Ενα σχολείο δείχνει το δρόμο για την ένταξη των αλλόγλωσσων μαθητών
 

Η γλώσσα της επικοινωνίας

 

Ενα σημαντικό πείραμα με ήδη ορατά τα θετικά αποτελέσματά του βρίσκεται σε εξέλιξη στο 132ο Δημοτικό Σχολείο της Αθήνας: στο σχολείο αυτό, η πολυεθνική σύνθεση των μαθητών δεν αντιμετωπίζεται παθητικά ως «κακοτυχία» ή «πρόβλημα», αλλά προσεγγίζεται δημιουργικά ως πρόκληση για την επινόηση μιας εκπαιδευτικής πρακτικής που, με σεβασμό στη «διαφορετικότητα», επομένως στην ατομικότητα και την ιδιαίτερη κουλτούρα των παιδιών, να φροντίζει για την αρμονική ένταξή τους στο σχολικό περιβάλλον.

Το στοίχημα δεν υπήρξε εύκολο για τους μετρημένους στα δάχτυλα εκπαιδευτικούς που σε εθελοντική βάση και με προσωπικό κόστος ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας το εγχείρημα: το παράδειγμά τους δεν βρήκε μιμητές, ενώ κάποιες από τις δράσεις τους, και συγκεκριμένα τα μαθήματα μητρικής γλώσσας για τους μαθητές, αντιμετωπίστηκαν με σκεπτικισμό αν όχι με καχυποψία από τους υπεύθυνους του υπουργείου Παιδείας. Πέντε χρόνια μετά το ξεκίνημα της προσπάθειάς τους, οι εκπαιδευτικοί του 132ου Δημοτικού Σχολείου δηλώνουν αποφασισμένοι να συνεχίσουν παρακάμπτοντας δυσκολίες και προσκόμματα, θεωρούν ωστόσο απαραίτητη προϋπόθεση την ενεργό συμπαράσταση των πολιτών, του πολιτικού κόσμου, αλλά και του εκπαιδευτικού κινήματος.

Η σημασία της μητρικής γλώσσας

Για το πείραμα του 132ου Δημοτικού Σχολείου ενημερωθήκαμε σε εκδήλωση με θέμα «Η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας των παιδιών των προσφύγων και των μεταναστών στο σχολείο» που διοργάνωσαν πρόσφατα στο Στέκι των Μεταναστών το Δίκτυο Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών και η γνωστή στη στήλη ομάδα εκπαιδευτικών «Πίσω Θρανία». Τη δουλειά που πραγματοποιείται στο συγκεκριμένο σχολείο παρουσίασαν ο Πέτρος Χαραβιτσίδης, δάσκαλος, και η Στέλλα Πρωτονοταρίου, διευθύντρια του σχολείου.

Οπως εξήγησαν οι δύο εκπαιδευτικοί, το 132ο Δημοτικό Σχολείο ανήκει στο αχανές, συγκρότημα της Γκράβας (22 σχολεία, 6.000 περίπου μαθητές) και έχει 190 μαθητές, εκ των οποίων οι 130 είναι αλλοδαποί. Συνολικά το σχολείο φιλοξενεί 11 εθνότητες, τα περισσότερα ωστόσο αλλόγλωσσα παιδιά κατάγονται από την Αλβανία. Εχοντας καθημερινά να αντιμετωπίσουν προβλήματα που σχετίζονταν (και) με τη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού, οι εκπαιδευτικοί του 132ου Δημοτικού Σχολείου αντιλήφθηκαν εξαρχής ότι όφειλαν να βρουν λύσεις που θα διευκόλυναν την ομαλή ένταξη όλων των παιδιών στο σχολικό περιβάλλον. Ενα πρώτο ζήτημα ήταν η επικοινωνία των εκπαιδευτικών με τους μετανάστες γονείς, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν γνώριζαν την ελληνική γλώσσα. Η λύση θα ήταν, προφανώς, η συγκρότηση τάξεων εκμάθησης της ελληνικής για τους μετανάστες γονείς.

Δεύτερη, εξίσου σημαντική, πρόκληση για τους εκπαιδευτικούς, όπως την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι τόσο από την εμπειρία τους όσο και από τη μελέτη των σύγχρονων επιστημονικών παραδοχών για τη σημασία της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας, ήταν να καταφέρουν να εντάξουν μέσα στο πρόγραμμα του σχολείου τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας των μαθητών τους. Το αίτημα αυτό εξέφραζαν και οι ίδιοι οι μετανάστες γονείς, χωρίς βέβαια να είναι σε θέση να προτείνουν συγκεκριμένους τρόπους για την υλοποίησή του.

Η ευκαιρία για την εισαγωγή της μητρικής γλώσσας στο σχολείο δόθηκε στις αρχές του 2002, όταν εξαγγέλθηκε από το υπουργείο Παιδείας το πρόγραμμα Ολυμπιακής Παιδείας, το οποίο ζητούσε από τα σχολεία να επεξεργαστούν προτάσεις που θα στόχευαν στην ανάπτυξη της πολυπολιτισμικότητας και της διαπολιτισμικότητας: τα σχολεία αποκτούσαν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν σχετικές δράσεις για τις οποίες μάλιστα προβλεπόταν και μια μικρή χρηματοδότηση. Οι εκπαιδευτικοί του 132ου Δημοτικού Σχολείου προχώρησαν στην εκπόνηση ενός σχεδίου, το οποίο, μεταξύ άλλων, προέβλεπε και τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας των μαθητών και την παράλληλη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στους γονείς τους. Ας σημειωθεί ότι το αίτημα του σχολείου προς το υπουργείο δεν περιγραφόταν ως διδασκαλία, αλλά ως ενίσχυση της μητρικής γλώσσας των αλλόγλωσσων μαθητών. Η λεπτομέρεια αυτή έχει τη σημασία της, καθώς, όπως φάνηκε στη συνέχεια, το πρόγραμμα που εγκρίθηκε από το υπουργείο δεν ήταν ακριβώς αυτό που εφαρμόστηκε στο συγκεκριμένο σχολείο.

Στην πρώτη συνάντηση των δασκάλων του 132ου Δημοτικού Σχολείου με τους μετανάστες γονείς έγινε ακόμη πιο σαφής η αναγκαιότητα άμεσης εφαρμογής της δράσης εκείνης του προγράμματος που προέβλεπε τα μαθήματα της ελληνικής γλώσσας για τους γονείς και της μητρικής γλώσσας για τους μαθητές: οι γονείς εξήγησαν ότι η άγνοια των ελληνικών τούς εμποδίζει να επικοινωνούν με το σχολείο, να βοηθούν τα παιδιά τους, ακόμη και να συνεννοούνται μ' αυτά. Ταυτόχρονα, η άγνοια της μητρικής γλώσσας από τα παιδιά είναι πρόξενος σειράς ενδοοικογενειακών προβλημάτων, καθώς οι μικροί μαθητές δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με συγγενείς και φίλους που δεν ξέρουν ελληνικά, δεν θέλουν να επισκεφθούν την πατρίδα τους κ.ο.κ.

Αντιδράσεις και εμπόδια

Τα μαθήματα ελληνικών για τους γονείς και τα μαθήματα μητρικής γλώσσας για τα παιδιά τους ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2003. Τα πρώτα ανέλαβαν σε εθελοντική βάση δάσκαλοι από το σχολείο και φίλοι τους, ενώ τα μαθήματα αλβανικής γλώσσας εντάχθηκαν τα δύο πρώτα χρόνια στο πρόγραμμα Ολυμπιακής Παιδείας, οπότε υπήρξε η δυνατότητα να ανατεθούν σε ειδικευμένη Αλβανίδα δασκάλα. Η συμμετοχή στα μαθήματα αλβανικής γλώσσας υπήρξε μεγάλη (55 παιδιά τον πρώτο χρόνο, 65 το δεύτερο), με αποτέλεσμα να εισαχθούν στη συνέχεια και τα αραβικά, παρ' όλο που το ποσοστό των Αράβων μαθητών είναι μικρό.

Αρχικά, ορισμένες αντιδράσεις σημειώθηκαν από συστεγαζόμενα σχολεία και κάποιους Ελληνες γονείς, ευτυχώς όχι πολλούς. Σοβαρότερη αναστάτωση έμελλε να προκληθεί στα μέσα του δεύτερου χρόνου, με αφορμή αίτημα του πρέσβη της Αλβανίας προς το υπουργείο Παιδείας να επισκεφθεί το σχολείο. Τότε έγινε σαφές ότι το υπουργείο δεν είχε συνειδητοποιήσει πως το αίτημα για την ενίσχυση της διδασκαλίας της αλβανικής γλώσσας υλοποιούνταν στο σχολείο με τη διδασκαλία της αλβανικής. Μολαταύτα επρόκειτο για ένα εγκεκριμένο πρόγραμμα, η πραγματοποίηση του οποίου αποτελούσε ευθύνη των ίδιων των εκπαιδευτικών. Δεν ήταν δυνατό να αμφισβητηθεί εκ των υστέρων η έγκρισή του.

Τα προβλήματα οξύνθηκαν τον τρίτο χρόνο με την ολοκλήρωση του προγράμματος Ολυμπιακής Παιδείας. Δεν υπήρχε πλέον θεσμική κατοχύρωση της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας, και κυρίως της αλβανικής, καθώς αυτήν αφορούσαν οι περισσότερες αντιδράσεις της διοίκησης και όχι την αραβική ή τα μαθήματα ελληνικών στους γονείς. Στο κλίμα αυτό, οι εκπαιδευτικοί του 132ου Δημοτικού Σχολείου αποφάσισαν να συνεχίσουν τα μαθήματα της μητρικής γλώσσας με χρηματοδότηση των ίδιων των γονέων. Ετσι, τα μαθήματα συνεχίστηκαν τον τρίτο και τον τέταρτο χρόνο σ' ένα καθεστώς «ημιπαρανομίας».

Στην αρχή της φετινής χρονιάς, πέμπτο χρόνο λειτουργίας των μαθημάτων, στηριζόμενοι σε κάποια παραθυράκια του νόμου, οι εκπαιδευτικοί του 132ου Δημοτικού Σχολείου αποφάσισαν να ζητήσουν από το υπουργείο τη διδασκαλία των αλβανικών και την αποζημίωση της δασκάλας. Η απάντηση που ήρθε ένα μήνα αργότερα ήταν θετική: η δασκάλα των αλβανικών μπορούσε πλέον να διδάξει στο σχολείο ως ωρομίσθια. Το ευχάριστο νέο ανακοινώθηκε στους γονείς οι οποίοι πληροφορήθηκαν έτσι ότι δεν χρειαζόταν πλέον να πληρώνουν για τα μαθήματα των παιδιών τους. Οταν, όμως, έφτασε η στιγμή της πληρωμής της δασκάλας, η διοίκηση ισχυρίστηκε ότι είχε γίνει λάθος και ότι τα μαθήματα της αλβανικής δεν κατοχυρώνονται νομικά, επομένως δεν γίνεται να ενταχθούν στο σχολικό πρόγραμμα. Ακολούθησε αναταραχή με σοβαρές επιπτώσεις στη λειτουργία των μαθημάτων: οι μαθητές μειώθηκαν, ενώ πολλοί γονείς άρχισαν να αντιμετωπίζουν με δυσπιστία την όλη προσπάθεια. Στο κλίμα αυτό, οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν να βρουν μια λύση για να καλύψουν το κενό που έχει δημιουργηθεί, περιμένοντας ταυτόχρονα μια τελική απάντηση από το υπουργείο η οποία προσώρας εκκρεμεί.

Ορατά αποτελέσματα

Παρά τα εμπόδια και τις δυσκολίες που συνάντησαν, οι εκπαιδευτικοί του 132ου Δημοτικού Σχολείου θεωρούν ότι έχουν ήδη διαφανεί τα θετικά αποτελέσματα της δουλειάς τους. Ούτως ή άλλως, όπως εξηγούν, τα μαθήματα μητρικής γλώσσας εντάσσονται σε μια γενικότερη πολιτική του σχολείου, η οποία στοχεύει στην ένταξη των παιδιών, την επαφή με τους μετανάστες γονείς, αλλά και την υποστήριξη των ελληνικών οικογενειών που αντιμετωπίζουν προβλήματα (υποαπασχόληση, ανεργία κ.ο.κ.). Στη λογική αυτή, η προσπάθειά τους δεν εξαντλείται στα μαθήματα μητρικής γλώσσας. Φροντίζουν να διαθέτουν μετάφραση στις συναντήσεις με τους γονείς, εκδίδουν τις ανακοινώσεις τους σε τρεις γλώσσες (ελληνικά, αλβανικά, αγγλικά), ενώ επιδιώκουν ώστε όλες οι δραστηριότητες του σχολείου να αξιοποιούν τη γλώσσα και την κουλτούρα των μαθητών τους.

Στη συνολική αυτή πολιτική του σχολείου αποδίδουν η Στέλλα Πρωτονοταρίου και ο Πέτρος Χαραβιτσίδης το γεγονός ότι τα παιδιά έχουν βελτιωθεί στα μαθήματα, διατυπώνουν με μεγαλύτερη ελευθερία τη γνώμη τους και διαθέτουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση. Ιδιαίτερη βελτίωση στα μαθήματα παρουσιάζουν τα παιδιά που διδάσκονται τη μητρική τους γλώσσα. Εκτός αυτού, έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό οι συγκρούσεις μεταξύ μαθητών και δεν σημειώνονται φαινόμενα αποκλεισμού των παιδιών που πρωτοέρχονται στο σχολείο, ενώ έχουν σταματήσει και οι διαρροές μαθητών. Τα φαινόμενα ξενοφοβίας και ρατσισμού έχουν αμβλυνθεί και οι μετανάστες γονείς έχουν αναπτύξει σχέσεις με τους δασκάλους αλλά και με τους Ελληνες γονείς. Ελάχιστες είναι πλέον οι αντιδράσεις από την πλευρά των Ελλήνων. Στο Σύλλογο Γονέων εκλέγονται και μετανάστες γονείς. Σημαντικό δρόμο θεωρούν οι εκπαιδευτικοί ότι έχουν διανύσει και οι ίδιοι: η μεθοδολογία που ακολουθούν έχει αλλάξει, διαχειρίζονται καλύτερα τα προβλήματα και τις προκλήσεις που εμφανίζονται καθημερινά, έχουν αποκτήσει άμεση επικοινωνία με τους γονείς. «Εχουμε γίνει πιο ανοιχτοί σε θέματα αντιλήψεων, στάσεων και συμπεριφοράς», εξηγούν. «Μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία άλλαξαν οι γονείς, άλλαξαν οι μαθητές, αλλάξαμε κι εμείς οι ίδιοι».

 

 

(Ελευθεροτυπία, 23/6/2007)

 

www.iospress.gr