ΤΡΟΠΑΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ


Τα κεφάλια στον τορβά

1.  /  2.

 

Η συλλογή και η επίδειξη των κομμένων κεφαλιών του εχθρού δε είναι, δυστυχώς, ούτε νέα ούτε αποκλειστικά τουρκική συνήθεια. Η έκφραση "βάζω το κεφάλι μου στον τορβά" προέρχεται απ' τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι προεπαναστατικοί Κλέφτες να τους συλλάβουν οι Αρματολοί και να τους βάλουν τα κεφάλια στον τορβά για να τα παρουσιάσουν στις Αρχές και να πάρουν το μπαξίσι τους.

 

Μια μακραίωνη παράδοση αναβιώνει στις μέρες μας στο τουρκικό Κουρδιστάν.


Ενστολοι κυνηγοί κεφαλών

Η είδηση έκανε πάταγο - όχι μόνο στη χώρα μας, συνηθισμένη ούτως ή άλλως στις πληροφορίες για τον τρόπο διεξαγωγής του "αντιαποσχιστικού πολέμου" στο γειτονικό μας τουρκικό Κουρδιστάν, αλλά σε ολόκληρη τη Δύση. Στην εβδομαδιαία βρετανική εφημερίδα Τhe European της 12ης Ιανουαρίου, μιά διμοιρία των τουρκικών ειδικών δυνάμεων χαριεντίζεται στο χιόνι με τα κεφάλια σκοτωμένων Κούρδων ανταρτών. Σύμφωνα με την εφημερίδα οι φωτογραφίες, "οι λιγότερο φρικιαστικές" της δωδεκάδας που η σύνταξη δηλώνει ότι έχει στη διάθεσή της, τραβήχτηκαν τον περασμένο Απρίλιο στην περιοχή του Χάκαρι. "Εάν οι φωτογραφίες είναι αληθινές, και η European δεν έχει κανένα λόγο να θεωρεί ότι δεν είναι", συνεχίζει το άρθρο, "αποτελούν ζωντανή απόδειξη προς υποστήριξη όσων στην Ευρώπη πιστεύουν πως οι επιδόσεις της Τουρκίας στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων την καθιστούν ακατάλληλη για συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα"...
Η αντίδραση της Αγκυρας σ' αυτή την άμεση ανάμιξη του (συνήθως φιλικά διακείμενου προς αυτήν) δυτικού Τύπου στις "εσωτερικές της υποθέσεις" ήταν άμεση. Επίσημη ανακοίνωση του Γενικού Επιτελείου την ίδια μέρα υποστηρίζει ότι τα δημοσιευμένα ντοκουμέντα αποτελούν το προϊόν φωτομοντάζ και προέρχονται "από την Τρομοκρατική Οργάνωση [επίσημη ονομασία για το PKK] που έχει δεχθεί σοβαρά πλήγματα κι έχει χάσει τη λαϊκή υποστήριξη, σε μια προσπάθειά της να αποκτήσει πολιτικά ερείσματα στο εξωτερικό". Τη θεωρία του φωτομοντάζ υιοθετεί τρεις μέρες αργότερα και ο εκπρόσωπος του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, Νουρετίν Νουρκάν, ενώ το ημιεπίσημο ειδησεογραφικό πρακτορείο "Ανατόλια" προτιμά να αμφισβητήσει όχι την ύπαρξη των φωτογραφιών, αλλά το περιεχόμενό τους: "Οι φωτογραφίες αυτές δεν αποδεικνύουν ότι πρόκειται όντως για Τούρκους στρατιώτες (...) Στο παρελθόν, μαχητές του ΡΚΚ έχουν διαπράξει τέτοιες αγριότητες φορώντας στρατιωτικές στολές". Ως υπαίτιο της "πλαστογραφίας" καταγγέλλεται το ανεξάρτητο ειδησεογραφικό πρακτορείο DEM της Κολωνίας, το οποίο κατά την τουρκική προπαγάνδα αποτελεί "παραφυάδα του ΡΚΚ"· πλαστές φωτογραφίες, ισχυρίζεται το "Ανατόλια", έχουν χρησιμοποιηθεί ξανά "προκειμένου να πειστεί παραπλανητικά η κοινή γνώμη στην Τουρκία και διεθνώς" ότι ο τουρκικός στρατός έκαψε κουρδικά χωριά στην περιοχή του Τούντζελι τον Οκτώβριο του 1994. Για να μην τριτώσει δε το κακό, ο Νουρκάν ανακοινώνει πως "θα καταβληθούν προσπάθειες για δικαστικά μέτρα εναντίον εκείνων που, υπό την επήρεια τρομοκρατικών οργανώσεων, διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις δυσφημώντας την Τουρκία"...

Οπως συμβαίνει συνήθως σ' αυτού του είδους τις περιπτώσεις, τόσο η καταδικαστική φρασεολογία της βρετανικής εφημερίδας όσο και οι αμήχανες "αντεπιθέσεις" των ιθυνόντων της Αγκυρας εμφανίζουν μιαν αξιοσημείωτη αφέλεια. Η κτηνωδία που συνεπάγεται η επιβολή της τάξης πραγμάτων στις κουρδικές περιοχές της Τουρκίας είναι τόσο γνωστή (για όσους, βέβαια, δεν προτιμούν να κάνουν την πάπια), που τα αιμοσταγή φωτογραφικά ντοκουμέντα της European απλώς επιβεβαιώνουν το αυτονόητο: ότι στη "Νοτιοανατολική Τουρκία" σφάζονται άνθρωποι προκειμένου να διαφυλαχθεί η ενότητα του συγκεκριμένοι εθνικού κράτους απέναντι στους αγώνες μιας πολυπληθούς μειονότητας για την εθνική της χειραφέτηση. Στο κάτω-κάτω της γραφής, όταν το ίδιο το τουρκικό υπουργείο Εσωτερικών ανακοινώνει στις 9/12/1994 ότι μέσα σε τρία μόνο χρόνια 2.433 χωριά "εκκενώθηκαν" απ' το στρατό (Le monde diplomatique 3/1995), δικαιούμαστε να πιστεύουμε ότι "εκεί κάτω" έχουν διαπραχθεί πολύ χειρότερα πράγματα από των αποκεφαλισμό κάποιων ούτως ή άλλως νεκρών ανθρώπων...
Αρκεί άλλωστε να ασχοληθεί κανείς με τη στοιχειωδώς λεπτομερή εξιστόρηση οποιωνδήποτε πολεμικών κατορθωμάτων της ανθρωπότητας για να διαπιστώσει ότι ούτε η πρώτη φορά είναι που διαπράττεται τέτοιου είδους βαναυσότητα ούτε, σίγουρα, η τελευταία. Η Βοσνία και η κροατική Κράινα αποτελούν δυο πρόσφατα και σχετικά γνωστά παραδείγματα: δίπλα στην πολυδιαφημισμένη εν Ελλάδι σκηνή των σερβικών κεφαλιών που επιδεικνύονται με πρωτοφανή βαναυσότητα από τους ( φερόμενους ως "Αραβες)" ισλαμιστές συμμάχους της βοσνιακής κυβέρνησης και τις ανακοινώσεις του ΟΗΕ για αποκεφαλισμό Σέρβων αυτονομιστών από τους Κροάτες, έχουμε επίσης τις καταγγελίες της σερβικής "Μπόρμπα" το Νοέμβριο του 1993 ότι τα ομόδοξά μας παλικάρια του φασίστα Σέσελι, οι Σέρβοι "Τσέτνικς", έπαιζαν κατά καιρούς ποδόσφαιρο με τα (κομμένα) κεφάλια των αντιπάλων τους...
Μη βιαστούμε πάντως τα αποδώσουμε τις παραπάνω εκτροπές στην όποια βαλκανική ή ανατολίτικη "υπανάπτυξη" φίλων και εχθρών. Οι στρατοί των βιομηχανικών χωρών της Δύσης έχουν επανειλημμένα δώσει κι αυτοί δείγματα της ίδιας αταβιστικής λατρείας για τέτοιου είδους φετίχ - με πρώτους και καλύτερους τους αμερικανούς φαντάρους του Βιετνάμ. Η αντίδραση της στρατιωτικής ηγεσίας δεν ήταν σ' αυτή την περίπτωση ούτε πιό φιλελεύθερη ούτε πιο άνετη από αυτή των σημερινών Τούρκων ομολόγων της. "Το Αρχηγείο δεν ήθελε να ακολουθούν οι δημοσιογράφοι τις λεγόμενες Ειδικές Δυνάμεις, δηλαδή τους Πρασινοσκούφηδες, που έκοβαν πρώτα τα κεφάλια των Βιετκόγκ κι ύστερα τους έχωναν στο στόμα τα γεννητικά τους όργανα" θυμάται η Οριάνα Φαλλάτσι ("Βιετνάμ", σ.13). "Ολα αυτά τα γνωρίζαμε μόνο από φήμες. Αποδείξεις δεν είχαμε. Η απόδειξη έφτασε την ημέρα που δημοσιεύτηκε μια φωτογραφία, όπου ποζάριζαν πέντε Πρασινοσκούφηδες, πέντε γεροδεμένοι ξανθοί, κι έδειχναν χαμογελώντας τα φρεσκοκομμένα κεφάλια πέντε Βιετκόγκ με τα γεννητικά όργανά τους στο στόμα. Κάποιος από τις Ειδικές Δυνάμεις πληρώθηκε για να παραχωρήσει τη φωτογραφία · περίπου όπως εκείνος ο φωτογράφος, ο Χέμπερλε, που χρησιμοποίησε το Μύ Λάι για ν' ανοίξει γερό λογαριασμό στην τράπεζά του". Λιγότερο σταρ και περισσότερο προσιτός στους ίδιους τους στρατιώτες, ο αμερικανός συνάδελφός της Μάϊκλ Χέρ καταθέτει τη δικιά του - λιγότερο ηθικολόγα και πολύ πιο ενδιαφέρουσα, νομίζουμε - μαρτυρία για το ζήτημα ("Κουρέλια",σ.190-1):
"Ενας πεζοναύτης ήρθε στον Λενγκλ και σ' εμένα και ρώτησε αν θέλαμε να δούμε μερικές από τις φωτογραφίες που 'χε τραβήξει. Οι φωτογραφίες ήταν μέσα σε μια μικρή θήκη από ψεύτικο δέρμα, και μπορούσες να καταλάβεις απ' τον τρόπο που ο πεζοναύτης στεκόταν δίπλα μας, χαμογελώντας μ' ανυπομονησία καθώς γυρνούσαμε τις πλαστικές σελίδες, πως ήταν από τα πιο αγαπημένα του πράγματα. (Επίσης είχε μαζέψει μερικά 'πρώτα σουβενίρ', είπε, αφήνοντας τις λεπτομέρειες στις φαντασίες μας). Υπήρχαν εκατοντάδες απ' αυτά τα άλμπουμ στο Βιετνάμ, χιλιάδες κι όλα έμοιαζαν να 'χουν τις ίδιες φωτογραφίες: η υποχρεωτική φωτογραφία με τις φωτιές ("εντάξει, ας κάψουμε αυτές τις καλύβες κι ας φύγουμε")· η φωτογραφία με το άσχημο τραύμα στο κεφάλι, το κεφάλι συχνά βρισκόταν πάνω στο στήθος του νεκρού ή το κρατούσε κάποιος χαμογελαστός πεζοναύτης, ή πολλά κεφάλια, βαλμένα στη σειρά, μ' ένα αναμμένο τσιγάρο στο στόμα του καθενός, τα μάτια ανοιχτά (σαν να κοιτάνε εσένα, άνθρωπε, είναι τρομαχτικό)· η φωτογραφία ενός πεζοναύτη που κρατούσε ένα αυτί ή ίσως δυο αυτιά ή, όπως στην περίπτωση κάποιου που ήξερα κοντά στο Πλεϊκού, ένα ολόκληρο κολιέ φτιαγμένο από αυτιά, "τρελαίνομαι για τις χάντρες" όπως τά 'χε πει ο ιδιοκτήτης τους· κι αυτή που κοιτούσαμε τώρα, το νεκρό ΒΚ κορίτσι γυμνό με τα πόδια σηκωμένα στον αέρα. (...) Γελούσαμε τώρα, τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε; Οι μισοί μάχιμοι στο Βιετνάμ είχαν αυτά τα πράγματα στα σακίδιά τους, οι φωτογραφίες ήταν το πιο αθώο πράγμα απ' αυτά πού 'παιρναν μετά τη μάχη, τουλάχιστον αυτές δε σαπίζουν. Είχα μιλήσει μ' έναν πεζοναύτη πού 'χε πάρει ένα σωρό φωτογραφίες μετά από μια επιχείρηση στον ποταμό Κούα Βιέτ κι αργότερα είχε αισθανθεί άσχημα και τις είχε πάει σ' έναν παπά. Αλλά ο παπάς τού 'πε πως ήταν συχωρεμένος κι έτσι τις έβαλε στο συρτάρι του και τις κράτησε"...


Από το κεφάλι του Γιαγκούλα στο κομμένο κεφάλι του Αρη.

Το κεφάλι του συμμορίτη

Η φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στην αγγλική "Ντέιλι Μίρορ" στις 11 Νοεμβρίου του 1947 απεικόνιζε μια σκηνή όχι και τόσο πρωτότυπη για τα τότε δεδομένα: μερικοί καβαλάρηδες πόζαραν περήφανα στο φακό κρατώντας από τα μαλλιά τα κομμένα κεφάλια ανταρτισσών στο δρόμο προς την είσπραξη της χρηματικής τους αμοιβής.
Κάτι η δύναμη της φρικτής εικόνας και το φύλο των κεφαλιών, κάτι οι πληροφορίες ότι οι Βρετανοί αποδεικνύονταν εσχάτως εξαιρετικά ανεκτικοί στο όργιο της "λευκής τρομοκρατίας", το δημοσίευμα της "Ντέιλι Μίρορ" υποχρέωσε το Φόρεϊν Οφις να διατάξει έρευνα για το ζήτημα των κομμένων κεφαλιών. Σε λίγες ημέρες, ο βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα Νόρτον ανέλαβε να "επαληθεύσει την ιστορία των θρυλούμενων ωμοτήτων" και ζήτησε να ενημερωθεί σχετικά από τον υπουργό Δημόσιας Τάξης Ρέντη. Η απάντηση του Ρέντη επρόκειτο να επιβεβαιώσει την πληροφορία, αλλά και να δικαιολογήσει την αντριχιαστική πρακτική προσφέροντάς της το ιστορικό βάθος που έλειπε από τα ανυποψίαστα ξένα δημοσιεύματα: "Ο αποκεφαλισμός των συμμοριτών που επικηρύσσονται από το κράτος και η έκθεσις των κεφαλών των εις κοινήν θέαν συνιστά παλαιάν ελληνικήν συνήθειαν".
Δεν ήταν η πρώτη και ασφαλώς ούτε η τελευταία φορά που από τα πλέον επίσημα χείλη θα προτεινόταν ο συσχετισμός των ανταρτών με τους παραδοσιακούς ληστές της ελληνικής υπαίθρου. Η σύνδεση προέκυπτε ούτως ή άλλως στο επίπεδο του τρέχοντος πολιτικού και δημοσιογραφικού λόγου, καθώς η έκφραση "ληστοσυμμορίτες" περιλάμβανε εκείνη την εποχή όλους αδιακρίτως όσους είχαν καθ' οιονδήποτε τρόπο εμπλακεί στο εαμικό κίνημα. "Ο συμμοριακός αγών προσέλαβε μορφήν ληστρικών επιχειρήσεων", δήλωνε τον Ιούνιο 1947 ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Ναπολέων Ζέρβας κάνοντας ακόμη σαφέστερη την ιστορική παρομοίωση.
Τα κομμένα κεφάλια των κομμουνιστών που περιφέρονταν θριαμβικά από τις ασύδοτες ακροδεξιές συμμορίες έπρεπε λοιπόν να παραπέμπουν αυτόματα στο κομμένο κεφάλι του λήσταρχου Γιαγκούλα και όχι στην άγρια δολοφονία ατόμων που τιμωρήθηκαν για την πολιτική τους ένταξη. Ο συμβολισμός ξεκινούσε από την τελετουργική ομοιότητα -αποκεφαλισμός του πτώματος, μπήξιμο του κεφαλιού σε πάσσαλο, περιφορά ή έκθεσή του σε δημόσια θέα, είσπραξη επικήρυξης- για να καταλήξει στην ταύτιση δύο απολύτως διακριτών ιστορικών φαινομένων: του φαινομένου της ληστείας και εκείνου της "κομμουνιστικής ανταρσίας". Δεν υπήρχε άλλωστε διαφορετικός τρόπος δικαιολόγησης της αποτρόπαιης συμπεριφοράς: Επρεπε να ανασυρθούν επιλεκτικά κάποιες ξεχασμένες μνήμες, ώστε το συλλογικό ασυνείδητο να θεωρήσει τους κομμουνιστές κατ' ευθείαν απόγονους των λήσταρχων εκείνων που έμειναν στην ιστορία χάρη στα κομμένα κεφάλια τους. Ποιον όμως έπειθε η θέση ότι οι κομμουνιστές του τέλους της δεκαετίας του '40 κατάγονταν είτε από τους ληστές Αρβανιτάκηδες που αποκεφαλίστηκαν το 1870 μετά την περίφημη σφαγή στο Δήλεσι είτε από τον Φώτη Γιαγκούλα και τον Πάντο Μπαμπάνη που με τις περιπέτειες των κομμένων τους κεφαλιών προσέφεραν το συναρπαστικότερο ανάγνωσμα της δεκαετίας του '20; Η παραφιλολογία της περιόδου του εμφυλίου περί "ληστοσυμμοριτών" έμελλε απλώς να αποτελέσει το νομιμοποιητικό μύθο του ενός στρατοπέδου, της πλευράς δηλαδή των νικητών.
Αν και συχνά αποσιωπημένη από τις εφημερίδες της εποχής, η πρακτική της διαπόμπευσης των κομμένων κεφαλιών υπήρξε συχνή σε αρκετά μέρη της Ελλάδας. Από τις πάμπολλες μαρτυρίες επιζώντων, αναφέρουμε ενδεικτικά τις δύο σχετικές περιπτώσεις που περιέλαβε στις αναμνήσεις του ο Κοσμάς Σούφλας: Στην περιοχή της Φθιώτιδας, όπου μετά τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ δρούσε η συμμορία του Γ. Βουρλάκη, αποκεφαλίστηκαν με κλαδευτήρι τρεις εαμικοί νεολαίοι. "Πέρασαν τα κεφάλια σ' ένα παλούκι και τα κατεβάζουν στη Λαμία να εισπράξουν εύσημα από τ' αφεντικά τους", αφηγείται ο συγγραφέας. Το δεύτερο περιστατικό αναφέρεται στο τέλος του Βάιου Γόρδιου που κατόρθωσε να αποδράσει από τους ανακριτές του για να εντοπιστεί αργότερα από δύο ΜΑΥδες (των Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου): "Του έκοψαν το κεφάλι, το κάρφωσαν σ' ένα κοντάρι και "τροπαιούχοι" επανήλθαν στην έδρα του τάγματος για τα επινίκια... Εδώ τέλειωσε η αποστολή του τάγματος. Με το κεφάλι του Γόρδιου στον τροβά του ΜΑΥ, πήραν το δρόμο της επιστροφής για την έδρα τους την Καρδίτσα. Ο κόπος τους δεν πήγε χαμένος, πληρώθηκε. Για κείνη την εποχή -που ήμαστε τόσο λίγοι- ένα κεφάλι λάφυρο δεν ήταν μικρό πράμα". ("Απ' το Διωγμό στον Εμφύλιο", Δρυμός, 1986). Αλλά και στην Κρήτη η πρακτική δεν ήταν άγνωστη: Τον Ιούνιο του '47, το κεφάλι ενός ηγέτη των ανταρτών μεταφερόταν από χωριό σε χωριό, ενώ στη Σητεία είναι ακόμη ζωντανή η ανάμνηση της πρωινής επίδειξης ενός κομμένου κεφαλιού στα σπίτια προς φρονηματισμό των πολιτών.
Το κεφάλι, ωστόσο, που επρόκειτο να μείνει στην ιστορία τροφοδοτώντας τις μυθολογίες και των δύο πλευρών, ήταν το κεφάλι του Αρη Βελουχιώτη που μαζί με το κεφάλι του συντρόφου του Τζαβέλλα έμειναν κρεμασμένα στο φανοστάτη της πλατείας των Τρικάλων από τις 17 έως τις 19 Ιουνίου 1945. "Πυκνά πλήθη παρήλασαν από την πλατείαν όπου ήσαν ανηρτημέναι άι κεφαλαί διά σχοινίων από τον πάσσαλον", αναφέρει η ανταπόκριση της "Ακροπόλεως". "Το κρέμασμα των κεφαλιών ακολουθεί μια γιορτή ζούγκλας που διαρκεί ως το ξημέρωμα της άλλης μέρας με πίπιζες, νταούλια, ζουρνάδες, βασιλικά θούρια", θυμάται ο αυτόπτης Ρίζος Μπόκοτας.
Το κανιβαλικό γλέντι κράτησε τα τρία μερόνυχτα που τα κεφάλια παρέμειναν κρεμασμένα στο φανοστάτη. "Αι δύο κεφαλαί ενεταφιάσθησαν ήδη με εντολήν των αρχών", πληροφορεί η "Ακρόπολις" τους αναγνώστες της στις 21 Ιουνίου, ενώ η "Ελεύθερη Ελλάδα" από μέρες ζητούσε να ταφούν στο Γοργοπόταμο. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν ήδη έλεγαν ότι τα κεφάλια πετάχτηκαν σε βόθρο ή στα σκυλιά, "όπως τους ταίριαζε". Η εξαφάνιση του κεφαλιού του Αρη θα ερμηνευόταν στη συνέχεια με τους πιο διαφορετικούς τρόπους. Σύμφωνα με την εκδοχή του Ρίζου Μπόκοτα, πίσω από την υπόθεση κρυβόταν ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης Ναπολέων Ζέρβας που επισκέφθηκε τα Τρίκαλα αμέσως μετά τα γεγονότα προκειμένου να επιστατήσει στη συντήρηση και τη μεταφορά του κεφαλιού, το οποίο σήμερα πρέπει να βρίσκεται καταχωνιασμένο σε κάποια κρατική αποθήκη...


Αποκοπή με καλές προθέσεις

Η περίπτωση του πρωτεργάτη της ελληνικής στρατιωτικής εμπλοκής στο Μακεδονικό Αγώνα, υπολοχαγού του πυροβολικού Παύλου Μελά, αποτελεί αναμφίβολα μιαν από τις πιο ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις της πολεμικής παράδοσης που θέλει τον αποκεφαλισμό των νεκρών να συνδέεται με εκδηλώσεις θριάμβου των αντιπάλων τους. Το κεφάλι του κόπηκε όχι από κάποιον εχθρό αλλά από τους δικούς του ανθρώπους, για λόγους που ανάγονται στις λεπτές πολιτικές ισορροπίες της συγκεκριμένης περιοχής και εποχής.
Αμέσως μετά το θάνατο του μακεδονομάχου αξιωματικού στο σλαβόφωνο χωριουδάκι Στάτιστα (σημ. Μελάς) της Καστοριάς στις 13 Οκτ. 1904, το πτώμα του ενταφιάσθηκε επιτόπου από τους κατοίκους. Η ανακοίνωση ωστόσο του θανάτου από τις αθηναϊκές εφημερίδες τις επόμενες μέρες, οδήγησε σε έναν αγώνα δρόμου ανάμεσα στον ελληνικό μηχανισμό και τις οθωμανικές αρχές για την κατοχή της σορού. Απόσπασμα του τουρκικού στρατού ανακρίνει επιτούτου βίαια τους προύχοντες του χωριού, ενώ ο μακεδονομάχος ντόπιος οπλαρχηγός Παύλος Κύρου στέλνει ένα νεαρό, ονόματι Ντίνε, να ξεθάψει το πτώμα και να το μεταφέρει στο - ελεγχόμενο απ' την ελληνική παράταξη - χωριό Ζέλοβο (σημ. Ανταρτικό Φλώρινας). Μπροστά στην αδυναμία του να μεταφέρει μέσα από τα μπλόκα ολόκληρο σώμα, ο τελευταίος δε διστάζει: κόβει το κεφάλι του νεκρού, το βάζει σ' ένα ντορβά και το μεταφέρει στο Ζέλοβο. Στα χέρια του στρατού θα πέσει ένα πτώμα ακέφαλο - και, ως εκ τούτου, μη αναγνωρίσιμο. Το μεταφέρουν "επί κραβάτου" στην πόλη της Καστοριάς και το βράδυ το παραδίδουν στο μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη για τα περαιτέρω. Τυπικά θαμμένα στον περίβολο της μητρόπολης, τα οστά του Μελά θα παραμείνουν σύμφωνα με το Γ. Μόδη στο ιερό του ναού, περιμένοντας το κεφάλι που λείπει.
Η πορεία του τελευταίου δε θα είναι λιγότερο επεισοδιακή. Από το Ζέλοβο μεταφέρεται - πάντα μέσα στο ντορβά - από το διπλωματικό υπάλληλο του προξενείου Μοναστηρίου Βασίλειο Αγοραστό στο Πισοδέρι και "ενταφιάζεται" προσωρινά μέσα σ' ένα ξύλινο κιβώτιο, τυλιγμένο με σάβανα από την Ιερουσαλήμ. Θα παραμείνει εκεί μέχρι τον Απρίλιο του 1907 όταν, μεσούντος του Μ. Αγώνα, η χήρα του Μελά παίρνει την άδεια των οθωμανικών αρχών να μεταφέρει τα λείψανα του συζύγου της στην Αθήνα. Καμουφλαρισμένη μέσα σε μια επισκοπική μίτρα, η κεφαλή ( ή, μάλλον, ό,τι απέμενε απ' αυτήν) ταξιδεύει ξανά από το Πισοδέρι ως την Καστοριά για την επανασυγκόλληση του λειψάνου...

(Ελευθεροτυπία, 4/2/1996)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ