Το υπουργείο Πολιτισμού «επανιδρύεται» αποκλείοντας τους ανθρώπους του πολιτισμού
 

Το number one της επανίδρυσης


"Ξεναγός μαθητών ο Πέτρος Τατούλης"
             
 («Αυριανή» 18/5/2005)

Οταν πριν από 15 μήνες τοποθετήθηκε στη θέση του υφυπουργού Πολιτισμού ο κ. Πέτρος Τατούλης, πολλοί ξαφνιάστηκαν ευχάριστα με τη ρηξικέλευθη επιλογή του κ. Καραμανλή. Ο νέος υφυπουργός είχε κερδίσει με το σπαθί του την εικόνα ενός πολιτικού που δεν διστάζει να καινοτομήσει ακόμα κι αν οι απόψεις του δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς και που επιμένει στην υπεράσπιση των αρχών του κόντρα στο ρεύμα. Ειδικά για το χώρο που κλήθηκε να υπηρετήσει, είχε δώσει ένα σημαντικό δείγμα γραφής. Είχε αντιδράσει έντονα -μόνος αυτός από όλους τους βουλευτές του Κοινοβουλίου- στο ενδεχόμενο καταστροφής του αρχαιολογικού χώρου Μακρυγιάννη, όπου έχει οριστεί με το έτσι θέλω η ανέγερση του νέου Μουσείου Ακρόπολης. Είχε μάλιστα καταθέσει μηνυτήρια αναφορά στον εισαγγελέα που στρεφόταν εναντίον όσων θέτουν σε κίνδυνο ή απειλούν άμεσα τις σημαντικές αρχαιότητες που αποκαλύφτηκαν στο χώρο αυτό.

Μόλις όμως ανέλαβε τη θέση του στο υπουργείο, ο κ. Τατούλης έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι το έργο θα γίνει, και μάλιστα με εντατικούς ρυθμούς. Κατηγορεί, μάλιστα, τους προκατόχους του στην ηγεσία του υπουργείου ότι δεν έπραξαν τίποτα προς αυτή την κατεύθυνση!

Δεν πρόκειται για το σύνηθες φαινόμενο ασυμφωνίας αντιπολιτευτικών λόγων και κυβερνητικών έργων των πολιτευτών που ανήκουν στα κόμματα εξουσίας. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Η νέα πολιτική που χαράσσεται στο υπουργείο Πολιτισμού έχει διακηρυγμένο στόχο όχι την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά την οικονομική αποδοτικότητα του χώρου.

Επίθεση στους αρχαιολόγους

Για το χαρακτήρα και το περιεχόμενο των αλλαγών που μεθοδεύονται μέσα από το σχέδιο νόμου του νέου Οργανισμού έχουμε αναφερθεί από τη στήλη αυτή («Η επανίδρυση του Πολιτισμού» 4/12/04 και «Ο άγνωστος πόλεμος του πρωθυπουργού» 23/4/05). Με δυο λόγια, ο κύριος στόχος είναι η αποδυνάμωση (επιστημονική και διοικητική) των αρχαιολόγων και η ανάθεση της προστασίας των μνημείων στην ιδιωτική πρωτοβουλία και το φιλότιμο των μάνατζερ και των τοπικών φορέων. Ο σημερινός πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων Δημήτρης Αθανασούλης είχε περιγράψει αυτή την εξέλιξη σε μια προφητική του παρέμβαση στο 4ο Συνέδριο που διοργάνωσε ο Σύλλογος, τον Νοέμβριο του 2000, με θέμα «Ανιχνεύοντας τις προοπτικές της Ελληνικής Αρχαιολογίας». Στην ανακοίνωσή του -κάτω από τον επίσης προφητικό τίτλο «Για την επανίδρυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας»- ο κ. Αθανασούλης εξηγούσε ότι στις νέες συνθήκες η σχέση του κράτους με την Αρχαιολογική Υπηρεσία αρχίζει να μεταλλάσσεται:

«Είναι φανερό ότι το προνομιακό πεδίο που κατείχε η Αρχαιολογική Υπηρεσία στον δημόσιο χώρο έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά, καθώς εξέλιπαν οι λόγοι αρωγής των μνημείων στην ιδεολογική του συγκρότηση. Το ένδοξο ελληνοχριστιανικό παρελθόν έχει προ πολλού πάψει να αποτελεί την λυδία λίθο της κοσμοθεωρητικής συγκρότησης του ελληνικού κράτους χωρίς να πάψει βέβαια να λειτουργεί ως αμυντικός και υπεραναπληρωτικός μηχανισμός των σύγχρονων προβλημάτων του».

Εξίσου εύστοχη είναι η παρατήρηση του κ. Αθανασούλη ότι «το προϊόν της αρχαιολογικής έρευνας ως φορέας ιστορικών δεδομένων αποδίδεται στην αγορά της πληροφορίας, στην οποία τείνει να κυριαρχήσει ο ιδιωτικός παράγων». Οσο για τη δημιουργία των μουσείων ή την οργάνωση των αρχαιολογικών χώρων, αυτά «τείνουν να καταλήξουν σε ένα αποϊδεολογικοποιημένο αξιοθέατο, μια Dis-neyland της Ιστορίας».

Αυτές τις προβλέψεις έρχεται να επιβεβαιώσει ο κ. Τατούλης, όχι μόνο με την υποβάθμιση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας μέσω του νέου Οργανισμού, αλλά και με όλες τις πρωτοβουλίες εμπορικής και διαφημιστικής «αξιοποίησης» των μνημείων. Ακόμα και με την αρθρογραφία του (Το Βήμα, 1/5/05), ο υφυπουργός επιτίθεται ανοιχτά στους αρχαιολόγους και υπόσχεται να αφαιρέσει την προστασία των μνημείων από τους ειδικούς επιστήμονες του Δημοσίου (δηλαδή την Αρχαιολογική Υπηρεσία) και να την αποδώσει στους «πολίτες», δηλαδή στο έλεος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας που έχει (νόμιμο) σκοπό το κέρδος και όχι τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Παρ' ολίγον ξεναγός

Βέβαια, αυτή η «επανίδρυση» που επαγγέλθηκε η νέα κυβέρνηση δεν σημαίνει κατάργηση της κρατικής ενασχόλησης με τον πολιτισμό. Οπως μας έδειξε η πρόσφατη επιχείρηση Eurovision, ο δημόσιος τομέας κινητοποίησε τόσο το ανθρώπινο δυναμικό του όσο και τεράστιους οικονομικούς πόρους: κρατική τηλεόραση, διαφήμιση, συντονισμός πολλών υπουργείων, κινητοποίησης ομογενειακού λόμπι, υπόγεια δράση των διπλωματικών εκπροσώπων.

Τις ίδιες μέρες (18/5) γιορταζόταν σ' όλο τον κόσμο η διεθνής μέρα μουσείων. Στην Ελλάδα τιμήθηκε με καθολική απεργία των αρχαιολόγων που διαμαρτύρονται για τα σχεδιαζόμενα μέτρα υποβάθμισής τους. Ο υφυπουργός έδωσε προσωπικό δείγμα γραφής για το πώς αντιλαμβάνεται την υποκατάσταση των αρχαιολόγων από τους «ιδιώτες» μέσω του νέου Οργανισμού. Ανακοίνωσε ότι θα ξεναγήσει μαθητές μόνος του στο μουσείο του Κεραμεικού. Ευτυχώς την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκε η υποκατάσταση αρχαιολόγων και ξεναγών από έναν γιατρό και μάλιστα σε ένα πολύ «δύσκολο» μουσείο. Αλλά ασφαλώς, το περιστατικό είναι ενδεικτικό.

Ο ντελάλης του υπουργού

Η ίδια αντίληψη -δηλαδή της αυτάρκειας του υπουργείου, το οποίο υποτίθεται ότι μπορεί να λειτουργεί χωρίς τους ειδικούς, αλλά μόνο με «μάνατζερ» και τον ιδιωτικό τομέα- ξεδιπλώθηκε με εξίσου ωμό τρόπο και στην υπόθεση της αποπομπής των δύο ανθρώπων που αναμόρφωσαν τον έως τότε ανυπόληπτο θεσμό του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Πρώτα ο Μισέλ Δημόπουλος -ο οποίος ανέλαβε τη θέση του διευθυντή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1992- και στη συνέχεια ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος που τοποθετήθηκε στη θέση του προέδρου το 1997, κατάφεραν να μεταμορφώσουν ένα επαρχιακό πανηγύρι σε πραγματικό διεθνές φεστιβάλ με κύρος. Περίμενε, λοιπόν, κανείς να μην αρχίσει απ' αυτούς η «επανίδρυση» του κινηματογράφου στη χώρα μας. Και όμως συνέβη, με τα γνωστά επακόλουθα.

Ακολούθησαν ανακοινώσεις για μεγαλόπνοα σχέδια προσέλκυσης ξένων επενδυτών και οι αμετροέπειες περί μεταμόρφωσης της Ελλάδας σε Χόλιγουντ. Φυσικά όλο το σχέδιο ξεφούσκωσε με την παραίτηση του Παντελή Βούλγαρη. Τώρα διαμαρτύρεται ο ίδιος ο Τατούλης, που δεν έγινε δεκτή αδιαμαρτύρητα η εκπαραθύρωση Αγγελόπουλου και Δημόπουλου. Αλλά δεν έχει πρόβλημα: «Υπάρχουν πολλές σκέψεις για το νέο αντικαταστάτη. Μπορεί και ξένος», δηλώνει στον Δημήτρη Δανίκα (Τα Νέα, 16/5). Αλλωστε δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να τοποθετήσει πρόεδρο. Αν δεν βρεθεί, δεν πειράζει. Είπαμε, οι ειδικοί δεν χρειάζονται. Μας αρκούν οι μάνατζερ για την επιχειρηματική κοστολόγηση των επιχειρήσεων πολιτισμού.

Ο Παντελής Βούλγαρης καταγγέλλει εις βάρος του συνωμοσία και δείχνει προς την κατεύθυνση των προκατόχων του. Αλλά από τη στιγμή που αποδέχτηκε το διορισμό του κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, όφειλε να πάρει και την ευθύνη του άκομψου τρόπου διαδοχής. Και ποια ήταν η απάντηση του κ. Τατούλη; Εσπευσε να μετρήσει τις αγωνιστικές δάφνες του Αγγελόπουλου και του Βούλγαρη για να βρει τον πρώτο ελλειμματικό έναντι του δεύτερου: «Δηλαδή ο Αγγελόπουλος που γύριζε ταινίες στην επταετία είναι αριστερός, αλλά ο Βούλγαρης που πήγε εξορία είναι δεξιός;»

Να θυμήθηκε το παρελθόν του στο εξωκοινοβουλευτικό ΕΚΚΕ ο κ. υφυπουργός; Μάλλον όχι. Μάλλον δεν θυμήθηκε τίποτα. Γιατί βέβαια είναι αλήθεια ότι ο Αγγελόπουλος γύρισε ταινίες επί χούντας, την ιστορική «Αναπαράσταση» και τις «Μέρες του '36», με σαφές αντιδικτατορικό περιεχόμενο. Αλλά ταινίες γύριζε την ίδια περίοδο και ο Βούλγαρης με το επίσης σημαντικό «Προξενιό της Αννας». Οποιος δεν ξέρει τη συμβολή του Αγγελόπουλου στην αντίσταση με τις ταινίες του και τη συμμετοχή του στο ιδεολογικό ρεύμα του περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος, μάλλον δεν έχει ιδέα για εκείνη την περίοδο. Βέβαια η ιστορία υπάρχει για να αναθεωρείται, που θα 'λεγε κι ο άλλος εκλεκτός του κ. Τατούλη που ανέλαβε το Κέντρο Κινηματογράφου. Αυτός, βέβαια, δεν παραιτείται με τίποτα.

Το κακό είναι ότι με την άστοχη δήλωση του Τατούλη πήραν αμπάριζα και οι προπαγανδιστές της κυβέρνησης. Σε κυριακάτικη εκπομπή, π.χ., του «Σκάι», που θεωρείται πολύ σημαντική από το σταθμό και μεταδίδεται δύο φορές την ίδια μέρα, ακούσαμε τον αμπελοφιλοσοφούντα σχολιαστή να επιτίθεται στο «αδελφάτο» και στον «εσμό των Αγγελοπουλοδημοπουλαίων». Από το 1990 που ο Καντιώτης φοβέριζε τον «Διαβολόπουλο» είχαμε να ακούσουμε παρόμοια. Βέβαια ο «Σκάι» ξεπέρασε τον Ιερό Εξεταστή των συνόρων.

Ακούσαμε για «άγρια συμμορία», για «δοτά παράσημα», για «αχόρταγη φύση», για «τέρατα», για «ψυχανεμισμένα δίποδα», για «Σαβοναρόλα του Αγγελοπουλιστάν». Ο υποστηρικτής του κ. Τατούλη έδωσε και το ιδεολογικό στίγμα της επανίδρυσης στο χώρο του κινηματογράφο: «Ο εσμός αυτός έπνιγε τον ελληνικό κινηματογράφο. Δεν υπάρχει ψυχικά ανώμαλος που να μην αποθεώθηκε. Από την ταινία του ψυχανώμαλου Αγγελου που έσφαξε τον εραστή του μέχρι τον Αλβανό που έκανε την περίφημη λεωφορειοπειρατία».

Ποιος νοιάζεται που ο «Αγγελος» (του Κατακουζηνού) γυρίστηκε το 1982, δέκα χρόνια πριν ανατεθεί στον κ. Δημόπουλο η διεύθυνση του Φεστιβάλ; Η ουσία είναι να δοθεί το μήνυμα: τέρμα η ανοχή σε ταινίες με αντιρατσιστικό περιεχόμενο. Και βέβαια επαναλαμβάνει το συκοφαντικό και ανιστόρητο επιχείρημα του υφυπουργού: «Τον καιρό της δικτατορίας, τότε που ο Παντελής κρυβόταν, ο Αγγελόπουλος δοξαζόταν από τους συνταγματάρχες».

Οσο για όλους αυτούς τους διάσημους σκηνοθέτες απ' όλο τον κόσμο που συμπαραστέκονται στον Αγγελόπουλο και τον Δημόπουλο, ε, αυτοί είναι «το διεθνές αδελφάτο της απαξίας και της ιταμότητας». Ποιοι δηλαδή; Ο Βέντερς, ο Ιοσελιάνι, ο Τζάρμους, ο Γαβράς, ο Κουροσάβα, ο Κιαροστάμι, ο Σοκούροφ, ο Μπερτολούτσι και δεκάδες άλλοι ισάξιοι σκηνοθέτες.

Ολους αυτούς δεν τους έχει ανάγκη ο υφυπουργός. Κινηματογράφο θα κάνει με τον κ. Μυλωνά, σκηνοθέτη της «Γκομενάρας από το Μέτσοβο» (στον οποίο εμπιστεύτηκε τη διεύθυνση του Μουσείου Κινηματογράφου) και αρχαιολογία μόνος του.

 

(Ελευθεροτυπία, 28/5/2005)

 

www.iospress.gr