ΠΑΖΑΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΠΟΡΝΕΙΑ
«Κάνε ό,τι θέλεις, νταβατζή»
1. / 2.
Υστερα από τις εξηγήσεις της δημάρχου, η Ιερά Σύνοδος πείσθηκε ότι η «φιλοξενία» των επισκεπτών του 2004 βρίσκεται σε καλά χέρια. Ετσι, ο δήμος, απερίσπαστος, ετοιμάζεται να προλάβει τις «ανεξέλεγκτες καταστάσεις»
Τελικά, το Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας είχε δίκιο: δεν γίνεται να ετοιμάζεσαι να υποδεχθείς τους Ολυμπιακούς Αγώνες και να μην έχεις φροντίσει εγκαίρως και την τελευταία λεπτομέρεια της φιλοξενίας των καλεσμένων σου.
Επομένως καλώς, κάλλιστα, φρόντισε να περιλάβει στην πασίγνωστη πλέον απόφασή του πρόβλεψη που «απελευθερώνει» κατά τη διάρκεια της Ολυμπιάδας την αγορά της πορνείας, πολλαπλασιάζοντας τους τόπους της άσκησής της σε «ξενοδοχεία ή ανάλογους χώρους σύμφωνα με τα ισχύοντα σε ξένες χώρες».
Και κακώς, κάκιστα, οι φεμινίστριες έβγαλαν γλώσσα στους δημοτικούς μας άρχοντες: τι νιώθουν αυτές από ανάγκες ανδρικές, δηλαδή ανθρώπινες, και τι μπορούν να καταλάβουν αυτές οι άσχετες από την πολυπλοκότητα των υποχρεώσεων που συνεπάγεται για τους υπεύθυνους η προετοιμασία μιας τόσο σημαντικής διοργάνωσης;
Το δράμα είναι ότι, άθελά μας, και εμείς του «Ιού» με το δημοσίευμά μας της 22/6 («Στάδια ανοχής για το 2004») παρασύραμε τον Μακαριότατο και την Ιερά Σύνοδο σε μια άστοχη όσο και σκληρή αντιπαράθεση με τη δήμαρχο Αθηναίων αφενός και με τη μεγάλη κυρία του 2004 αφετέρου. Ευτυχώς για τον τόπο η παρανόηση λύθηκε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και, αφού δόθηκαν οι αμοιβαίες εξηγήσεις, οι ιεράρχες αντιλήφθηκαν ότι ήταν μέγα σφάλμα τους να συνταχθούν με τις δυνάμεις του κακού σε ένα κεφάλαιο που άπτεται των εθνικών μας ζητημάτων.
Χρονικό μιας «παρανόησης»
Ετσι, οι δημοτικοί άρχοντες μπορούν στο εξής ανενόχλητοι να κανονίσουν πού και πώς θα εξυπηρετηθούν όσοι από τους επισκέπτες του 2004 δεν θελήσουν να αρκεστούν σε μια τσάρκα στην Ακρόπολη, ενώ η ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος παραμένει κι αυτή απερίσπαστη ώστε να ασχοληθεί αποτελεσματικά με τα φλέγοντα θέματα της αρμοδιότητάς της: τη διερεύνηση των δυνατοτήτων μιας σιωπηρής συμπόρευσης με το Βατικανό προκειμένου να συμπεριληφθεί η «χριστιανική κληρονομιά της Ευρώπης» στο ευρωπαϊκό σύνταγμα, την προεκλογική αναθέρμανση του προβλήματος των ταυτοτήτων, αλλά και το κυνήγι των αιρέσεων και την προετοιμασία ενός καλοκαιριάτικου τηλεοπτικού σποτ που να τις κατακεραυνώνει.
Ας προσπαθήσουμε, όμως, να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά για να δούμε τι ακριβώς συνέβη τις ημέρες που πέρασαν. Οπως ήδη σημειώσαμε, στις 22 Ιουνίου δημοσιεύσαμε την πληροφορία ότι στις 17 Μαΐου, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε κατά πλειοψηφία να τροποποιήσει το νόμο 2734/1999 για το διάστημα των Ολυμπιακών Αγώνων. Συγκεκριμένα, οι δημοτικοί άρχοντες των Αθηνών συμφώνησαν να υπάρξει η δυνατότητα να συμπληρωθεί η ισχύουσα νομοθεσία, ώστε να γίνει δυνατή «η λειτουργία οίκων ανοχής σε ξενοδοχεία ή άλλους ανάλογους χώρους σύμφωνα με τα ισχύοντα σε ξένες χώρες, ιδιαίτερα ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων». Είχε προηγηθεί ανάλογο δημοσίευμα της Μαρίας Νταλιάνη στα «Νέα» (9/6).
Στο κείμενό μας δεν αποκρύπταμε ότι ορθώς το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε επιτέλους να ενεργοποιήσει το νόμο περί πορνείας, σχολιάζαμε ωστόσο το παραθυράκι που αφήνει η κατά τα λοιπά αναμενόμενη απόφασή του σε μια «ειδική» αντιμετώπιση του προβλήματος την περίοδο των Ολυμπιακών, ιδιαίτερα κάτω υπό το φως των σχετικών «διευθετήσεων» που προκρίθηκαν σε πόλεις που φιλοξένησαν τους αγώνες τα προηγούμενα χρόνια. Και πάλι, έχοντας από καιρό διατυπώσει τις απόψεις μας για την κουλτούρα του σύγχρονου ολυμπισμού, εξηγούσαμε ρητά ότι δεν θεωρούμε αντιφατικό το συνδυασμό του αθλητικού με το σεξουαλικό τουρισμό που προτείνεται συστηματικά στους πελάτες κάθε Ολυμπιάδας. Εκείνο που μας απασχολούσε ήταν η ενδεχόμενη εκμετάλλευση της απόφασης του Δήμου Αθηναίων από τα δίκτυα διακίνησης γυναικών που λυμαίνονται την εγχώρια αγορά.
- Ποια «επέκταση», αναρωτιόμασταν, μπορεί να βασιστεί στις ελάχιστες καταγεγραμμένες πόρνες, τις οποίες ο νόμος αντιμετώπισε εξαρχής με τη μεγαλύτερη -και την πιο πουριτανική- αυστηρότητα;
- Κι αν στο Σίδνεϊ στάθηκε δυνατή η «εισαγωγή» γυναικών με συμβόλαια ορισμένης χρονικής διάρκειας, ποιος εγγυάται ότι στην Αθήνα του 2004 η ρύθμιση αυτή δεν θα λύσει τα χέρια των κυκλωμάτων σωματεμπορίας που διακινούν ατιμώρητα νεαρές αλλοδαπές γυναίκες, καταδικασμένες να υποστούν τα μαρτύρια που περιμένουν τα θύματα των σύγχρονων εκδοχών της καταναγκαστικής πορνείας;
Παρόμοιο προβληματισμό φάνηκε να συμμερίζονται εκπρόσωποι φεμινιστικών οργανώσεων (Αδέσμευτη Κίνηση Γυναικών, Ευρωπαϊκό Λόμπι Γυναικών και Εθνικό Παρατηρητήριο για την Αντιμετώπιση της Βίας κατά των Γυναικών, Φεμινιστικό Κέντρο Αθήνας), δηλώσεις των οποίων φιλοξενήσαμε στη στήλη μας. Αντιρρήσεις για την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου εξέφρασε και η ευρωβουλευτής Αννα Καραμάνου σε επιστολή της προς τη δήμαρχο Αθηναίων.
Πριν και μετά
Ποιος περίμενε τη συνέχεια;
* Το εγκαλούμενο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας απαξίωσε να ασχοληθεί με την καταγγελία, αλλά το θέμα έφτασε στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, η οποία αποφάσισε να εκδώσει ένα πρωτοφανούς σκληρότητας ανακοινωθέν.
* Στο κείμενό τους, οι ιεράρχες υιοθετούσαν τη φεμινιστική κριτική στην απόφαση του δήμου και υποστήριζαν, αναπαράγοντας μάλιστα αυτούσιες κάποιες διατυπώσεις του «Ιού», ότι η συγκεκριμένη απόφαση ικανοποιεί μόνο τα κυκλώματα σωματεμπορίας και υπονομεύει το νόμο 2.734/1999 για την πάταξη της διακίνησης γυναικών. Καταλήγοντας, η συνοδική ανακοίνωση ζητούσε χωρίς περιστροφές την άμεση ανάκληση της δημοτικής απόφασης.
* Την ίδια, «άτεγκτη» στάση κράτησε κατά την επικοινωνία του με τους δημοσιογράφους και ο εκπρόσωπος τύπου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, ο οποίος μάλιστα αναφέρθηκε και συγκεκριμένα στο δημοσίευμα του «Ιού».
* Τη φορά αυτή, ο δήμος δεν μπορούσε να συνεχίσει να κάνει την πάπια. Η μακροσκελής απάντησή του εκδόθηκε σε χρόνο μηδέν, συνιστά ωστόσο μνημείο ασάφειας και αοριστίας.
Στο κείμενο αυτό, οι δημοτικοί άρχοντες υπογράμμιζαν ότι η περιβόητη απόφασή τους αφορά την ενεργοποίηση του νόμου 2.734/1999 και ότι σε καμία περίπτωση δεν προβλέπει αύξηση των «οίκων ανοχής», αλλά στοχεύει στην πάταξη των «συγκεκριμένων συμφερόντων που μέχρι σήμερα εκμεταλλεύονται την αδιαφορία και την ανεξέλεγκτη λειτουργία των οίκων ανοχής», καθώς η «πολιτική επιλογή του δήμου» είναι να «βάλει τάξη» και να «υπάρξει θεσμικό πλαίσιο και αυστηροί κανόνες για όλες τις περιπτώσεις».
* Ως εδώ καλά. Πράγματι, ο νέος νόμος αναθέτει στους δήμους το καθήκον να εκδίδουν άδειες σε «οίκους ανοχής» και να φροντίζουν για την τήρηση των διατάξεών του στην περιοχή της αρμοδιότητάς τους. Μόνο που η καταγγελία αφορούσε την «τροποποίηση» (βλέπε «διεύρυνση») των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων τον καιρό της Ολυμπιάδας.
* Στο σημείο αυτό, παρά την πολυλογία της, η ανακοίνωση δεν αποδεικνύεται ιδιαίτερα διαφωτιστική: Η διαπαραταξιακή επιτροπή του δήμου επιδιώκει, λέει, να «καθοριστούν κανόνες και θεσμικό πλαίσιο για την πρόληψη ακραίων φαινομένων», καθώς η «πρόβλεψη και η έγκαιρη θεσμοθέτηση αυστηρών ρυθμίσεων πριν εμφανιστούν τα όποια προβλήματα είναι ο μόνος σίγουρος και αποφασιστικός τρόπος για να παταχθούν τα κυκλώματα εκμετάλλευσης της σωματεμπορίας και να αποφευχθούν φαινόμενα που προσβάλλουν τον πολιτισμό και την ανθρώπινη ύπαρξη».
Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, το Δημοτικό Συμβούλιο ζητεί για τους Ολυμπιακούς «να είναι όλοι οι αρμόδιοι φορείς σε εγρήγορση, έτσι ώστε αποτελεσματικά, όταν μπορούν να δράσουν, πριν εμφανιστούν τα προβλήματα, να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να υπάρξουν οι ρυθμίσεις που δεν θα επιτρέψουν να υπάρξουν αυθαίρετες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις».
Είπα, ξείπα
Καταλάβατε τίποτα; Θα επανέλθουμε στη σιβυλλική αυτή ανακοίνωση, αλλά προς το παρόν οφείλουμε να επιστρέψουμε στους οργισμένους ιεράρχες. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι ακριβώς αντιλήφθηκαν οι συνοδικοί διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, το θέμα όμως είναι ότι η πλευρά της δημοτικής αρχής δεν περιορίστηκε στην αμφίβολη πειθώ της γραπτής της δήλωσης. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, οι οποίες έδειχναν ήδη να απολαμβάνουν την κόντρα («Ο σεξοτουρισμός δεν τιμά την Ελλάδα», «Ανένδοτος Χριστόδουλου για τα "κόκκινα φανάρια"», «Ιερά πυρά για Ντόρα» είναι μερικοί ενδεικτικοί τίτλοι της 1/7), η
δήμαρχος Αθηναίων έσπευσε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον αρχιεπίσκοπο για να του δώσει τις δέουσες εξηγήσεις, ενώ την επομένη έστειλε την αντιδήμαρχο Ηρα Βαλσαμάκη να ηρεμήσει από κοντά τους ιεράρχες και να συνεργαστεί με τον Κ. Πυλαρινό, φίλο της οικογένειας Μητσοτάκη και διευθυντή των οικονομικών υπηρεσιών της Εκκλησίας, προκειμένου να τον πείσει ότι όλα αυτά οφείλονται σε παρανόηση.
Αλλες πληροφορίες ανέφεραν ότι ο κ. Χριστόδουλος επικοινώνησε και με την κ. Γιάννα Αγγελοπούλου, η οποία επίσης τον καθησύχασε, δηλώνοντας άγνοια για το θέμα.
* Οπως και να έχει, μέσα σε λίγες ώρες, το κλίμα άλλαξε άρδην: «Τιμάμε την κυρία Μπακογιάννη και τους αγώνες της, ιδιαίτερα δε τους αγώνες της για την πάταξη της διαφθοράς στην Αθήνα», ήταν η μελιστάλακτη δήλωση του αρχιεπισκόπου που δημοσιεύθηκε στον τύπο της επομένης (2/7), ενώ η ίδια η δήμαρχος, παραπονούμενη για την «παρεξήγηση», εξήγησε σε όσους δεν το είχαν (είχαμε) έως τώρα αντιληφθεί ότι είναι άδικο να κατηγορείται ο δήμος Αθηναίων, ένας δήμος που έχει τεθεί επικεφαλής του αγώνα κατά της διακίνησης γυναικών στην πόλη.
Τέλος καλό, όλα καλά, λοιπόν. Και έμεινε μόνος ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος να υποστηρίζει μέχρι τέλους ότι δεν υπήρξε παρανόηση, ότι μια χαρά πληροφορημένοι ήταν οι συνοδικοί όταν συνέτασσαν την πρώτη τους δήλωση και ότι, έτσι όπως έχουν τα πράγματα, η Εκκλησία σκέπτεται ακόμη και να επανεξετάσει τη συμμετοχή της στα προγράμματα του ολυμπιακού εθελοντισμού. Πάντως η τελική ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου δεν έχει ούτε μακρινή σχέση με την πρώτη:
«Αναγνωρίζουμε την αποφασιστικότητα της δημάρχου και του συμβουλίου για να ρυθμίσουν κοινωνικούς ακανθώδεις προβληματισμούς» αναφέρουν χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων οι όλο κατανόηση, πλέον, ιεράρχες.
Το μόνο που εκκρεμούσε ήταν η «αποκατάσταση» του μητροπολίτη Ιερόθεου, ο οποίος σήκωσε το βάρος της καταγγελίας και φάνηκε να εμμένει αμετακίνητος στις σκληρές του θέσεις την ώρα που ο αρχιεπίσκοπος, αλλάζοντας σελίδα, υμνούσε τον πρωτοποριακό ρόλο της δημάρχου στην πάταξη της διαφθοράς. Σε σχετική δήλωσή του που εντοπίσαμε στις «επιστολές» των «Νέων» (4-5/7), ο αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου, εκπρόσωπος τύπου του αρχιεπισκόπου, φρόντιζε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, καλύπτοντας τους «ορθούς χειρισμούς» του εκπροσώπου τύπου της Ιεράς Συνόδου, «προς το πρόσωπο του οποίου είναι αδιαμφισβήτητη η ειλικρινής αγάπη και η αμέριστη εμπιστοσύνη του Μακαριοτάτου».
Προς τι όλα αυτά; Το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα.
Οι υποθέσεις που διατυπώνονται σχετικά αποσυνδέουν την αγανάκτηση των ιεραρχών για την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου από το επίδικο αντικείμενο, δηλαδή τον ολυμπιακό σεξουαλικό τουρισμό, και τη συσχετίζουν με άλλες, μάλλον αδιαφανείς, διαφορές που σκιάζουν από καιρό τις σχέσεις τους με τον πρώτο δήμο της χώρας. Ανάμεσά τους αναφέρονται τόσο η άρνηση του δήμου να επιτρέψει την ανέγερση ξενοδοχείου της Εκκλησίας στην οδό Δεινοκράτους όσο και η υπόθεση ενός οικοπέδου της Εκκλησίας στου Ψυρρή του οποίου την εκμετάλλευση επιθυμεί ο δήμος (βλ. «Κ.Ε.» 6/7).
Οπως και να έχει, η σφοδρή επίθεση που εξαπέλυσε η ηγεσία της ιεραρχίας προς το δήμο και η ταχύτατη αναδίπλωσή της δίνουν ένα ακόμη δείγμα των μεθόδων με τις οποίες έχει επιλέξει να πολιτεύεται ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η υπόθεση είναι κατάλληλη να εμπνεύσει κάμποσα σπαρταριστά νούμερα στις επιθεωρήσεις του φετινού καλοκαιριού. Κατά τα λοιπά, ενώ το πρόβλημα παραμένει στο σημείο όπου βρισκόταν προτού αφυπνισθούν οι ιερές συνειδήσεις, οι άσφαιρες φωνασκίες των ιεραρχών και η άμεση οπισθοχώρησή τους χάρη στις «εξηγήσεις» των αρμοδίων ήρθαν απλώς να συσκοτίσουν μια εξαιρετικά σοβαρή καταγγελία: την καταγγελία των φεμινιστικών οργανώσεων για τον κίνδυνο εκμετάλλευσης της απόφασης του δήμου από τα κυκλώματα σωματεμπορίας που λειτουργούν στη χώρα.
Σύγχρονα «Βούρλα»
Γιατί, αν κάτι αξίζει να συγκρατήσουμε από την κωμικοτραγική αυτή ιστορία, είναι η απάντηση του δήμου στις αρχικές αιτιάσεις των ιεραρχών.
Αδύνατο να διαγνώσουμε με ακρίβεια τι υπονοείται πίσω από την απίστευτη αοριστολογία αυτού του κειμένου. Και καθώς η δήμαρχος περιορίστηκε να αυτοπαρουσιαστεί ως επικεφαλής μιας σταυροφορίας κατά της διαφθοράς στην πόλη και αφού κανένα μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου δεν θεώρησε καλό να μας διαφωτίσει σχετικά, ας αρκεστούμε στη σύντομη διευκρινιστική δήλωση του Τάκη Μπέη, του συνδυασμού «Ομορφη Πόλη»: «Οπως έχουμε δει να συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις ολυμπιακών πόλεων, παρατηρείται μεγάλη προσέλευση εκδιδόμενων γυναικών. Ο δήμος πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με κάθε υπευθυνότητα. Σε αυτή τη λογική εντάσσεται και το ενδεχόμενο να συνεργαστεί με συναρμόδιους φορείς, ώστε το κύμα της εισερχόμενης πορνείας να περιοριστεί σε συγκεκριμένους χώρους και όχι να δρα ανεξέλεγκτα στους δρόμους» («Τα Νέα», 2/7).
Το τοπίο αρχίζει να ξεκαθαρίζει: τον καιρό της Ολυμπιάδας αναμένεται «μεγάλη προσέλευση εκδιδόμενων γυναικών» και ο δήμος οφείλει να έχει πάρει τα μέτρα του προκειμένου να αποφευχθούν «ακραία φαινόμενα» ή «αυθαίρετες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις», όπως ανέφερε στη νεφελώδη ανακοίνωσή του. Συγκεκριμένα, ο δήμος και οι «συναρμόδιοι φορείς» θα φροντίσουν να διοχετεύσουν τις εκδιδόμενες γυναίκες που θα συρρεύσουν στη χώρα τον καιρό των Ολυμπιακών σε καθορισμένους χώρους («ξενοδοχεία και άλλους ανάλογους χώρους», όπως προβλέπεται στην απόφασή του, «μισθωμένα πλοία και σπίτια» κατά τον «Τύπο της Κυριακής» 6/7), όπου θα μπορέσουν να τις «ελέγξουν», εμποδίζοντάς τις να μολύνουν τους δρόμους της πόλης. Γυρίζοντάς μας πίσω στον καιρό του μεσοπολεμικού γκέτο των «Βούρλων».
Το σχέδιο αυτό βρήκε και υποστηρικτές. Δεν αξίζει να σταθούμε σε θέσεις που διεκδικούν ρητά το δικαίωμα των (αρσενικών) επισκεπτών της Ολυμπιάδας στο σεξουαλικό τουρισμό. Ούτε βέβαια και στις κραυγές της «Αυριανής» που, σε έξαλλη κατάσταση, ωρύεται ότι δεν είναι δυνατό να... ευνουχίσουμε τους ξένους που θα θελήσουν να παρακολουθήσουν τους Ολυμπιακούς του 2004 (3/7). Τα δημοσιεύματα που ενδιαφέρουν είναι εκείνα που θεωρούν πουριτανική, επομένως υποκριτική, τη στάση όλων εκείνων που κατήγγειλαν την απόφαση του δήμου.
Καταναγκαστική πορνεία
Ξεχωρίζουμε ενδεικτικά την παρέμβαση του Γρηγόρη Βαλιανάτου στην «Ε» (2/7) και το άρθρο του Διονύση Γουσέτη στην «Αυγή» (4/7): «Ιλαρή» χαρακτηρίζει ο πρώτος την «αντίδραση στην πρόταση του Δημοτικού Συμβουλίου για τον εξορθολογισμό της άσκησης του επαγγέλματος από τους/τις κατόχους των νόμιμων αδειών άσκησής του» και «γελοία την ταύτιση των εργαζομένων αυτών με τους σκλάβους της κατηγορίας της καταναγκαστικής πορνείας».
Τσουβαλιάζοντας αδιακρίτως τον «αρχιεπίσκοπο, τον Γ. Καρατζαφέρη, τα δύο κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς, την εφημερίδα του σταλινικού ΝΑΡ, αριστερόστροφες φεμινιστικές οργανώσεις και την Αννα Καραμάνου», ο δεύτερος συνοψίζει τη σχετική συζήτηση σε μια φράση: «Το δίλημμα δεν είναι πορνεία ή μη πορνεία, αλλά παράνομη πορνεία ή νόμιμη πορνεία», υποστηρίζοντας μάλιστα ότι ο «πορνοτουρισμός» είναι δεδομένος, ο Δ. Γουσέτης προχωρεί ένα ακόμη βήμα, εξηγώντας ότι το μοναδικό ερώτημα που τίθεται είναι αν «εκείνοι που οργανώνουν τα σχετικά "πακέτα" θα διαπραγματευθούν με νόμιμους εμπόρους γυναικείας σάρκας ή με παράνομους δουλεμπόρους». Οσο για εκείνους που υποστηρίζουν ότι η κίνηση του δήμου έχει εισπρακτικό χαρακτήρα, και πάλι η θέση του αρθρογράφου είναι αποστομωτική: Ακόμη κι αν είναι έτσι, «προτιμούν τις εισπράξεις να τις καρπούνται οι δουλέμποροι νταβατζήδες;»
Ας ξεπεράσουμε ασχολίαστο το συμφυρμό φεμινιστριών, αριστερών, παπάδων και ακροδεξιών κι ας μην τοποθετηθούμε στο κατά πόσον ο δήμος ή οι νταβατζήδες είναι καλύτερο να εισπράξουν τα κέρδη της ολυμπιακής πορνείας. Είναι γνωστό ότι εδώ και καιρό συγκρούονται διεθνώς δύο απόψεις για την πορνεία, οπότε και για τις μεθόδους αντιμετώπισής της: εκείνη που τη θεωρεί σύγχρονη μορφή δουλείας και εκείνη που την εκλαμβάνει ως ελεύθερη επιλογή των εμπλεκόμενων ατόμων. Δικαίωμα στην πορνεία ή το ανθρώπινο δικαίωμα στη μη εκπόρνευση;
Το ζήτημα μάς έχει απασχολήσει επανειλημμένα και δεν μας ξενίζουν θέσεις σαν κι αυτές που προαναφέραμε. Να μας επιτραπεί, ωστόσο, να επιμείνουμε στην αρχική μας επισήμανση: Στην υπόθεση που εξετάζουμε δεν τίθεται σε καμία περίπτωση θέμα «εξορθολογισμού» της πορνείας ούτε «νόμιμου εμπορίου γυναικείας σάρκας». Κατ' αρχάς, για να μην τρελαθούμε, δεν είναι αυτονόητη η σύνδεση των Ολυμπιακών με το σεξουαλικό τουρισμό. Και, επιτέλους, ποιες είναι αυτές οι γυναίκες που θα κατακλύσουν την Αθήνα για να εξυπηρετήσουν τους πελάτες των αγώνων και καλόν είναι να εγκλειστούν στα σύγχρονα ολυμπιακά «Βούρλα».
Προφανώς όχι οι ήδη εργαζόμενες στο χώρο αυτό επαγγελματίες. Μήπως θα επιστρατευθούν τα χιλιάδες θύματα της καταναγκαστικής πορνείας που ζουν ήδη στη χώρα μας; Ή, μήπως, θα κληθούν να καλύψουν την αναμενόμενη ζήτηση κάποιες άλλες γυναίκες που θα «εισαχθούν» με αδιευκρίνιστους τρόπους για το διάστημα του 2004; Ο δήμος Αθηναίων παραμένει υποχρεωμένος να απαντήσει με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια. Κι ας τα βρήκε με τον κύριο Χριστόδουλο.
(Ελευθεροτυπία, 13/7/2003)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |