ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Μικροί ανεπιθύμητοι

1. 2.

 

Πριν λίγα χρόνια κάποιοι φώναζαν να διώξουμε τους ξένους, επειδή είναι εγκληματίες. Τώρα ξεσηκώνονται επειδή οι μετανάστες τολμούν να αριστεύσουν στα ελληνικά σχολεία, επειδή καταφέρνουν να μιλούν ελληνικά καλύτερα από πολλούς "Ελληναράδες" και επειδή δηλώνουν ότι θεωρούν την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα τους.  

Η ιστορία με τον αριστούχο μαθητή από την Αλβανία που θέλησε να κρατήσει την ελληνική σημαία και κατέληξε βορά στα δελτία των εφτάμισι αντιμετωπίστηκε ως μια απρόβλεπτη εμπλοκή, μια "εμβληματική" περίπτωση που απαιτούσε μια εξίσου συμβολική λύση. Έτσι, όποια κι αν ήταν η θέση εκείνων που έσπευσαν να κονταροχτυπηθούν στα τηλεοπτικά παράθυρα, εύκολα ανιχνευόταν η υπόρρητη συμφωνία τους στην πρόσληψη του γεγονότος: στο μυαλό τους, η ύπαρξη του μαθητή-εξαίρεση Οδυσσέα Τσενάι γινόταν αντιληπτή ως ένα εκπαιδευτικό "παράδοξο" που ζητούσε μια άμεση και αποτελεσματική "ρύθμιση" και όχι ως μια αυτονόητη πτυχή της εκπαιδευτικής πραγματικότητας όπως αυτή διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια στα ελληνικά σχολεία.

Εξηγούμαστε: ήδη από τα πρόχειρα ρεπορτάζ που συνόδευσαν την αφήγηση της περιπέτειας του Οδυσσέα Τσενάι στα δελτία ειδήσεων προέκυπτε σαφώς ότι η περίπτωσή του δεν είναι μοναδική. Όπως φάνηκε, σε κάμποσα σχολεία της επικράτειας σημειώθηκαν αντίστοιχα περιστατικά με αριστούχους "ξένους" μαθητές που λόγω της καταγωγής τους αποκλείστηκαν σιωπηλά και συναινετικά από τις τιμητικές (και όχι μόνο) θέσεις της παρέλασης. Εκτός αυτού, το "πρόβλημα" δεν είναι σημερινό. Πριν από δύο ακριβώς χρόνια, το υπουργείο Παιδείας είχε ασχοληθεί με αίτημα δασκάλων από το Παγκράτι που ζητούσαν μια διασταλτική ερμηνεία της ισχύουσας εγκυκλίου προκειμένου να επιτρέψουν σε ένα παιδάκι από την Αλβανία, τον καλύτερό τους μαθητή, να παρελάσει την 28η Οκτωβρίου ως σημαιοφόρος του σχολείου. Αποφάνθηκε, τότε, ο Γ. Αρσένης αρνητικά ("Το Βήμα" 11/10/1999). Η επανάληψη της ιστορίας βρήκε τα κανάλια έτοιμα να κάνουν το θέμα πρώτη είδηση και τον νέο υπουργό όλο φροντίδα για το εκσυγχρονιστικό του προφίλ. Βοηθούντος και του Ισοκράτη, η εγκύκλιος ανατράπηκε και η κοινωνία των πολιτών της Νέας Μηχανιώνας ανέλαβε αυτοδικαίως την ευθύνη για τα περαιτέρω. 

Γενικευμένη κινδυνολογία

Ο ιερός καβγάς για τη σημαία είναι, ωστόσο, προσχηματικός. Πίσω από την παθιασμένη συζήτηση για τη σημασία των συμβόλων, τους τρόπους συγκρότησης της εθνικής συνείδησης και το βαθμό επηρεασμού της από την εκπαιδευτική διαδικασία κρύβεται η διάχυτη δυσφορία για το γεγονός ότι όλο και περισσότερα παιδιά μεταναστών διεκδικούν το αυτονόητο δικαίωμά τους στη μόρφωση και φοιτούν στα ίδια θρανία με τα ελληνόπουλα. Δεν πάνε πολλές ημέρες που σε συνέντευξη Τύπου της Ανώτατης Συνομοσπονδίας Πολυτέκνων Ελλάδος (19/10/2000) επιχειρήθηκε η ρητή συσχέτιση του περιβόητου δημογραφικού προβλήματος με την αύξηση των γεννήσεων παιδιών από μετανάστριες στα δημόσια μαιευτήρια της Αθήνας και, κυρίως, με την αύξηση του ποσοστού των "ξένων" μαθητών επί του συνόλου του μαθητικού πληθυσμού της χώρας. Ένας πίνακας με "τα σχολεία του Δήμου Αθηναίων στα οποία υπερτερούν οι αλλοδαποί" θεωρήθηκε η πειστικότερη εικονογράφηση του "δημογραφικού εφιάλτη" και χρησιμοποιήθηκε ως αναντίλεκτη απόδειξη του "σκανδάλου": στην καρδιά της Αθήνας, σε οκτώ δημοτικά και ένα γυμνάσιο οι Έλληνες εμφανίζονται λιγότεροι από τους ξένους συμμαθητές τους. Όπερ έδει δείξαι. 

Αν η λογική που αντιμετωπίζει ως απειλή την "εισβολή", όπως λέγεται συχνά, των παιδιών μη ελληνικής καταγωγής στα σχολεία της χώρας διαπερνούσε μόνο τις κραυγαλέες παρεμβάσεις των συνδικαλισμένων πολυτέκνων, τα πράγματα δεν θα ήταν και τόσο σοβαρά. Οι οργανώσεις τους επισείουν ανέκαθεν τους κινδύνους που συνεπάγεται η "δημογραφική συρρίκνωση" του έθνους προκειμένου να στηρίξουν τα απτά αιτήματά τους που δεν είναι άλλα από φορολογικές ελαφρύνσεις και λοιπές παροχές για τις πολύτεκνες οικογένειες. Στο λόγο τους, το απόλυτο κακό που κατά καιρούς επιβουλεύεται την εθνική επιβίωση είχε πάντοτε όνομα: εκτρώσεις, γυναικεία απελευθέρωση, αθεΐα κ.ο.κ. Έφτασε, λοιπόν, και η ώρα των μεταναστών και, κυρίως, των παιδιών τους: Δεν γεννάμε, οι Έλληνες, αντίθετα οι ξένοι (κάποτε ήταν οι μουσουλμάνοι της Θράκης) αναπαράγονται σαν κουνέλια. Με τους ρυθμούς αυτούς, τα σχολεία μας δεν θα είναι ελληνικά σε λίγα χρόνια...

Σε ποια φοβικά ανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας έρχονται να ακουμπήσουν οι ακραίες αυτές θέσεις ώστε να φιλοξενούνται ασχολίαστες από το σύνολο σχεδόν του ημερήσιου Τύπου; "Στατιστικές εθνικού τρόμου", "στο λίμιτ-απ οι αλλοδαποί", σημείωνε την επομένη η "Αθηναϊκή" (20/10). "Ελλάς Ελλήνων ...αλλοδαπών", σχολίαζε την ίδια ημέρα ο "Αδέσμευτος Τύπος", "Περισσότεροι σε λίγο στο δημοτικό οι αλλοδαποί μαθητές από τους Έλληνες", συμπλήρωνε ο "Ελεύθερος Τύπος". Είχε προηγηθεί δημοσίευμα του "Τύπου της Κυριακής" (1/10) με τίτλο "'Πρόσφυγες' μέσα στα σχολεία τους!", στο οποίο γινόταν λόγος για το "τεράστιο πρόβλημα με τους αλλοδαπούς μαθητές στα σχολεία της Αθήνας, αφού ο ένας στους πέντε μαθητές, κυρίως στις λαϊκές συνοικίες, είναι ξένος". Ενδεικτική της προσέγγισης του ζητήματος, η κατάληξη του άρθρου: "Στα σχολεία, όπου οι αλλοδαποί είναι περισσότεροι από τους Έλληνες μαθητές, δημιουργείται θέμα ασφάλειας, καθώς το σχολείο γίνεται ένα μικρό γκέτο. Και αυτό γιατί λίγοι είναι οι αλλοδαποί μαθητές που κάνουν παρέα με Έλληνες. Συνήθως κάνουν παρέα με ομοεθνείς τους".

Τρομολαγνικά σενάρια

Θα ήταν λάθος να αποδοθούν οι απόψεις αυτές σε μια πεπερασμένη -ως εκ τούτου ανώδυνη- μερίδα της λεγόμενης κοινής γνώμης. Η ούτως ή άλλως αναμενόμενη αυξητική τάση της παρουσίας "ξένων" παιδιών στα δημοτικά, κυρίως, σχολεία αντιμετωπίζεται από ένα ευρύτατο φάσμα "αρμοδίων" (γονέων, εκπαιδευτικών, δημοσιογράφων, πολιτικών, αναλυτών) ως "πρόβλημα" που ζητεί άμεση και ριζική λύση. Η αναζήτηση, ωστόσο, της πολυπόθητης λύσης σπανίως κινείται σε μια κατεύθυνση που να παίρνει υπόψη τις ανάγκες των ίδιων των υποκειμένων, δηλαδή των "ξένων" μαθητών. Λύση νοείται συνήθως η ως δια μαγείας εξαφάνισή τους από τα σχολεία στα οποία φοιτούν ελληνόπουλα. Δεν είναι μόνος, με άλλα λόγια, ο Στ. Παπαθεμελής, όταν κραυγάζει ότι λόγω της μετανάστευσης "βαράμε φαλιμέντο" ως χώρα και ότι καταντήσαμε πια "Ελλάς Ελλήνων Αλβανών". "Δέστε και τις επιπτώσεις στα σχολεία μας", σημειώνει σε σχετικό άρθρο του ο εθνικώς ευαίσθητος βουλευτής. "Στο 36ο Δημοτικό Αθηνών ενεγράφησαν φέτος 255 μαθητές. Από αυτούς οι 148 είναι ξένοι. Τα πρωτάκια του ίδιου Σχολείου είναι 22 εξ ων τα 7 Ελληνόπουλα και τα 15 αλλοδαπά! Αναρωτιέμαι τι άλλο πρέπει να συμβεί για να ξεσηκωθούμε οι πάντες, για να ξεσηκώσουμε τους πάντες" ("Ελλάς Ελλήνων ...Αλβανών!", 23/9/1999). 

Την άποψη ότι η σχολική ένταξη των "ξένων" παιδιών συνιστά μείζον πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας συναντούμε τα τελευταία χρόνια και σε προσεγγίσεις που δεν υιοθετούν τους πολεμικούς τόνους του Στ. Παπαθεμελή (βλ. για παράδειγμα το κύριο άρθρο του "Βήματος" στις 5/9/1999, το κείμενο του καθηγητή Θ. Λιανού στην ίδια εφημερίδα, 1/8/1999 και άρθρο του περιοδικού "Εκκλησία", Απρίλιος 2000, που παρουσιάστηκε στην "Ε", 23/6/2000 ). Η συγχώνευση ή και κατάργηση σχολείων έρχεται την ίδια στιγμή να ρίξει λάδι στη φωτιά, καθώς οι πάντες, χωρίς να αναρωτηθούν για τις πολλές και διαφορετικές αιτίες του συγκεκριμένου γεγονότος, κινδυνολογούν ασύστολα συσχετίζοντάς το με την παράλληλη αύξηση του ποσοστού των "ξένων" παιδιών στα μαθητικά θρανία: τα σχολεία φθίνουν, και εκείνα που παραμένουν ανοιχτά "καταλαμβάνονται" από τα παιδιά των μεταναστών. 

Στο κλίμα αυτό, κάποιοι εκπρόσωποι της τόσο ευρείας και ποικίλης -γι' αυτό και μεθοδολογικά ανύπαρκτης- κοινωνικής κατηγορίας "γονείς" νομιμοποιούνται να προσφεύγουν σε πρακτικές που σκοπεύουν στην ουσιαστική ακύρωση της δυνατότητας των μεταναστών να στείλουν ανεμπόδιστα τα παιδιά τους στο σχολείο. Εύγλωττη από την άποψη αυτή είναι η απόφαση του νομάρχη και του προϊσταμένου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης για μεταστέγαση του γυμνασίου-λυκείου παλιννοστούντων της πόλης σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο στην περιοχή του αεροδρομίου, χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο κατοικίας των παιδιών (Οκτώβριος 1996). Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Χρήστου Κάτσικα και της Εύας Πολίτου "Εκτός 'Τάξης' το 'Διαφορετικό';", η συγκεκριμένη απόφαση "πάρθηκε υπό το βάρος των πιέσεων και των εκβιαστικών ενεργειών μιας μερίδας γονέων του λυκείου που συστεγαζόταν με το γυμνάσιο-λύκειο παλιννοστούντων, οι οποίοι πιεστικά απαίτησαν να φύγουν τα προσφυγόπουλα από το σχολείο 'τους', επειδή η λειτουργία σε βάρδιες που απαιτεί η συστέγαση δεν 'βολεύει' τα ωράρια των φροντιστηρίων των παιδιών τους!" (σ. 131). 

Η διάχυτη ξενοφοβία

Ανησυχητικά, καθώς υποδεικνύουν τη διάχυση των ξενοφοβικών αντιλήψεων σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, είναι και τα ευρήματα αρκετών εμπειρικών ερευνών που διεξάγονται τα τελευταία χρόνια με θέμα την πρόσληψη του "ξένου" μαθητή τόσο από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς όσο και από τους έλληνες συμμαθητές του. Ενδεικτικά: σύμφωνα με έρευνα πεδίου που πραγματοποιήθηκε προ καιρού σε αντιπροσωπευτικό δείγμα εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων δασκάλων (51%) απάντησε ότι το κράτος οφείλει να εντάξει σε ξεχωριστά σχολεία τα παιδιά με αλλοδαπούς γονείς και το 27% υποστήριξε την ίδια θέση και για τα παιδιά των Τσιγγάνων. Διόλου συμπτωματικά, το 63% του δείγματος ζήτησε να απελαύνονται οι λαθρομετανάστες και το 73% συνέδεσε την είσοδο των μεταναστών με την αύξηση της εγκληματικότητας ("Τι είν' η πατρίδα μας;", σ. 256-259). 

Ως απειλητικούς και κατώτερους "άλλους" αντιμετωπίζουν και οι μικροί μαθητές τους συμμαθητές τους που κατάγονται από άλλη χώρα και μιλούν διαφορετική γλώσσα. Όπως προκύπτει από έρευνα με θέμα τα παιδιά του δημοτικού σχολείου και το "διαφορετικό" (Φ. Αργυράκη, Κ. Μιχαλάς, Δ. Ντούσας, Φ. Παπαϊωάννου. Π. Σπανός), τα παιδιά φθάνουν στο δημοτικό έχοντας, χάρη στον περίγυρό τους (οικογένεια, τηλεόραση κ.ο.κ.), διαμορφώσει ήδη μια λίγο πολύ αρνητική στάση απέναντι στον "διαφορετικό" συμμαθητή τους. Έτσι, το 63% των παιδιών που ρωτήθηκαν (στην Καλλιθέα και το Μενίδι) απάντησε ότι δεν θα ήθελε στην τάξη του τσιγγανόπουλα, το 56% δεν θα ήθελε να συνυπάρχει στο σχολείο με αλβανόπουλα, ενώ το 71% απέρριψε τα παιδιά με μαύρο χρώμα. Παρόμοια ήταν τα πορίσματα άλλης έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε διάφορες περιοχές της χώρας (Λάρισα, Πάτρα, Χανιά, Αττική κ.λπ.), σύμφωνα με τα οποία το 64% των μικρών μαθητών δήλωσε ότι δεν παίζει με τα "ξένα" παιδιά και το 66% ότι δεν έχει καθίσει στο ίδιο θρανίο μαζί τους ("Έθνος", 4/11/2000). 

Είναι προφανές ότι η στάση αυτή των μικρών παιδιών απηχεί σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις του περιβάλλοντός τους. Έρευνα της "Κάπα" για λογαριασμό του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Αθήνας (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1995) σε 600 αντιπροσωπευτικά νοικοκυριά του Λεκανοπεδίου έδειξε ότι ένας στους τρεις υποστηρίζει ότι τα παιδιά των αλλοδαπών πρέπει να γίνονται δεκτά σε ειδικά, δηλαδή ξεχωριστά, σχολεία. Το 28% του ίδιου δείγματος απάντησε ότι σχολείο πρέπει να παρακολουθούν μόνο τα παιδιά που οι γονείς τους έχουν νόμιμη άδεια εργασίας, ενώ ένα διόλου ευκαταφρόνητο 15% ισχυρίστηκε ότι η εκπαίδευση των παιδιών τους πρέπει να επιβαρύνει τους ίδιους τους αλλοδαπούς και όχι την ελληνική πολιτεία ("Ε" 18/10/1996).

Μηχανισμοί περιθωριοποίησης 

Με δεδομένες τις σαφείς αυτές αντιστάσεις ευρύτατων μερίδων της ελληνικής κοινωνίας στην απρόσκοπτη πρόσβαση των παιδιών μη ελληνικής καταγωγής στη δημόσια παιδεία, οι όποιες δειλές απόπειρες των αρμόδιων φορέων για την αντιμετώπιση του "προβλήματος" μοιάζουν αποσπασματικές, αναποτελεσματικές και πολλές φορές αντιφατικές. Ούτως ή άλλως, οι υποσχέσεις ακυρώνονται συχνά στην πράξη ή παραμένουν ανεφάρμοστες, όπως η εγκύκλιος της 7/9/1999 για τις τάξεις υποδοχής που προέβλεπε γνώση της γλώσσας των παιδιών από τους δασκάλους, καθώς και την πρόσληψη ειδικευμένων ψυχολόγων ή/και κοινωνικών λειτουργών. Αρκεί να θυμηθούμε τις άπειρες καταγγελίες για άρνηση εγγραφής "ξένων" παιδιών σε σχολεία, παρά τις αλλεπάλληλες σχετικές εγκυκλίους και τη ρητή δέσμευση του τότε υπουργού Παιδείας Γ. Παπανδρέου, σύμφωνα με την οποία "όλα τα παιδιά των μεταναστών μπορούν χωρίς προϋποθέσεις νομιμότητας των γονιών τους να εγγραφούν το νέο σχολικό έτος σε οποιοδήποτε ελληνικό σχολείο" (19/6/1995). Τρία χρόνια αργότερα, το υπουργείο Εσωτερικών έβαζε ακόμη εμπόδια στην εγγραφή στο σχολείο παιδιών που δεν διέθεταν την ελληνική ιθαγένεια, στοχεύοντας κυρίως στην επαναπροώθηση των Βορειοηπειρωτών και τη διατήρηση της μειονότητας στην Αλβανία. 

Πέρα ωστόσο από τα "τυπικά" κωλύματα, τα παιδιά των μεταναστών έχουν να αντιμετωπίσουν και μια σειρά "άτυπων" απαγορεύσεων και αποκλεισμών που δύσκολα μπορούν να γίνουν αντικείμενο καταγγελίας. Συζητώντας με δασκάλους και μετανάστες διαπιστώσαμε για παράδειγμα τους λόγους που σε ορισμένα σχολεία του κέντρου εμφανίζεται πολύ υψηλή συγκέντρωση αλλοδαπών (πρόκειται για τα σχολεία που τροφοδοτούν τα γνωστά σενάρια): οι αλλοδαποί κάτοικοι της περιοχής αποθαρρύνονται να υποβάλουν αίτηση εγγραφής των παιδιών τους στα γειτονικά σχολεία και οδηγούνται μαζικά στις συγκεκριμένες μονάδες, οι οποίες σταδιακά υποβαθμίζονται και εγκαταλείπονται από τον "ντόπιο" μαθητικό πληθυσμό. Άλλοι, εξίσου ανεπαίσθητοι και σιωπηλοί μηχανισμοί αναλαμβάνουν τη συνέχεια: τα "ξένα" παιδιά περιθωριοποιούνται συχνά μέσα στην τάξη από δασκάλους και συμμαθητές, το μάθημα γίνεται πολλές φορές ερήμην τους, ενώ στις πολυδιαφημισμένες τάξεις υποδοχής τους ακόμη δεν έχει λυθεί το πρόβλημα των ειδικευμένων δασκάλων με αποτέλεσμα να τις αναλαμβάνουν άπειροι αναπληρωτές. Καθώς μάλιστα, πέρα από τα μεγάλα λόγια περί σεβασμού της διαφοράς στο πλαίσιο μιας διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, η εκπαιδευτική πολιτική για τους αλλοδαπούς συνεχίζει να θεωρεί την ιδιαιτερότητα των "άλλων" ένα είδος πολιτισμικού ελλείμματος, τα παιδιά των μεταναστών εξαναγκάζονται, αν θέλουν να "προκόψουν", να μιμηθούν σε όλα τους έλληνες συμμαθητές τους. Έτσι, μια από τις πρώτες δουλειές κάποιων δασκάλων είναι να δώσουν στα γρήγορα ένα χριστιανικό όνομα σε κάθε μαθητή με όνομα που τους μοιάζει ακατανόητο. 

Μολαταύτα -και είναι λογικό σε μια χώρα που εξελίσσεται σε τόπο υποδοχής μεταναστών- η παρουσία των "ξένων" μαθητών στα σχολεία παρουσιάζει αύξηση τα τελευταία χρόνια. Ο αριθμός παλιννοστούντων και αλλοδαπών υπολογίζεται σε 47.666 (3,11% του συνόλου του μαθητικού πληθυσμού) για το 1995/96, σε 54.943 (3,65%) για το 1996/97 και σε 67.210 (4,57%) για το 1997/98 (Μ. Δρεττάκης, "Σύγχρονη Εκπαίδευση"). Για τα παιδιά αυτά το σχολείο λειτουργεί μονοπολιτισμικά και μονογλωσσικά, υποβάλλοντάς τα σε μια εκπαιδευτική διαδικασία που τα οδηγεί να πιστέψουν ότι δεν κάνουν για "τα γράμματα". Υπάρχουν ασφαλώς και εκείνοι που αντιδρούν στην ισοπεδωτική αυτή αντίληψη για την εκπαίδευση των αλλοδαπών, θεωρώντας για παράδειγμα λανθασμένη τη μονογλωσσία στην οποία ωθούνται άτομα με διπολιτισμική-διγλωσσική κοινωνικοποίηση (βλ. Μ. Δαμανάκης, "Η εκπαίδευση των παλιννοστούντων και αλλοδαπών στην Ελλάδα", 1997 και Κάτσικας, Πολίτου, ό.π.). Υπάρχει ακόμη η δουλειά που γίνεται σε σχολεία όπως το διαπολιτισμικό σχολείο στο Γκάζι, αλλά και οι απόπειρες κάποιων εκπαιδευτικών να μεταφράσουν τις ασαφείς υπουργικές εγκυκλίους σε παιδαγωγική πράξη. Αυτά, όμως, μοιάζουν ψιλά γράμματα σε μια κοινωνία που δεν διστάζει να δείχνει τη δυσφορία της για τους μικρούς αλλοδαπούς, κυρίως όταν βρεθούν σε γειτονικά θρανία με τα παιδιά της.

(Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 5/11/2000)

www.iospress.gr                                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ