Η θεσμική κατοχύρωση της ανωνυμίας των Ειδικών Δυνάμεων
Διακριτικά πολύ διακριτικά
Το πρώτο θύμα από την τυφλή εγκληματική επίθεση της περασμένης Τρίτης έξω από το
Α.Τ. Αγίας Παρασκευής είναι το αίτημα για στοιχειώδη εκδημοκρατισμό των
μηχανισμών αστυνόμευσης. Κάτω από το σοκ του εκ του ασφαλούς πολυβολισμού έξι
ανυποψίαστων δημοσίων υπαλλήλων, η κριτική στο όργιο αστυνομοκρατίας που έχει
επιβληθεί στα Εξάρχεια ή στο καθεστώς ανομολόγητου πολέμου που υφίστανται οι
«λαθρομετανάστες» καθίσταται εκ των πραγμάτων δυσκολότερη. Σε όλα τα επίπεδα
(κοινωνίας, κυβέρνησης, ΜΜΕ) η συζήτηση μετατοπίζεται από την προστασία των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην αποτελεσματικότερη πάταξη του «εσωτερικού εχθρού».
Επειδή όμως μιλάμε για τη λειτουργία των επίσημων κρατικών θεσμών, η κριτική στα
κακώς κείμενα αυτής της λειτουργίας δεν μπορεί να καθίσταται όμηρος μιας
συμμορίας προβοκατόρων με καλάσνικοφ. Πόσο μάλλον όταν η «στοχοποίηση» ολόκληρων
υπηρεσιών προκύπτει ως αποτέλεσμα (και) των υφιστάμενων κανονισμών, που δια της
ανωνυμίας ομογενοποιούν την εξωτερική εικόνα όλου συλλήβδην του προσωπικού τους.
Αναφερόμαστε, φυσικά, στην πρόσφατη δημόσια συζήτηση για την «εξαφάνιση» των
διακριτικών από τις στολές των αστυνομικών που προβαίνουν σε μαζικές προσαγωγές
πολιτών κατά τις «επιχειρήσεις Σκούπα», στα Εξάρχεια ή αλλού.
Με αφορμή τις (αποτυπωμένες στο αποκαλυπτικό
βίντεο του TVXS)
προσαγωγές «επωνύμων» από κρανοφόρους αστυνομικούς της «Ομάδας Δέλτα», που
αρνούνταν να δώσουν στα στοιχεία τους, κάποιοι θύμισαν πως ο ισχύων «Κώδικας
Δεοντολογίας του Αστυνομικού» ορίζει ρητά ότι «ο αστυνομικός, όταν επεμβαίνει,
υποχρεούται να δηλώνει την ιδιότητα, την ταυτότητα και την Υπηρεσία του» (Π.Δ.
254/2004, ΦΕΚ 2004/Α/238, άρθρο 2§β).
Δυστυχώς, οι προστατευτικές για τον πολίτη αυτές διακηρυκτικές ρυθμίσεις
ακυρώνονται πλήρως από την ίδια την υφιστάμενη νομοθεσία σ’ ένα άλλο,
«ειδικότερο» και ως εκ τούτου πιο πρακτικό, επίπεδο. Με δυο λόγια, η απόκρυψη
της ταυτότητας των οργάνων των «μάχιμων» μονάδων προβλέπεται ρητά από τους
ίδιους τους (δημοσιευμένους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) υπηρεσιακούς
κανονισμούς περί αστυνομικών στολών! Κι αυτή η θεσμοποιημένη ανωνυμία δεν είναι
καθόλου πρόσφατη υπόθεση.
Μέχρι την ενοποίηση Αστυνομίας Πόλεων και Χωροφυλακής το 1984, τα όργανα έφεραν
στις επωμίδες τους ραμμένα, ευδιάκριτα διακριτικά μ’ ένα γράμμα και δυο
αριθμούς. Η εποχή δεν ευνοούσε βέβαια την απόδοση ευθυνών στα σώματα ασφαλείας,
ενώ κατά την αντιμετώπιση λαϊκών κινητοποιήσεων τα εντεταλμένα όργανα σκέπαζαν
συχνά προληπτικά τα διακριτικά τους.
Όταν έφτιαξε τις νέες στολές της ΕΛ.ΑΣ. το 1984, ο σχεδιαστής μόδας Γιάννης
Τσεκλένης, επηρεασμένος προφανώς από τις περί εκδημοκρατισμού διακηρύξεις της
τότε κυβέρνησης Παπανδρέου, φρόντισε να τοποθετήσει μόνιμα (και ευδιάκριτα)
διακριτικά στο στήθος των αστυφυλάκων, «για να μπορεί ο πολίτης να τα βλέπει
εύκολα, χωρίς να υφίσταται το γνωστό ‘τι τα θέλεις τα νούμερά μου;’» (Ιός,
«Διακριτικά», "Ε" 26.9.92). Πολύ γρήγορα, ωστόσο, το σήμα αυτό αντικαταστάθηκε
από μια μικρούτσικη πλακέτα καρφιτσωμένη στον ώμο (που μπορούσε να αφαιρείται
κατά βούληση) με μπόλικους αριθμούς, για την καταγραφή και την απομνημόνευση των
οποίων χρειάζεται μάτι γερακιού και μνήμη ελέφαντα.
Το επόμενο βήμα σημειώθηκε το Σεπτέμβριο του 1992, κατά τη μετωπική αναμέτρηση
της κυβέρνησης Μητσοτάκη με τους εργαζομένους της ΕΑΣ. Με την πλήρη κάλυψη του
πρωθυπουργού, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Θεόδωρος Αναγνωστόπουλος διέταξε τότε
«να μην φέρουν οι άνδρες των ΜΑΤ διακριτικά, για να μην αποδυναμώνεται η
αυτοπεποίθησή τους στη δουλειά που πρέπει να κάνουν».
Την πλήρη θεσμική κάλυψη αυτής της πολιτικής την προσέφερε ωστόσο η κυβέρνηση
Σημίτη. Σύμφωνα με την Υ.Α. 7012/6/73-ε΄ της 13ης Μαΐου 1997, που υπογράφεται
απ’ τον τότε αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. Αθανάσιο Βασιλόπουλο (ΦΕΚ 1997/Β/438),
«διακριτικά δηλωτικά ταυτότητας» με τον αριθμό μητρώου του οργάνου προβλέπονται
σε εννέα μόνο είδη στολών. Από αυτές:
* η μια (αριθ. 7) είναι «παρατάξεων και παρελάσεων».
* η δεύτερη (αριθ. 8) είναι η συνηθισμένη μπλε στολή «περιπάτου - υπηρεσίας». Η
χρήση της προβλέπεται σε «ανεπίσημες προπομπές και υποδοχές προέδρου της
Δημοκρατίας, αρχηγών ξένων κρατών και Οικουμενικού Πατριάρχη», «προπομπές και
υποδοχές Αρχιεπισκόπου και μητροπολιτών», «παρουσιάσεις στον πρόεδρο της
Δημοκρατίας, σε επίσημους ξένους, στον πρωθυπουργό, Υπουργό και Γ.Γ. Δημόσιας
Τάξης», «γάμους - βαπτίσεις - κηδείες», «άλλες θρησκευτικές εορτές», «επίσημα
προγεύματα ή ημερήσιες δεξιώσεις ελληνικών ή ξένων αρχών», «δεξιώσεις, γεύματα,
εσπερίδες και θεατρικές παραστάσεις» κ.ο.κ. Κάπως δύσκολα μπορούμε να
φανταστούμε βέβαια σ’ αυτές τις περιπτώσεις τη διάπραξη βιαιοτήτων από
αστυνομικά όργανα σε βάρος των παρισταμένων. Αν κάποιοι κινδυνεύουν από
«υπέρβαση εξουσίας», αυτοί είναι μάλλον οι ταλαίπωροι αστυφύλακες που δεν θα
ικανοποιήσουν τα γούστα κάποιου αξιωματούχου.
* η δεύτερη και τρίτη στολή (8 και 8β) χρησιμοποιούνται και σε «συνήθη υπηρεσία
γενικά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά». Κατά την εξυπηρέτηση π.χ. του κοινού
στο αστυνομικό τμήμα ή τη μελέτη των υπηρεσιακών φακέλων.
* οι επόμενες τρεις (8β/1, 8β/2, 8β/3) φοριούνται απ’ τους μοτοσυκλετιστές της
Τροχαίας και της Άμεσης Δράσης, ενώ η 9ε απ’ την υπηρεσία μεταγωγών κρατουμένων.
Μονάχα μια από τις εννιά στολές (8δ) μπορεί να χρησιμοποιηθεί από απλούς
αστυφύλακες κατά την «εκτέλεση ειδικών καθηκόντων» και, ειδικότερα, κατά την
«αποκατάσταση της τάξης από διμοιρίες υποστήριξης» (προς τα ΜΑΤ).
Οι στολές των ειδικών μονάδων που αναλαμβάνουν την καταστολή ταραχών, το
ξυλοφόρτωμα διαδηλωτών ή απεργών, διασφαλίζουν αντίθετα την ανωνυμία των
οργάνων:
* τα «μπλε ΜΑΤ» της Υπηρεσίας Μέτρων Τάξης (ΥΜΕΤ) μπορούν κατά περίπτωση να
φοράν είτε τη στολή 8β (με διακριτικά) είτε τη στολή 8γ (χωρίς διακριτικά).
* η Υπηρεσία Αποκατάστασης Τάξης (ΥΑΤ), δηλαδή τα «χακί ΜΑΤ» που επιφορτίζονται
και το κύριο βάρος της καταστολής, φορά τη «στολή επιχειρήσεων» Νο 9, χωρίς
διακριτικά.
* η Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα (ΕΚΑΜ), που επιστρατεύεται και
για την αντιμετώπιση δυναμικών διαδηλώσεων (όπως τον περασμένο Δεκέμβρη), μπορεί
να ντυθεί με τέσσερεις διαφορετικές στολές (9α-9β-9γ-9δ), μαύρες ή παραλλαγής. Ο
κανονισμός προβλέπει ακόμη και τη χρήση της πολυσυζητημένης μαύρης κουκούλας ως
τμήμα της επίσημης στολής 9β – «με την επιφύλαξη», όμως, ότι αυτή «φέρεται
αποκλειστικά και μόνο σε περιπτώσεις αντιμετώπισης αεροπειρατειών και
τρομοκρατικών ενεργειών, και ύστερα από έγκριση του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας
σε περιπτώσεις αντιμετώπισης ένοπλων κακοποιών, όταν μάλιστα απειλείται η ζωή
τρίτων». Η εφαρμογή αυτής της «επιφύλαξης» στην πράξη είναι, βέβαια, άλλου παπά
ευαγγέλιο.
Τον περασμένο Ιούλιο, ο παραπάνω κανονισμός «εκσυγχρονίστηκε» με πολυσέλιδη
απόφαση του τότε αρχηγού της ΕΛΑΣ Βασιλείου Τσιατούρα (7012/6/103 της 5.7.2009,
ΦΕΚ 2009/Β/1426).
Όσον αφορά τα «διακριτικά δηλωτικά ταυτότητας», η παρουσία τους περιορίζεται
ακόμη περισσότερο σε έξι μόνο στολές: 7β («παρατάξεων και παρελάσεων»), 8
(«περιπάτου - υπηρεσίας»), 8β κι 8ε («υπηρεσίας»), 8β/1 (δερμάτινη «υπηρεσίας»
ζητάδων) κι 8δ («εκστρατείας επιχειρήσεων»).
Μόνο η τελευταία εμπλέκεται κι εδώ σε «εκτέλεση εξωτερικής μάχιμης υπηρεσίας
τάξης». Τούτη τη φορά, ωστόσο, ο κανονισμός προβλέπει και κάποιες απροσδιόριστες
εξαιρέσεις: «πλην των περιπτώσεων που θα διαταχθεί διαφορετικά» από τον
επικεφαλής Αστυνομικό Διευθυντή.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παντελής απουσία της νεοσύστατης «Ομάδας Δέλτα» απ’
αυτό το επίσημο ενδυματολόγιο. Η -μη εικονιζόμενη στο ΦΕΚ- στολή 8β/2, που
περιγράφεται ως πανομοιότυπη με τη «μάχιμη» 8δ «με τη διαφορά ότι φέρεται
προστατευτικό κράνος και χειρόκτια [γάντια] μακριά από δέρμα ή δερματίνη μαύρου
χρώματος», ταιριάζει ωστόσο κουτί με την αμφίεση του εν λόγω ειδικού σώματος.
Και, φυσικά, σε αντίθεση προς τη στολή των «κανονικών» ζητάδων της Τροχαίας, δεν
περιλαμβάνει κανενός είδους «διακριτικά δηλωτικά ταυτότητας».
Ανώνυμες παραμένουν οι στολές της ΥΑΤ (αριθ. 9) και των ΕΚΑΜ (αριθ. 9α - 9δ),
ενώ επαναλαμβάνεται επί λέξει και η προηγούμενη ρύθμιση για τους κουκουλοφόρους
εκαμίτες. Όσο για τις κουκούλες των κρανοφόρων, που εκτός από τον αριθμό μητρώου
εξαφανίζουν και τα πρόσωπά τους - ε, αυτές μπορεί να τις δανείζονται, απλώς, από
τους «αντιτρομοκράτες» συναδέλφους τους...
(Ελευθεροτυπία, 31/10/2009)