Προπαγάνδα και άγνοια συνοδεύουν την αναζωπύρωση της διαμάχης γύρω από το όνομα της Μακεδονίας

 

Μακεδονικές σαλάτες



"Η εξωτερική πολιτική δεν γίνεται στα παράθυρα"
    
(Παν. Ψωμιάδης, παράθυρο Alpha, 25/9/2007)

Η αναθέρμανση του δημόσιου ενδιαφέροντος για το «Σκοπιανό» συνοδεύεται για μια ακόμα φορά με μια σειρά «επιχειρημάτων», τα οποία υποτίθεται ότι στηρίζουν με ιστορικά ντοκουμέντα τις επίσημες ελληνικές θέσεις. Είχαμε αναλύσει με άλλη ευκαιρία τις κυριότερες από αυτές τις ανιστόρητες ή και χαλκευμένες θέσεις («Οι δέκα μύθοι του Σκοπιανού», 23/10/05), που μπορεί να είχαν λόγο ύπαρξης σε περιόδους πολέμων και έκτακτων καθεστώτων, αλλά δεν έχουν θέση σε μια σοβαρή πολιτική και διπλωματική αντιπαράθεση. Απλώς λειτουργούν ως στοιχεία εθνικής αυτοϊκανοποίησης.

Η «ανύπαρκτη» Σερβία

Το πρώτο χτυπητό παράδειγμα προσφέρει η άμεση μετεκλογική υπόδειξη του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ανθίμου, κατά την επίσημη εκδήλωση για τα 85χρονα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ανεμίζοντας έναν προπολεμικό χάρτη της Γιουγκοσλαβίας, όπου η σημερινή ΠΓΔΜ (και τμήμα του Κοσσυφοπεδίου) αναγράφονται σαν «Διοίκηση του Βαρδάρη» (Βαρντάρσκα Μπανοβίνα), ο Βορειοελλαδίτης ιεράρχης εμφανίστηκε με τη βεβαιότητα ότι με το χάρτη αυτό δίνει αποστομωτική απάντηση στους «εχθρούς της Ελλάδας».

Δεν πρόκειται, βέβαια, για καινούρια ανακάλυψη. Το επιχείρημα χρονολογείται από το 1991-92, περιλαμβάνεται δε -αρκετά διακριτικά- στην επίσημη ελληνική απάντηση προς την Κομισιόν για το εμπάργκο κατά της ΠΓΔΜ το 1994 (Γ. Βαληνάκης - Σ. Ντάλης, «Το ζήτημα των Σκοπίων. Επίσημα κείμενα 1990-1996», Αθήνα 1996, σ.249). Εκτοτε επαναλαμβάνεται κατά καιρούς από πολιτικούς όπως ο Παπαθεμελής («Ε» 17/3/01) αλλά κι από αριστερογενείς συνιστώσες του «εθνικού χώρου» («Ρήξη», «Ρεσάλτο»). Τον τελευταίο καιρό αποτελεί, ωστόσο, το αγαπημένο κλισέ του Καρατζαφέρη. «Τα Σκόπια έχουν όνομα: ΒΑΡΝΤΑΡΣΚΑ», διακηρύσσει π.χ. πρωτοσέλιδα η «Α1» (26/5/07). Ο αρχηγός του ΛΑΟΣ διένειμε μάλιστα στην Ευρωβουλή φωτοτυπίες γιουγκοσλαβικού γραμματοσήμου του 1939. Σύμφωνα με τις «Ελληνικές Γραμμές» του Βορίδη, «έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση» καθώς «φαίνεται καθαρά ότι τα Σκόπια ονομάζονταν επισήμως "Βαρντάρσκα"» (4/6/07).

Το κύριο πρόβλημα μ' αυτό το επιχείρημα είναι ότι, εκτός από την «ανυπαρξία» γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, «τεκμηριώνει» επίσης την ανυπαρξία ...Σερβίας, Κροατίας, Σλοβενίας κι όλων εν γένει των ιστορικών περιοχών απ' τις οποίες απαρτίστηκε η πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία! Η ονομασία «Βαρντάρσκα Μπανοβίνα» επιβλήθηκε το 1929 (και παγιώθηκε με το Σύνταγμα του 1931) από τη δικτατορία του βασιλιά Αλέξανδρου, στο πλαίσιο της γενικότερης «κατάργησης» όλων των ιστορικών περιφερειών, που αντικαταστάθηκαν από Διοικήσεις («Μπανοβίνες») με τα ονόματα των τοπικών ποταμών: η Σερβία έγινε «Μοράβσκα Μπανοβίνα», η Κροατία «Σάβσκα», η Δαλματία «Πριμόρσκα», η Σλοβανία «Ντράβσκα», το Μαυροβούνιο «Ζέτσκα», η δε Βοσνία-Ερζεγοβίνη «Ντρίνσκα» και «Βρμπάσκα» Μπανοβίνα. Σκοπός του εγχειρήματος ήταν η εξάλειψη των ιστορικών εθνοτήτων της χώρας με τη συγχώνευσή τους σ' ένα ενιαίο «γιουγκοσλαβικό» έθνος υπό τον έλεγχο της σερβικής στρατιωτικοπολιτικής ελίτ. Το αποτέλεσμα υπήρξε ωστόσο η όξυνση των εθνικών αντιθέσεων, με τις γνωστές τραγικές επιπτώσεις στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Με δυο λόγια, τα γραμματόσημα του κ. Καρατζαφέρη και οι χάρτες του κ. Ανθίμου μπορεί ίσως να εντυπωσιάζουν κάποιους ευκολόπιστους συμπατριώτες μας, κάθε άλλο παρά συμβάλλουν όμως στη στήριξη των εθνικών θέσεων. Πόσο μάλλον αφού πάγια θέση της ελληνικής ιστοριογραφίας και γεωγραφίας, στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου και 20ού αιώνα, υπήρξε απεναντίας η οριοθέτηση της Μακεδονίας προς βορράν με το όρος Σκάρδος (Σαρ Νταγ ή Σαρ Πλάνινα), τα σημερινά δηλαδή σύνορα Σερβίας - ΠΓΔΜ. Αρκεί ένα απλό ξεφύλλισμα του Παπαρρηγόπουλου κι ένα κοίταγμα στο χάρτη για να διαπιστώσει κανείς ότι, σύμφωνα με τον εθνικό μας ιστορικό, «τα Σκόπια» ανήκαν εξ ολοκλήρου στην (ευρύτερη) Μακεδονία...

Το ανύπαρκτο σαντζάκι

Μητροπολίτες και παραδοσιακοί ακροδεξιοί δεν αποτελούν ωστόσο παρά την κορυφή του παγόβουνου. Ενα μεγάλο μέρος από τις ανιστόρητες παραδοχές που έχουν γίνει την τελευταία δεκαπενταετία «κτήμα» της κοινής γνώμης, συμβάλλοντας στην αδιέξοδη ανακύκλωση του προβλήματος, προέρχεται από τη μακεδονολογία των ΜΜΕ. Η τελευταία χαρακτηρίστηκε ευθύς εξαρχής από ένα μίγμα ημιμάθειας και εναγώνιας προσπάθειας για την πάση θυσία δικαίωση της «εθνικής» γραμμής. Δυστυχώς, αυτή η πρακτική συνεχίστηκε και μετά την υποχώρηση της εθνικιστικής υστερίας του 1991-95.

Ενα τυπικό παράδειγμα, που αλιεύσαμε πρόσφατα σε τούτην εδώ την εφημερίδα: «Το ίδιο και επί Οθωμανών. Αλλο το σαντζάκι Μακεδονίας με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και άλλο το σαντζάκι του Βαρδάρη με τα Σκόπια μέσα. Μακεδονία (του Πιρίν) άρχισαν να ονομάζουν την περιοχή στα νεώτερα χρόνια, πρώτοι οι Βούλγαροι, άμα τη γεννήσει (κατά τον 19ον και 20όν αιώνα) του Βουλγαρικού εθνικισμού» («Ναυτίλος» του Στάθη Σταυρόπουλου, 30/12/06).

Οποιο στοιχειωδώς επιστημονικό βιβλίο -οποιασδήποτε εθνικότητας- περί Μακεδονικού κι αν ανοίξει κανείς, το πρώτο πράγμα που μαθαίνει είναι ότι ουδέποτε υπήρξε διοικητική οντότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (σαντζάκι, καζάς ή βιλαέτι) που να έφερε το όνομα «Μακεδονία». Κάποιοι μάλιστα, όπως ο καθηγητής Κ.Δ. Πολυχρονιάδης, υποστηρίζουν ότι η ονομασία αυτή «απαλείφθηκε» από τους Οθωμανούς «καθ' ό υπενθυμίζουσα τοις Βαλκανικοίς λαοίς ιστορικάς παραδόσεις» («Μελέτη περί της διοικήσεως των ανακτηθεισών χωρών της Μακεδονίας», Εθνικόν Τυπογραφείον, Εν Αθήναις 1913, σ. 9). Δεν χρειαζόταν, βέβαια, κανείς να ψάξει τόσο πολύ. Ακόμη και το επίσημο «ενημερωτικό» φυλλάδιο που κυκλοφόρησε το υπουργείο Παιδείας επί «σκοπιανού» να είχε μπει στον κόπο ν' ανοίξει, θα μάθαινε ότι «τον καιρό της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν υπάρχει διοικητικό διαμέρισμα με το όνομα "Μακεδονία"» («Μακεδονία. Ιστορία και πολιτική», Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1992, σ.18).

Ούτε «σαντζάκι του Βαρδάρη» υπήρξε όμως ποτέ. Τους ΙΕ' και ΙΣτ' αι. ολόκληρη η ευρύτερη Μακεδονία υπαγόταν στο «σαντζάκι του Πασά» της Ρούμελης (Pasa Livasi), που είχε έδρα τη Σόφια και του οποίου η εσωτερική διαίρεση παραμένει άγνωστη. Τους ΙΖ' και ΙΗ' αι. η Μακεδονία κατανέμεται στα σαντζάκια της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, του Μοναστηρίου, της Οχρίδας, των Σκοπίων και -εν μέρει- του Κιουστεντίλ (Νίκος Σβορώνος, «Από το 1430 ώς το 1821», στην ημιεπίσημη έκδοση «Μακεδονία. 4.000 χρόνια ελληνικής Ιστορίας και πολιτισμού», Αθήνα 1982, σ. 361). Μετά το «νόμο περί βιλαετίων» του 1864, και μέχρι την κατάλυση της οθωμανικής εξουσίας το 1912, υπάρχουν το βιλαέτι Θεσσαλονίκης (Vilayet-i Selanik), το οποίο διαιρείται στα σαντζάκια Θεσσαλονίκης, Σερρών και Δράμας, το βιλαέτι Μοναστηρίου (Vilayet-i Manastir) με τα σαντζάκια Μοναστηρίου, Σερβίων, Κορυτσάς, Ελμπασάν και Δίβρας, και το βιλαέτι Κοσσυφοπεδίου (Vilayet-i Kosova), με τα σαντζάκια Σκοπίων, Πρίστινας, Ιπέκ, Σενιτζέ και Πρίζρεν. Οι ονομασίες «Μακεδονία του Βαρδάρη» (για την νυν ΠΓΔΜ) και «Μακεδονία του Πιρίν» (για την περιοχή του Μπλαγκόεβγκρατ που ενσωματώθηκε στη Βουλγαρία -κι όχι βέβαια για τα Σκόπια, όπως νομίζει ο κ. Σταυρόπουλος) πρωτοεμφανίζονται μετά τους πολέμους του 1912-13 και τη διανομή των μακεδονικών επαρχιών μεταξύ των γειτονικών κρατών. Ούτε ο βουλγαρικός ούτε κανείς άλλος εθνικισμός χρησιμοποιεί αυτή την ορολογία το 19ο αιώνα.

Το ανύπαρκτο βέτο

Ο έλεγχος αυτών των ιστορικών ανακριβειών μπορεί να μοιάζει υπερβολικός σε μια περίοδο όπου όσοι εκφέρουν δημόσιο λόγο αρκούνται να αναμασούν «επιχειρήματα» που ακούνε στα τηλεπαράθυρα, αλλά δεν είναι μόνο η Ιστορία που υποφέρει απ' αυτούς τους αυτοσχεδιασμούς επί μακεδονικού χάρτου. Ανάλογη μεταχείριση επιφυλάσσεται και στο Διεθνές Δίκαιο, με θύμα μεταξύ άλλων και τη γνωστή «Ενδιάμεση Συμφωνία» που διέπει τις σχέσεις Ελλάδας-ΠΓΔΜ.

Ε, λοιπόν, μια απλή ανάγνωση αυτής της Συμφωνίας θα αρκούσε για να καταλάβει κανείς ότι όλη αυτή η φιλολογία περί ελληνικού βέτο κατά της ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ είναι εκτός τόπου και χρόνου, διότι μια τέτοια ελληνική στάση θα παραβίαζε τις διεθνείς υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας και θα ήταν δυνατή μόνο αν είχε ήδη προ μηνών καταγγελθεί η Συμφωνία.

Το άρθρο 11 της Συμφωνίας αυτής -που υπογράφεται από τον σημερινό Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας ως υπουργό Εξωτερικών στην κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου- υποχρεώνει την Ελλάδα «να μην προβάλει αντιρρήσεις στην αίτηση ή τη συμμετοχή» της ΠΓΔΜ (ως τέτοιας) «σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς οργανισμούς και θεσμούς». Μετά το πέρας της πρώτης επταετίας από την υπογραφή της (1995-2002), η Συμφωνία αυτή μπορεί φυσικά να καταγγελθεί (και) από τη χώρα μας, με γραπτή δήλωσή της προς την άλλη πλευρά. Βάσει ωστόσο του άρθρου 22§2, αυτή η γραπτή δήλωση «θα έχει αποτελέσματα [απαλλάσσοντας δηλ. την Ελλάδα από τις παραπάνω δεσμεύσεις της] 12 μήνες μετά την επίδοσή της».

Κάθε συζήτηση περί ελληνικού «βέτο» στην ένταξη των γειτόνων μας στο ΝΑΤΟ είναι, με άλλα λόγια, νομικά αδιανόητη, αφού οι σχετικές διαδικασίες προβλέπεται να ξεκινήσουν σε δυο μήνες και να ολοκληρωθούν ώς τον ερχόμενο Απρίλιο. Προς τι, λοιπόν, η όλη παραφιλολογία περί «βέτο» που ξεκίνησε με το ντιμπέιτ και συνεχίζεται μέχρι σήμερα; Είναι δυνατόν όλοι οι συμμετέχοντες σ' αυτήν (δημοσιογράφοι, πολιτικοί και λοιποί εμπειρογνώμονες) να αγνοούν αυτή την πολύ απλή και σαφή πρόβλεψη; Ή μήπως μας δουλεύουν, όλοι τους, κανονικά;

Αυτή η απλή παρατήρηση εξηγεί και το λόγο που κανένα κυβερνητικό στέλεχος δεν έχει ξεστομίσει τον όρο «βέτο», ενώ ο ίδιος ο κ. πρωθυπουργός αισθάνθηκε την ανάγκη να δηλώσει ότι ουδέποτε ανέφερε τη λέξη! Βέβαια η υπουργός Εξωτερικών κατά την ομιλία της την περασμένη Κυριακή στη Βουλή επιχείρησε να μειώσει την ισχύ της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, με το επιχείρημα ότι «οι πράξεις και οι παραλείψεις των Σκοπίων και κάθε λογής προκλήσεις υπονομεύουν το πνεύμα και το γράμμα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας». Υπονόησε δηλαδή για μια ακόμα φορά ότι μπορεί να αντιδράσει στην είσοδο της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, ως «αντίμετρο» για την «προκλητική τους στάση». Ομως γνωρίζει η κυρία Μπακογιάννη ότι δεν υπάρχουν διεθνείς συμφωνίες που ισχύουν «κατά περίπτωση».

 

 

(Ελευθεροτυπία, 6/10/2007)

 

www.iospress.gr