Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΒΑΛΡΑΦ


Καταζητείται δημοσιογράφος

1.   2

 

Για να μπορέσει να κάνει τη δουλειά του είναι υποχρεωμένος να μεταμφιέζεται. Οταν τελειώσει, πολλές φορές αναγκάζεται να κρυφτεί. Και όταν το αποτέλεσμα της δουλειάς είναι θετικό, τότε κινδυνεύει η ζωή του. Το επάγγελμά του; Ρεπόρτερ.

 
Οι νέοι κυνηγοί του Βάλραφ

Ο Γερμανός δημοσιογράφος Γκίντερ Βάλραφ είναι υποχρεωμένος για μια ακόμα φορά στη ζωή του να κρύβεται. Αυτή τη φορά δεν έχει μεταμφιεστεί για να ξεγελάσει κάποιο σκληρό εργοδότη πολυεθνικής εταιρίας ή για να αποκαλύψει ένα αυταρχικό καθεστώς. Η απειλή εναντίον της ζωής του προέρχεται από ένα ...απελευθερωτικό κίνημα, το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, το γνωστό ΡΚΚ. Και οι υπερασπιστές του δεν ανήκουν -όπως συνήθως- στην αριστερή διανόηση, αλλά στις ...υπηρεσίες ασφαλείας.
Και όμως, ο Βάλραφ δεν έκανε τίποτα άλλο, από αυτό που συνηθίζει να κάνει όλα αυτά τα χρόνια. Υπερασπίστηκε το δικαίωμα ενός συγγραφέα να εκφράσει τις απόψεις του και αντιστάθηκε στην προσπάθεια να απειληθεί και να φιμωθεί.
Εντοπίσαμε με κάποια δυσκολία τον δημοσιογράφο και του ζητήσαμε στοιχεία και ντοκουμέντα από τη νέα του περιπέτεια. Ο Βάλραφ πρόθυμος ανταποκρίθηκε. Τον συνδέει με την Ελλάδα μια ιδιαίτερη σχέση, από την εποχή που τόλμησε να αλυσοδεθεί και να μοιράζει αντιχουντικές προκηρύξεις στην πλατεία Συντάγματος, το Μάιο του 1974.
Ολα ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1994. Τότε διαπίστωσε ο Βάλραφ ότι ένας Κούρδος φίλος του, ο οποίος καταζητείται στην Τουρκία και έχει καταφύγει με πολιτικό άσυλο στη Γερμανία, άρχισε να φοβάται για τη ζωή του. Η αιτία; Μόνο και μόνο ότι αναφέρεται θετικά στο βιβλίο του Σελίμ Τσουρουκάγια "ΡΚΚ, η δικτατορία του Αμπνταλάχ Οτσαλάν" που είχε μόλις εκδοθεί στην τουρκική γλώσσα. Αλλοι πέντε Κούρδοι που υποστήριξαν τη διάδοση του βιβλίου στη Γερμανία υπέστησαν την επίθεση μελών του ΡΚΚ στη Βρέμη και το Αμβούργο. Ολοι τραυματίστηκαν βαριά. Ενας έμεινε σε κώμα πολλές μέρες.
Ο Σελίμ Τσουρουκάγια ήταν ιδρυτικό στέλεχος του ΡΚΚ και στενός συνεργάτης του Οτσαλάν. Τη δράση του στο κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα την πλήρωσε με έντεκα χρόνια στις τουρκικές φυλακές (Μάιος 1980-Απρίλιος 1991). Είναι ο πρώτος που τολμά να σπάσει το ταμπού του αδιαφιλονίκητου "Από" ("θείος", κατά το γνωστό "πατερούλης") και να θέσει σε δημόσια συζήτηση το πρόβλημα του εκδημοκρατισμού του ΡΚΚ. Δεν αποσκοπεί στη διάσπαση της οργάνωσης ούτε φιλοδοξεί να ιδρύσει μια νέα, δική του. Φυγάδας, σήμερα, στη Γερμανία, αντιμετωπίζει την απειλή εκτέλεσης από τους παλιούς του συντρόφους.
"Παρά το γεγονός -ή μάλλον ακριβώς γι' αυτό- ότι έχω ταχθεί ανοιχτά υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα των Κούρδων, αποφάσισα να γνωρίσω από κοντά τον συγγραφέα και να τον βηθήσω να εκδώσει το βιβλίο του στη γερμανική γλώσσα", λέει σήμερα ο Βάλραφ. Διαπίστωσε μόνος του πόσο ταλαιπώρησαν τον Σελίμ και τη γυναίκα του Αϊζέλ οι γερμανικές αρχές για να τους εξαναγκάσουν να παραστούν ως "μάρτυρες" σε δικαστήρια με κατηγορούμενους κάποιους Κούρδους που κατηγορούνται για διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών στο γερμανικό έδαφος. Τους έκοψαν την οικονομική ενίσχυση που προβλέπεται για τους πολιτικούς πρόσφυγες και τους απείλησαν με φυλάκιση. Ο Σελίμ και η Αϊζέλ δεν ενέδωσαν. Και βρέθηκαν ανάμεσα σε δυο πυρά. Από τη μια, οι γερμανικές που ήθελαν να αξιοποιήσουν την αντίθεση του Τσουρουκάγια στη μονοκρατορία του Οτσαλάν, από την άλλη, το ενημερωτικό δελτίο του ΡΚΚ που τους χαρακτήριζε "προδότες" που "έχουν φάει τα ψωμιά τους" και "πρέπει να πνιγούν από το σάλιο μας" και να "υποχρεωθούν να κρυφτούν στις σπηλιές τους, όπως τα ερπετά".
Ο Βάλραφ είναι η ψυχή της γερμανικής επιτροπής υποστήριξης στον Σαλμάν Ρουσντί και αμέσως αναγνώρισε σ' αυτό το υβρεολόγιο τη γλώσσα του περιβόητου φετφά των ιρανών αγιατολάδων. Κάλεσε το ζεύγος να μείνει σπίτι του και δοκίμασε να βοηθήσει τον Τσουρουκάγια στη γερμανική έκδοση του βιβλίου του. Μόνο που κανένας εκδοτικός οίκος δεν ήταν πρόθυμος να τον βοηθήσει. Οι περισσότεροι, με τη δικαιολογία ότι "το θέμα του βιβλίου είναι περίπλοκο για το γερμανικό κοινό". Κάποιοι παραδέχθηκαν ότι το θεωρούσαν "πολύ επικίνδυνο".
"Καθώς φαίνεται, το γεγονός ότι ένας συγγραφέας απειλείται με θάνατο εξαιτίας των κριτικών θέσεων που διατυπώνει στο βιβλίο του δεν καθιστά αυτονόητη την ανάγκη έκδοσης αυτού του βιβλίου", παρατηρεί με πίκρα ο Βάλραφ. Τραγική ειρωνεία: Το βιβλίο του Τσουρουκάγια ασχολείται με τις εσωτερικές "εκκαθαρίσεις" της οργάνωσης και την εκτέλεση μιας σειράς στελεχών που αντιπολιτεύονταν τη γραμμή Οτσαλάν. "Δεν είναι δυνατόν σε μένα που βρίσκομαι έξω απ' αυτή την οργάνωση να επαληθεύσω όλες τις περιπτώσεις και ειδικά εκείνες που φέρονται ότι συνέβησαν στα στρατόπεδα του ΡΚΚ. Εφόσον, όμως, ένας δημοσιογράφος, που τρέφει τα καλύτερα αισθήματα για το ΡΚΚ, ο Ισμέτ Ιμσέτ, αναφέρει ότι μόνο στα τέλη του 1987-αρχές του 1988 δολοφονήθηκαν περισσότεροι από 30 εσωκομματικοί αντίπαλοι, οφείλουμε να πάρουμε στα σοβαρά τα δεδομένα του Τσουρουκάγια."
Επί δύο χρόνια αναζητούσε ο Βάλραφ γερμανό εκδότη για τον Τσουρουκάγια. Και τον Δεκέμβρη του 1996 ταξίδεψε στη Συρία για μια συνάντηση με τον Οτσαλάν: "Πήγα εκεί με τον δηλωμένο σκοπό να αρθεί η διαταγή εκτέλεσης του Σελίμ. Δεν το κατόρθωσα. Θα του συμπαρασταθώ όσο χρειαστεί, μέχρι να πάψει η απειλή κατά της ζωής του." Η συνέντευξη με τον Οτσαλάν δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Die Zeit στις 28 Φεβρουαρίου 1997, και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της γερμανικής έκδοσης του βιβλίου του Τσουρουκάγια, το οποίο κυκλοφόρησε τελικά τον περασμένο Απρίλιο από τις εκδόσεις Fischer.
Η συνάντηση Βάλραφ-Οτσαλάν έγινε σε ένα μυστικό στρατόπεδο εκπαίδευσης του ΡΚΚ και το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης διεξήχθη εις επήκοον 100 οπλισμένων στρατιωτών. Ο "Από" χαιρέτησε τον Βάλραφ με το όνομα που είχε διαλέξει ο Γερμανός συγγραφέας όταν υποδυόταν έναν Τούρκο μετανάστη στη Γερμανία: "Γεια σου Αλί!" Στην αρχή ο Κούρδος ηγέτης παρουσιάζεται πρόθυμος να άρει την επικήρυξη του Σελίμ. Φθάνει μάλιστα μέχρι το σημείο να ζητήσει από τον Βάλραφ να τον φέρει μαζί του: "Φερ' τον εδώ. Εχει βέβαια επιτεθεί στις ιερότερες αξίες μας. Αν τα πάρει πίσω και κάνει αυτοκριτική, τότε μπορεί να μείνει και πάλι εδώ μαζί μας." Στο τέλος, όμως, της συζήτησης, η εικόνα της μαγαλοψυχίας ανατρέπεται: "Αν δεν τα πάρει πίσω, τότε δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι δεν θα του συμβεί κανένα ατύχημα."
Η δημοσίευση της συνέντευξης και ειδικά η κατάληξή της προκάλεσε την άμεση αντίδραση των εκπροσώπων του ΡΚΚ στη Γερμανία. Ο Αλί Γκάζι, ως εκπρόσωπος του Οτσαλάν στη Γερμανία, δήλωσε στην Frankfurter Rundschau ότι όλα είναι ψέματα. Αμέσως άρχισαν οι ύβρεις, οι ανώνυμες απειλές, και οι κατηγορίες ότι είναι "προδότης" και "πράκτορας του τουρκικού καθεστώτος". Ο Βάλραφ δεν πιστεύει ότι ο ίδιος ο Οτσαλάν βρίσκεται πίσω από τις απειλές. "Πρόκειται μάλλον για μερικά θερμόαιμα στελέχη." Εχει βρεθεί πολλές φορές σε παρόμοια κατάσταση. "Δεν αισθάνομαι φόβο. Αν δείξεις ότι φοβάσαι, τότε οι απειλές έχουν πιάσει τόπο." Το μόνο που τον στενοχωρεί είναι το γεγονός ότι δυσφημείται όλος ο αγώνας του εναντίον του τουρκικού καθεστώτος, το οποίο ονομάζει militarische Demokratur (στρατιωτική "δημοδικτατορία") και έχει πολλές φορές ασχοληθεί με τη γενοκτονία των Κούρδων στη νοτιοανατολική Τουρκία. "Κάποιος σαν τον Οτσαλάν ο οποίος ενεργεί πάντοτε ως ένα είδος πράκτορα του συριακού κράτους, δεν είναι δυνατόν να κατανοήσει ότι μπορεί κάποιος άλλος να διακινδυνεύει τη ζωή του χωρίς να έχει εντολή από κανέναν."
Οι επιθέσεις εναντίον του δεν κλονίζουν την άποψη του Βάλραφ υπέρ της νομιμοποίησης του ΡΚΚ στη Γερμανία. "Θα είναι προς όφελος του μακροπρόθεσμου εκδημοκρατισμού του κόμματος."


Ο Γκίντερ που έγινε Χανς και Αλί

Ο Γκίντερ Βάλραφ γεννήθηκε το 1942 στην Κολωνία. Από το 1964 που άρχισαν να δημοσιεύονται τα γραπτά του, έχει διαβαστεί όσο κανένας άλλος σύγχρονος γερμανός συγγραφέας. Ομως η τεράστια εκδοτική του επιτυχία συνοδεύεται από ένα συνεχή πόλεμο που κάνει χρήση θεμιτών και αθέμιτων μέσων προκειμένου να πλήξει τη φήμη, την επαγγελματική υπόσταση, αλλά και τη ζωή του Βάλραφ.
Το μυστικό της επιτυχίας αλλά και η αιτία γι' αυτόν τον ανελέητο πόλεμο που υφίσταται ο Βάλραφ, είναι ο εντελώς προσωπικός τρόπος που ασκεί το επάγγελμα του δημοσιογράφου-ερευνητή. Ποτέ δεν περιορίζεται σε μια ανάλυση γραφείου. Πριν προχωρήσει σε κάποιο αποκαλυπτικό ρεπορτάζ, δεν αρκείται σε συλλογή στοιχείων και μαρτυριών τρίτων. Επιλέγει ο ίδιος ένα ρόλο και τον ζει επί βδομάδες ή μήνες, έτσι ώστε το αποτέλεσμα της δουλειάς του να είναι κυρίως προσωπική κατάθεση. Στην τριαντάχρονη αυτή πορεία ποτέ δεν υποστήριξε τη λεγόμενη "αντικειμενική δημοσιογραφία". Το κίνητρό του στην επιλογή των θεμάτων και τη μεθοδολογία του ρεπορτάζ ποτέ δεν υπήρξε αυστηρά "επαγγελματικό". Το πρώτο του θέμα ήταν η περιγραφή της ζωής στους γερμανικούς στρατώνες. Ο ίδιος αρνήθηκε την ένοπλη θητεία και απολύθηκε μετά από πολλές περιπέτειες. Αυτή την εμπειρία κατέγραψε στο "Ημερολόγιο από το στρατό".
Διάσημος έγινε ο Βάλραφ από τα ρεπορτάζ για τη μαύρη πλευρά του γερμανικού οικονομικού θαύματος που δημοσίευσε στα τέλη της δεκαετίας του 60, αφού δούλεψε επί μήνες ως εργάτης σε μεγάλες βιομηχανίες. Ηταν η πρώτη φορά που τα "κοινά μυστικά" του χώρου της εργασίας έφταναν στο μεγάλο κοινό ("Σε χρειαζόμαστε. Εργάτης σε γερμανικές βιομηχανίες", 1966 και "Δεκατρία ανεπιθύμητα ρεπορτάζ", 1969). Εγινε τότε τόσο γνωστός, ώστε ήταν πλέον υποχρεωμένος να μεταμφιέζεται και να χρησιμοποιεί ψεύτικο όνομα για να συνεχίσει τη δουλειά του.
Το 1973 ακολούθησε το "Εσείς εκεί ψηλά - εμείς εδώ κάτω", μια έρευνα για τους πλούσιους και τους ισχυρούς της Γερμανίας. Στο "Φασισμό μας", το 1975, ο Βάλραφ περιγράφει τις δικτατορίες της Ελλάδας και της Πορτογαλίας. Το 1977 πετυχαίνει το ακατόρθωτο. Γίνεται στέλεχος της εφημερίδας Bild, και αποκαλύπτει σε σειρά βιβλίων αυτό που όλοι γνώριζαν αλλά κανείς δεν τολμούσε να αποδείξει: ότι δηλαδή η εφημερίδα αυτή είναι ένας μηχανισμός παραγωγής ψεύδους και καταστροφής υπολήψεων. Με το όνομα Χανς Εσερ, ο Βάλραφ δούλεψε επί μήνες στο γραφείο της Bild στο Ανόβερο και η μαρτυρία του συνοδεύθηκε από αδιάσειστα ντοκουμέντα. Οι εμπειρίες του περιέχονται σε σειρά τριών βιβλίων. Από την εποχή εκείνη (που συμπίπτει με το δραματικό γερμανικό φθινόπωρο του 1976 και το διευρυμένο κυνήγι μαγισσών) ο Βάλραφ γίνεται στόχος. Το εκδοτικό συγκρότημα Springer υποβάλλει δεκάδες μηνύσεις και ζητεί αποζημιώσεις εκατομμυρίων μάρκων για "ηθική βλάβη" και "συκοφαντική δυσφήμηση". Οι δίκες κερδίζονται από τον Βάλραφ, αλλά τον δεσμεύουν σε μια χρονοβόρα και πανάκριβη απασχόληση με το νομικό μέρος των προβλημάτων. Σύμμαχος της Bild αναδεικνύεται το γερμανικό κράτος και οι υπηρεσίες του. Ο δημοσιογράφος θεωρείται ύποπτος για σχέσεις με τρομοκράτες και οι μυστικές υπηρεσίες τον θέτουν σε στενή παρακολούθηση. Το τηλέφωνό του παγιδεύεται, το σπίτι του γίνεται άνω κάτω από το ψάξιμο, οι συνεργάτες του απειλούνται για να τον απομονώσουν. Στο τέλος του 1986 υποχρεώνεται να μετακομίσει στην Ολλανδία.
Κάτω από τις δύσκολες συνθήκες που περιγράψαμε, ο Βάλραφ έχει τη μεγαλύτερη εκδοτική επιτυχία. Το Ganz Unten, που εκδόθηκε και στα ελληνικά με τον τίτλο "Στο Περιθώριο", σε λιγότερο από ένα χρόνο (Οκτώβριος 1985 - Αύγουστος 1986) πούλησε στη Γερμανία 2.5 εκατομμύρια αντίτυπα. Επί δυο χρόνια ο Βάλραφ ήταν ο Αλί, ο Τούρκος μετανάστης που περιφέρεται από τις σύγχρονες δουλεμπορικές εταιρείες στις πιο σκληρές και επικίνδυνες εργασίες.
Την επιτυχία αυτή δεν την άντεξαν καθώς φαίνεται ακόμα και οι φίλοι του Βάλραφ. Τον Οκτώβριο του 1986 προκαλείται σκάνδαλο από τη δημόσια δήλωση του Χέρμαν Γκρέμλιτσα, εκδότη του αριστερού Konkret, ότι ο Βάλραφ δεν είναι άξιος να γράψει ούτε γραμμή, και ότι όλα τα κείμενά του είναι γραμμένα από άλλον (δηλαδή από τον Γκρέμλιτσα). Φυσικά ο Βάλραφ είχε ήδη αναφερθεί στα ονόματα πολλών συνεργατών του και στη βοήθεια που του παρείχε στη συγγραφή ο ίδιος ο Γκρέμλιτσα. Την επίθεση του παλιού του φίλου τη θεωρεί ο Βάλραφ "κίνηση εκδίκησης" επειδή του αρνήθηκε να προδημοσιεύσει στο Konkret αποσπάσματα από το "Περιθώριο" και προτίμησε το Spiegel. Λίγοι αριστεροί συγγραφείς και καλλιτέχνες -ανάμεσά τους ο Γκίντερ Γκρας- δήλωσαν συμπαράσταση στον Βάλραφ, αλλά οι μεγάλες εφημερίδες (και πρώτη πρώτη η Bild) βρήκαν την ευκαιρία να επιτεθούν στον ανεπιθύμητο ρεπόρτερ με χαιρέκακα σχόλια για τον "σκυλοκαυγά των αριστερών διανοουμένων".
Τελευταία ευκαιρία για δυσφήμηση του Βάλραφ έδωσε το σίριαλ με τα αρχεία της Στάζι. Το Φεβρουάριο του 1992 το λαϊκό περιοδικό Super του συγκροτήματος Burda δημοσίευσε την "αποκάλυψη" ότι ο Βάλραφ υπήρξε "ανεπίσημος συνεργάτης" της ανατολικογερμανικής μυστικής υπηρεσίας τη δεκαετία του 60. Η Bild δεν έχασε την ευκαιρία να "αποδείξει" ότι ο παλιός της γνώριμος εκτελούσε σοβιετικές εντολές όταν εισχωρούσε στα άδυτα των στελεχών της. Μόνο που λίγους μήνες αργότερα αποδείχθηκε δικαστικά ότι οι ισχυρισμοί εις βάρος του Βάλραφ ήταν ανυπόστατοι. Οι ψευδομάρτυρες εναντίον του καταδικάστηκαν και το έντυπο υποχρεώθηκε να επανορθώσει. Η "ρετσινιά", βέβαια, έκανε τη δουλειά της.


Ο δημοσιογράφος και οι χαφιέδες

Μετά από κάθε περιπέπετεια που επιφυλάσσουν στον Βάλραφ οι κρατικοί ή ιδιωτικοί μηχανισμοί ασφαλείας (παρακολουθήσεις, εισβολή στον ιδιωτικό του χώρο, καταστροφή του αρχείου του, δικαστικές διώξεις, απειλές, κλπ), υπάρχει πάντα η εύκολη δικαιολογία, που βρίσκει πρόθυμους να την υιοθετήσουν τους "συναδέλφους" του στα μαζικά μέσα ενημέρωσης: "Γιατί παραπονιέται ο Βάλραφ; Στο κάτω κάτω, αυτός δεν είναι που επιμένει να τρυπώνει ως agent provocateur και να αποκαλύπτει τους άλλους; Τώρα τον πληρώνουν με το ίδιο νόμισμα!"
Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά. Μας την εξηγεί ο ίδιος ο Βάλραφ: "Ανάμεσα στις δικές μου μεθόδους έρευνας και το οπλοστάσιο που χρησιμοποιούν οι πληρωμένοι χαφιέδες του κράτους (αλλά και ιδιωτών) υπάρχει μια κολοσσιαία διαφορά. Αυτό που ενδιαφέρει εμένα είναι να εντοπίσω τα αρνητικά αυτής της κοινωνίας και να βοηθήσω στην άρση τους. Δεν μπορώ να μένω απαθής όταν άνθρωποι και ιδρύματα εκμεταλλεύονται την οικονομική και πολιτική τους εξουσία για να καταπιέσουν άλλους ανθρώπους. Οπου συμβαίνει αυτό, δεν ικανοποιείται η επιταγή του Συντάγματός μας για μια "ελεύθερη δημοκρατική τάξη". Οι επίσημοι προστάτες του Συντάγματος αυτού λειτουργούν κατά κανόνα εντελώς διαφορετικά. Κάνουν τα πάντα προκειμένου να μας εμποδίσουν ακόμα και να αγγίξουμε τα συμφέροντα των προνομιούχων αυτού του κράτους. Μάταια θα αναζητούσαμε την BND (γερμανική μυστική υπηρεσία) ή τους προστάτες του κράτους, όταν οι χημικές βιομηχανίες δηλητηριάζουν τον Ρήνο, όταν οι βιομηχανίες όπλων εφοδιάζουν παράνομα με υποβρύχια ξένους δικτάτορες. Παραμένει λοιπόν για μένα το ερώτημα: Ποιανού το κράτος προστατεύουν τελικά αυτές οι κρατικές υπηρεσίες;
Σε αντίθεση με τις "υπηρεσίες" μας, εγώ δεν παραβιάζω ποτέ την ιδιωτική ζωή κανενός. Εδώ βρίσκεται για μένα ένα απόλυτο όριο. Σε καμιά από τις δημοσιεύσεις μου δεν θα βρει κανείς λεπτομέρειες για την ιδιωτική σφαίρα του (μεγαλοασφαλιστή) Γκέρλινγκ, του (μεγαλοεκδότη) Σπρίνγκερ ή του (επιχειρηματία) Φόγκελ, παρά το γεγονός ότι -χωρίς να το θέλω- έμαθα αρκετά πράγματα, τα οποία θα ήταν αξιοποιήσιμα στο δικαστήριο. Ομως όλα αυτά δεν άξιζαν να τους αφιερώσω ούτε μία γραμμή."

(Ελευθεροτυπία, 29/6/1997)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ