Δύο μέτρα και δύο σταθμά για τα εγκλήματα πολέμου
Η δική μας Σρεμπρένιτσα
Με συγκίνηση αλλά και κορόνες εθνικής «δικαίωσης» υποδέχθηκαν τα περισσότερα
ελλαδικά κι ελληνοκυπριακά ΜΜΕ τις πρόσφατες εκταφές και αναγνωρίσεις
αγνοουμένων της κυπριακής τραγωδίας του 1974 από την αρμόδια τριμερή
Διερευνητική Επιτροπή (ΔΕΑ).
Φυσιολογικό και σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένο το πρώτο, καθώς η εξέλιξη αυτή
κλείνει με οδυνηρό τρόπο μια εκκρεμότητα τρεισήμισι δεκαετιών. Η ανεύρεση των
οστών των 5 ελληνοκύπριων εθνοφρουρών, που χάρη στη φωτογραφία της αιχμαλωσίας
τους από τον τουρκικό στρατό είχαν καταστεί τα κατεξοχήν σύμβολα αυτής της
εκκρεμότητας, επισφράγισε εξίσου συμβολικά το τέλος μιας εποχής. Μολονότι η ΔΕΑ
έχει ακόμη πολλή δουλειά μπροστά της, καθώς μέχρι σήμερα έχουν εκταφεί μόνο 539
λείψανα κι αναγνωριστεί μόλις 172 νεκροί (128 Ελληνοκύπριοι και 44
Τουρκοκύπριοι) σε σύνολο 1.995 αγνοουμένων, η ελλαδική κι ελληνοκυπριακή κοινή
γνώμη φαίνονται πιά διατεθειμένες ν’ αποδεχθούν το προφανές: ότι η εξακρίβωση
της τύχης των τελευταίων είναι πρωτίστως ένα ανθρωπιστικό καθήκον προς τους
οικείους τους – κι όχι η λυδία λίθος που θα «επιλύσει» σύμφωνα με τις εθνικές
επιθυμίες το Κυπριακό.
Ακρως προβληματικές κι επικίνδυνες οι δεύτερες, καθώς η ομόθυμη (και ορθή)
καταδίκη ενός καραμπινάτου εγκλήματος πολέμου επιστρατεύεται για το ξαναγράψιμο
της ιστορίας της κυπριακής τραγωδίας. Από καταστροφική συνέπεια της αποθέωσης
του εθνικού τσαμπουκά και της εθελοτυφλίας των ελληναράδων που κυβερνούσαν τότε
manu militari την Ελλάδα, αυτή η τελευταία επιχειρείται έτσι να μετατραπεί σε
μια ακόμη άγραφη σελίδα ηρωισμού που διεκδικεί, επιτέλους, την πανηγυρική
αποκατάστασή της στο πάνθεο των μαρτύρων και ηρώων του έθνους. Απαιτώντας συνάμα
(υπόρρητα ή και ρητά) κάποιου είδους «ανταπόδοση» στο άμεσο ή μεσοπρόθεσμο
μέλλον.
Μια ψύχραιμη προσέγγιση του ζητήματος των αγνοουμένων οφείλει, αντίθετα, να
λάβει υπόψη τις παρακάτω «λεπτομέρειες», που συνήθως περνάνε στο ντούκου:
* Οτι τα ευρήματα της Διερευνητικής Επιτροπής επιβεβαιώνουν με τον πιο
πανηγυρικό τρόπο αυτό που έλεγε η κοινή λογική αλλά αρνιόταν να δεχτεί η
κυρίαρχη «εθνική ορθότητα»: ότι καμιά κυβέρνηση και κανένα καθεστώς, οσοδήποτε
αποτρόπαιο κι αν είναι, δεν έχει τον παραμικρό λόγο να κρατά ζωντανούς επί
δεκαετίες «ομήρους» που θα όφειλε να έχει απελευθερώσει ήδη από την άνοιξη του
1975. Μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης προτιμούσε αντίθετα να τρέφεται με
παραμύθια και τερατολογίες, που κατά κανόνα δεν ήταν παρά υποπροϊόντα της
διασπάθισης «μυστικών κονδυλίων» από κυπατζήδες.
* Οτι αυτή η εξέλιξη έρχεται να δικαιώσει όσους επέμεναν, χρόνια τώρα, σε μια
κατά βάση ανθρωπιστική προσέγγιση του ζητήματος – τη μόνη που θα μπορούσε να
εξασφαλίσει τη συνεργασία των δυο πλευρών, απαραίτητο όρο για οποιαδήποτε
επιτυχή αναζήτηση. (Γι' αυτό τον προφανή λόγο, η ΔΕΑ απαγορεύεται άλλωστε βάσει
των όρων εντολής της ίδρυσής της από τον ΟΗΕ «να αποδώσει ευθύνη για τους
θανάτους οιωνδήποτε αγνοουμένων ή να ερευνήσει την αιτία τέτοιων θανάτων»). Και
ότι κάθε προσπάθεια να μετατραπούν οι αποκαλύψεις που συνοδεύουν εκταφές κι
αναγνωρίσεις λειψάνων σε «διπλωματικό όπλο», απλώς θα θέσει σε κίνδυνο τη
συνέχιση αυτής της (πικρής πλην αναγκαίας) διαδικασίας.
* Οτι το φαινόμενο των αγνοουμένων στην Κύπρο δεν αφορά μόνο Ελληνοκύπριους ούτε
ξεκίνησε με την εισβολή του 1974. Από τους 1995 αγνοούμενους, οι περιπτώσεις των
οποίων έχουν κατατεθεί στη ΔΕΑ, οι 1.493 είναι Ελληνοκύπριοι κι οι 502
Τουρκοκύπριοι – αναλογία 3 προς 1, ελαφρά επιβαρυντική τουτέστιν για την
ελληνική πλευρά, αν ληφθεί υπόψη η τότε πληθυσμιακή αναλογία των δυο κοινοτήτων
(4:1). Οι 198 Τουρκοκύπριοι και 41 Ελληνοκύπριοι «αγνοούνται» από την εποχή των
διακοινοτικών συρράξεων του 1963-67, όταν το πάνω χέρι το είχαν η Εθνοφρουρά κι
οι ελληνοκυπριακές παραστρατιωτικές ομάδες, όχι οι Τούρκοι εισβολείς. «Αρκετά
άτομα, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, που για κάποιο λόγο βρέθηκαν σε περιοχές
ελεγχόμενες από δυνάμεις της άλλης πλευράς, εκτελέστηκαν εν ψυχρώ», εξηγεί στα
απομνημονεύματά του ο τέως πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Γλαύκος Κληρίδης.
«Και η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή ηγεσία απεδείχθησαν ανίκανες να
αποτρέψουν τα εξτρεμιστικά στοιχεία των κοινοτήτων τους από τέτοιες επαίσχυντες,
βάρβαρες και άνανδρες εγκληματικές πράξεις. Τα θύματα απλώς ανεφέροντο ως
αγνοούμενοι» («Η κατάθεσή μου», τ.Α΄, Λευκωσία 1988, σ.250). Η εισβολή του 1974
απλώς γενίκευσε αυτή την πρακτική, αντιστρέφοντας δραματικά την αναλογία σε
βάρος των καινούριων ηττημένων.
* Οτι οι εκτελέσεις αιχμαλώτων, ένστολων και μη, από δυνάμεις τακτικού στρατού
δεν συνιστούν δυστυχώς πρωτοτυπία των αποβατικών τμημάτων του «Αττίλα». Οι
παραβιάσεις του δικαίου του πολέμου, τόσο από μεμονωμένους πολεμιστές όσο κι από
τις ίδιες τις στρατιωτικές ηγεσίες, είναι ένα φαινόμενο παλιό όσο και ο πόλεμος.
Οι ελληνικές δε ένοπλες δυνάμεις έχουν διαπρέψει σ’ αυτό όσο και οι κατά κατά
καιρούς αντίπαλοί τους.
Στο Β΄ Βαλκανικό πόλεμο του 1913 υπήρχε π.χ. ειδική διαταγή του βασιλιά -
αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου προς τους υφισταμένους του αξιωματικούς, να μην
πιάνουν αιχμαλώτους. Την ύπαρξη και την εφαρμογή της τις πληροφορούμαστε -πώς
αλλιώς;- από δημοσιευμένα ημερολόγια κι επιστολές πολεμιστών της εποχής. «Καθ’
οδόν συνηντήσαμεν μερικούς Βουλγάρους στρατιώτας κεκρυμμένους τους οποίους
ετουφεκίσαμεν», σημειώνει χαρακτηριστικά στις 22.6.1913 ένας κύπριος εθελοντής,
για να προσθέσει λίγες μέρες μετά: «Καθ’ εκάστην ημέραν συλλαμβάνομεν
απομεινάρια των Βουλγάρων, ή λείψανα της Βουλγαρικής στρατιάς τα οποία κατά
διαταγήν τουφεκίζομεν». Στις 3.7.13, πάλι, «τους αιχμαλώτους κατά διαταγήν του
μεράρχου εξελέχθησαν μερικοί στρατιώται με το πρόσχημα να τους μεταφέρωσιν εις
τας Σέρρας, τους οποίους αφού απεμάκρυνον περίπου 1 ώραν μακράν ημών τους
εφόνευσαν». Και ξανά στις 6.7.13: «Οι αιχμάλωτοι υπέστησαν την δια τουφεκισμού
ποινήν των» (Εμμανούλ Εμμανουήλ, «Ημερολόγιον ή πολεμικαί σελίδαι», Θεσ/νίκη
1996, σ.88, 90, 94 & 97). Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με άλλες, παρεμφερείς
μαρτυρίες επ’ αόριστον.
Αλλά και στο έπος του ’40, παρά τη συνήθη αυτολογοκρισία των βετεράνων του,
παρόμοια περιστατικά δεν έλειψαν. «Εδώσαμε μία μάχη κι επιάσαμε 800 με 900
αιχμαλώτους», αφηγείται π.χ. ένας τσολιάς απ’ την Αιτωλοακαρνανία. «Τα πέταξαν
τα όπλα. Πάνε να τους παραδώσουνε αυτούς. Οπως τους πάαιναν, τους έβαλαν σε μια
χαράδρα και τους λιάνισαν με τα πολυβόλα. Κάτι λίγοι γλίτωσαν. Έφτασαν άλλοι
στρατιώτες: ‘Ρε γαϊδούρια του κερατά, αφού παρουσιάστηκεν ο κόσμος, θα τους
σκοτώσετε; Τι σας φταίνε; Οπλα δεν έχουνε!’ Κόσμος ήταν αυτήνοι; Αυτός δεν ήταν
κόσμος! Α, ρε τι κάνουνε οι Έλληνες! Δεν έχουμε ίσιο κρέας πουθενά» (Γ. Κραμπής,
«Στα χαρακώματα. Δεκαεννιά αυθεντικές μαρτυρίες πολεμιστών του 1940-41», Αθήνα
1991, σ.26).
Παλιές ιστορίες, αλλοτινών καιρών; Ας το δεχτούμε. Υπάρχει όμως μια εξαιρετικά
πρόσφατη μαζική εξόντωση αιχμαλώτων και αμάχων, που από τους εγχώριους
εθνικόφρονες αντιμετωπίστηκε είτε με ανυπόκριτο ενθουσιασμό είτε με προσπάθειες
συγκάλυψης και δικαιολόγησης. Αναφερόμαστε στη γνωστή σφαγή χιλιάδων Βοσνίων
μουσουλμάνων στην πόλη Σρεμπρένιτσα, αμέσως μετά την κατάληψή της από τον
«αδερφό» σερβοβοσνιακό στρατό τον Ιούλιο του 1995. Η συμμετοχή 10 επώνυμων
ελλήνων εθελοντών στην άλωση της πόλης και η συμβολική ανάρτηση της ελληνικής
σημαίας -μαζί με αυτές του Βυζαντίου και «της Βεργίνας»- δίπλα στη νικήτρια
σερβική είχε χαιρετιστεί σαν «απόδειξη της αγάπης και της αλληλεγγύης των δυο
λαών» («Εθνος» 13.7.95), ενώ επί χρόνια μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού Τύπου
αρνούνταν ακόμη και το αυτονόητο γεγονός του μακελειού.
Οσο για τον άνθρωπο που καμαρώνει ότι (ως ταγματάρχης του Κάρατζιτς) «βοήθησε
στην συγκρότηση και την οργάνωση των Ελλήνων εθελοντών» και «μαζί με κλιμάκιο
Σέρβων ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών» ήταν «παρών σε όλες τις επιχειρήσεις»
για την κατάληψη της Σρεμπρένιτσα, αυτός αισθάνεται σήμερα τόσο δικαιωμένος ώστε
να καταθέτει μήνυση εναντίον του συναδέλφου Τάκη Μίχα, επειδή ο τελευταίος
ανέφερε πρόσφατα στην «Ε» τη συμμετοχή των ελλήνων εθελοντών στα γεγονότα. Ας
σημειωθεί πως ο εν λόγω κύριος είναι εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος των Ζουράρι-Παπαθεμελή,
κι ότι αυτοί οι τελευταίοι «ανταποκρίθηκαν άμεσα» στο αίτημά του να καταθέσουν
ως μάρτυρες κατηγορίας σ’ αυτό το λογοκριτικό εγχείρημα, προσδίδοντάς του μιαν
ιδιάζουσα πολιτική σημασία.
(Ελευθεροτυπία, 12/9/2009)