορά που αποφασίζουν να προχωρήσουν σε νέες νομοθετικές
ρυθμίσεις. Και όχι να τρέχουν να προλάβουν την αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης
σεξουαλικών υπηρεσιών τις μέρες των Αγώνων.
Ρύθμιση, δηλαδή καταστολή |
(Ελευθεροτυπία, 30/11/2003)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |