Συνελήφθη επειδή διαμαρτυρήθηκε για την κακοποίηση μετανάστη στο κέντρο της Αθήνας
 

Πρωτοχρονιά στο κρατητήριο

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, η κυρία Ελένη Νικητοπούλου, ιδιοκτήτρια ταβέρνας, έκανε τη βόλτα της στο κέντρο της Αθήνας. Ούτε που μπορούσε να φανταστεί ότι, λίγες ώρες αργότερα, θα υποδεχόταν το νέο χρόνο σε ένα κελί της ΓΑΔΑ.

Ας την ακούσουμε να μας αφηγείται την περιπέτειά της:

«Είναι Σάββατο 31 Δεκεμβρίου, δώδεκα η ώρα το μεσημέρι, και κατηφορίζω την Αιόλου. Μπαίνω σε ένα κατάστημα να χαζέψω. Την ώρα που βρισκόμουν στο ισόγειο, που έχει είσοδο από την Αιόλου και βγαίνει και σε μια στοά, ακούω κραυγές σαν να σκοτώνουν άνθρωπο. Τρέχω, τρέχει κι όλος ο κόσμος που ήταν μέσα στο κατάστημα προς τη στοά, κι εκεί είναι ένας ταλαίπωρος τριαντάρης, Σουδανός όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, που είχε στρώσει ένα παλιοσέντονο κι ετοιμαζόταν να βάλει μερικά CD. Δίπλα του δύο ζητάδες εν πλήρει εξαρτύσει. Τη στιγμή που φτάνω στη στοά τον έχουν ήδη γονατισμένο κάτω, τα χέρια δεμένα με χειροπέδες στην πλάτη, κι ο ένας τον κλοτσάει στα πλευρά κι ο άλλος τον κλοτσάει στο πρόσωπο. Οταν τον είδα αργότερα, στο Τμήμα, ήταν και το μέτωπό του χτυπημένο».

Παρακολουθώντας τη σκηνή, η κυρία Νικητοπούλου αρχίζει να διαμαρτύρεται, καθώς οι αστυνομικοί κακοποιούν τον μικροπωλητή ενώ τον έχουν ήδη συλλάβει. «Τι τον χτυπάτε, αφού τον έχετε ήδη πιάσει; -φωνάζω. "Τη δουλειά σου εσύ", μου αντιτείνει ο ζητάς. Απομακρύνομαι, φωνάζοντας στον συγκεντρωμένο κόσμο ότι όλα αυτά συμβαίνουν επειδή κανείς τους δεν μιλάει. "Βλέπετε τι γίνεται, κι εσείς συνεχίζετε το σόπινγκ", κραυγάζω. Ξαναμπαίνω στο μαγαζί για δυο λεπτά, αλλά έχω χάσει τη διάθεσή μου και βγαίνω από την έξοδο της Αιόλου. Περνώ μπροστά από τους δύο ζητάδες που, με δεμένο τον Σουδανό, περιμένουν το περιπολικό να έρθει να τον πάρει. Μόλις με βλέπει, ο ζητάς με διατάζει να πλησιάσω. Γυρίζω και τον ρωτάω: "Θέλεις κάτι;" "Γρήγορα την ταυτότητά σου". "Γιατί;". "Για να μάθεις άλλη φορά να μην μπαίνεις σε δουλειά που δεν σε αφορά"».

«Είσαι ό,τι γουστάρω!»

Μαζεύεται και πάλι κόσμος και, έκπληκτη, η κυρία Νικητοπούλου αντιλαμβάνεται ότι οι περισσότεροι παρακολουθούν τη σκηνή σιωπηλοί και φοβισμένοι, ενώ καμιά δεκαριά στρέφονται εναντίον της, βρίζοντάς την που διανοήθηκε να υπερασπιστεί τον μετανάστη. «Εμοιαζαν έτοιμοι να λιντσάρουν και τον Σουδανό κι εμένα», θυμάται. «Τρεις τέσσερις μόνο προσπάθησαν να βοηθήσουν, ένα ζευγάρι μάλιστα ζητούσε να τους πάρουν κι αυτούς στο τμήμα. Ρωτώ τον αστυνομικό γιατί θέλει να με πάει στο τμήμα. "Γιατί έτσι γουστάρω", απαντά. "Οφείλεις να μου πεις αν είμαι ύποπτη για κάτι, αν πρόκειται για προσαγωγή, για εξακρίβωση, για τι τελικά πρόκειται".

"Ο,τι γουστάρω εγώ είσαι", μου λέει. Ερχεται το περιπολικό και μας πηγαίνει στο τμήμα Ακροπόλεως. Εκεί μου λένε να ζητήσω συγγνώμη, ενώ ο ζητάς ωρύεται ότι τους έβρισα την ώρα που κινδύνευε η ζωή τους, γιατί ο Σουδανός τους έβγαλε μια σύριγγα...

Εξηγώ πως δεν πρόκειται να ζητήσω συγγνώμη και ότι δεν παρενέβην στη σύλληψη, παρενέβην από τη στιγμή που, ενώ ήταν δεμένος, τον σακάτευαν στο ξύλο. "Αλλες πενήντα φορές να το δω να γίνεται", τους λέω, "με τον ίδιο τρόπο θα αντιδράσω". Ο διοικητής με ρωτά αν θέλω να κάνω μήνυση, αρνούμαι, και κάνει την ίδια ερώτηση στον ζητά, ο οποίος συνεχίζει να κραυγάζει ότι θα με περιποιηθεί γιατί έχει πληροφορηθεί το ποιόν μου».

Στο μεταξύ, ο έλεγχος των στοιχείων της κυρίας Νικητοπούλου στον υπολογιστή δείχνει ότι εκκρεμεί σε βάρος της μια κράτηση τριάντα ημερών για παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Καθώς όμως τα πιο πολλά απ' αυτά τα αδικήματα έχουν παραγραφεί χωρίς να έχουν ενημερωθεί σχετικά οι τράπεζες δεδομένων, ο διοικητής στέλνει σήμα στην Ασφάλεια ζητώντας περισσότερες λεπτομέρειες.

«Παρ' όλο που ακόμη θεωρούμαι προσαγωγή, από τη στιγμή εκείνη με οδηγούν στο κρατητήριο», συνεχίζει η κυρία Νικητοπούλου. Εκεί, σ' ένα μεγάλο χώρο με διπλά σίδερα και κάγκελα βρίσκονταν κλεισμένοι καμιά δεκαπενταριά κρατούμενοι, ενώ σε ένα μικρό, επίσης καγκελόφραχτο, χώρο 2x2 παρέμεναν επί δώδεκα ημέρες δύο αγόρια από τη Σομαλία που ως ανήλικα έπρεπε να κρατηθούν χωριστά από τους ενηλίκους. Στο μέρος αυτό κρατούν και τη συνομιλήτριά μας, αφού δεν υπήρχε χώρος για τις γυναίκες. Ερχεται το σήμα από την Ασφάλεια που επιβεβαιώνει την κράτηση των τριάντα ημερών. Της παίρνουν το κινητό, είναι πια κρατούμενη. Η ώρα περνά, βραδιάζει κι αρχίζει να γίνεται χαμός από τις προσαγωγές. Δεν μπορούν να την κρατήσουν πια εκεί και τη στέλνουν στον έβδομο όροφο της Γενικής Ασφάλειας.

«Είσαστε άτυχη»

Στην Ασφάλεια υποχρεώνεται να υποστεί τη γνωστή διαδικασία: «Σε γδύνουν, σε ψάχνουν παντού, σου παίρνουν τα πάντα και σε κλειδαμπαρώνουν σ' ένα κελί, κι όταν θες να πας στην τουαλέτα αρχίζεις και κοπανάς τις πόρτες, κι αν έχει όρεξη η αστυνομικός της βάρδιας σε πηγαίνει». Οπως μας εξηγεί η κυρία Νικητοπούλου, νωρίτερα είχε επιχειρήσει να πληρώσει την ποινή των τριάντα ημερών -η υπόθεση αφορούσε άδεια οδήγησης δικύκλου, η ίδια δεν αντελήφθη ότι έγινε το δικαστήριο, αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε ποινή τριάντα ημερών εξαγοράσιμη-, αλλά το Παρακαταθηκών και Δανείων είχε απογραφή και δεν λειτουργούσε.

«Την επομένη με πηγαίνουν στην εισαγγελέα, αλλά με έχουν προειδοποιήσει ότι δεν πρόκειται να με αφήσει. Το άκουσα από όλους τους άνδρες της Ασφάλειας, καθώς κάναμε κάμποσες διαδρομές. Την Κυριακή το πρωί πήγαμε στο Τμήμα Ακροπόλεως για τη σήμανση, ενώ τη φωτογράφηση την έκαναν στη ΓΑΔΑ. Η εισαγγελέας, με κακό τρόπο μου εξηγεί ότι της ζητώ να κάνει υπέρβαση καθήκοντος υπογράφοντας την αποφυλάκισή μου. Επιμένω ότι πρόκειται για ποινή που έχει παραγραφεί, αλλά απαντά ότι δεν έχει πρόσβαση στον υπολογιστή και ότι λυπάται, αλλά στάθηκα άτυχη. "Δεν λυπάστε", της λέω, "κι όπως είστε αρμόδια να υπογράψετε την κράτησή μου για άλλες 24 ώρες, με τον ίδιο τρόπο θα έπρεπε να ήσαστε αρμόδια να μου άρετε την κράτηση. Για μια ημέρα. Να πληρώσω, αν χρειάζεται, αύριο". "Δεν θα μου φάτε εσείς το χρόνο", μου λέει. "Ησασταν άτυχη".

"Με άλλα λόγια, μου λέτε ότι υπάρχει κενό", επιμένω. "Αλλά, εν πάση περιπτώσει, μην κάνετε συλλήψεις για ανεκτέλεστες τις ημέρες που ο συλληφθείς έχει τα χέρια δεμένα. Και καλά, δεν λυπάστε εμένα, κι ας σας είπα ότι είμαι άρρωστη. Μέχρι τώρα έχω απασχολήσει οκτώ άνδρες της Ασφάλειας. Με οκτώ διαφορετικά Xsara έκανα βόλτα στην Αθήνα"».

Ανένδοτη η εισαγγελέας, οπότε η κυρία Νικητοπούλου αναγκάζεται να επιστρέψει στη ΓΑΔΑ και να περάσει στο κελί την Πρωτοχρονιά.

«Τα πάντα μέσα στη βρόμα», σημειώνει η συνομιλήτριά μας. «Η ανδρική πτέρυγα γεμάτη, όπως αντιλήφθηκα από τις φωνές που έφταναν ως εμένα, η γυναικεία πτέρυγα ήσυχη, εγώ κι ένα ζευγάρι, αριστερά μου ο άνδρας, Ιρακινός, δεξιά μου η κοπέλα, Ελληνίδα. Ενα δράμα αυτοί οι δυο, βρίσκονταν σε φοβερό στερητικό σύνδρομο. Τους πήγαν δυο φορές στο νοσοκομείο, αλλά ζητούσαν συνέχεια τουαλέτα, αργούσαν να τους ανοίξουν, ο άνδρας έκανε την ανάγκη του δυο φορές στο κελί... Ανήμερα την Πρωτοχρονιά φάγαμε ένα μουχλιασμένο σάντουιτς, και μια ντομάτα κι ένα μήλο, που έπρεπε όμως να μας ανοίξουν να πάμε να τα πλύνουμε για να τα φάμε...».

Τη Δευτέρα το πρωί η κυρία Νικητοπούλου οδηγήθηκε και πάλι στον εισαγγελέα. Τη φορά αυτή ούτε που τον είδε. Ο υπολογιστής έδειξε ότι το αδίκημα είχε παραγραφεί και ο αστυνομικός πήρε την υπογραφή του εισαγγελέα ότι αίρεται η δίωξη.

Υστερα από δύο νύχτες στο κρατητήριο ήταν ελεύθερη να φύγει. Δεν μετανιώνει. Απλώς δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό της τη στάση όλων εκείνων που, παραμονιάτικα, συνέχισαν απαθείς τα ψώνια τους αδιαφορώντας για τη βάναυση σκηνή που εκτυλισσόταν δίπλα τους.

 

Να απαγορευτεί η αυθαιρεσία

Από τον δικηγόρο Κώστα Παπαδάκη, μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ζητήσαμε ένα σχόλιο για την πρωτοχρονιάτικη περιπέτεια της Ελένης Νικητοπούλου:

Στο θέμα που μας απασχολεί υπάρχουν δύο πεδία κρατικής και αστυνομικής αυθαιρεσίας. Το πρώτο πεδίο είναι η ανεξέλεγκτη ευχέρεια των αστυνομικών οργάνων να προσάγουν στο αστυνομικό τμήμα οποιονδήποτε πολίτη διαμαρτύρεται για βιαιοπραγίες και αυθαιρεσίες που διενεργούν δημόσια αστυνομικοί. Να τον δεσμεύουν δηλαδή με χειροπέδες και να τον κρατάνε αρκετές ώρες στο αστυνομικό τμήμα, με πρόσχημα την εξακρίβωση στοιχείων ή/και την αναζήτηση τυχόν καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος του. Πιστεύω ότι η νομοθεσία πρέπει να απαγορεύσει ρητά τη σύλληψη και προσαγωγή εκείνων που διαμαρτύρονται σε αστυνομικά όργανα για παραβιάσεις δικαιωμάτων συμπολιτών τους, και μάλιστα με την απειλή κυρώσεων σε βάρος των παραβατών αστυνομικών, ώστε να κατοχυρωθούν στην πράξη το δικαίωμα αναφοράς του πολίτη στις αρχές αλλά και η ελευθερία, η προσωπικότητα και το δικαίωμα διάδοσης των ιδεών.

Το δεύτερο πεδίο κρατικής αυθαιρεσίας αφορά το γεγονός ότι τις ημέρες και ώρες αργίας των δημόσιων υπηρεσιών δεν υπάρχουν ούτε ταμεία ανοιχτά για την πληρωμή εξαγοράς ποινών ούτε εισαγγελείς υπηρεσίας για να διατάσσουν την αποφυλάκιση ή την ανάκληση ενταλμάτων προσωπικής κράτησης. Το μόνο που λειτουργεί από τον δημόσιο τομέα στις αργίες είναι τα κρατητήρια και η αυθαιρεσία. Συνέπεια της αυθαιρεσίας αυτής είναι να στερούνται καθημερινά την ελευθερία τους χιλιάδες συμπολίτες μας μόνο και μόνο γιατί έτυχε να μπλέξουν...

Κώστας Παπαδάκης
Μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών


 

(Ελευθεροτυπία, 14/1/2006)

 

www.iospress.gr