Η αύξηση της εκκλησιαστικής περιουσίας έχει καμιά φορά άμεσα θύματα τους πολίτες
 

Νόμος είναι το δίκιο της Μονής

«Εγώ δεν έχω δεκάρα»
       
(Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, 25/2/2005)

Μπορεί να δηλώνει ότι δεν έχει δεκάρα ο αρχιεπίσκοπος αλλά είναι επικεφαλής ενός οργανισμού με τεράστια κινητή και αμύθητη ακίνητη περιουσία που λειτουργεί με στόχους καθαρά κερδοσκοπικούς και φροντίζει ακούραστα για την επαύξησή της με τρόπο που θα ζήλευαν όλοι οι δημόσιοι αλλά και πολλοί ιδιωτικοί οργανισμοί. Δεν εξηγείται διαφορετικά ο ζήλος του εκκλησιαστικού μηχανισμού να διεκδικεί συστηματικά και πάνω από δέκα χρόνια ακόμα κι ένα διαμέρισμα αξίας 15 εκατ. δρχ. που αγόρασε νόμιμα και αποδεδειγμένα κατέχει ως πρώτη κατοικία ένα μέλος του ποιμνίου της. Με νόμους που διατηρούνται από το 1909, με διατάξεις που προσκρούουν όχι μόνο σε κάθε νεότερη νομοθεσία αλλά και στο ίδιο το Σύνταγμα -για να μην αναφερθούμε στην ΕΣΔΑ- και με περίτεχνες νομικές διαδρομές, ο φορέας Εκκλησία συνεχώς διευρύνει την περιουσία του.

Τα δικά σου δικά μου

Η απόλυτη εφαρμογή του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας στην Ελλάδα ισχύει από το 1909 αλλά μόνο μετά θάνατον. Ισχύει συγκεκριμένα στα ζητήματα περιουσιών και πάντοτε με την έννοια ότι οι κρατικοί νόμοι στέκονται ανήμποροι μπροστά στους εκκλησιαστικούς. Οπως τα συστασόχαρτα (ή μάλλον συστασοχάρτια) του κάθε μητροπολίτη αρκούν -όπως αποδείχτηκε- για να ξεκλειδώνουν οι πόρτες, μια απλή βεβαίωση από ένα χέρι ηγουμένου ή μητροπολίτη αρκεί για να αφαιρεθούν περιουσίες από χέρια συγγενών κληρονόμων και να ακυρωθούν νόμιμα συμβόλαια αγοραπωλησιών.

Μια τέτοια βεβαίωση ότι ο αποθανών το 1995 Κ.Τ. υπήρξε κάποτε μοναχός σε Μονή που υπάγεται στη Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος οδήγησε το δικαστήριο να αποφανθεί υπέρ της Μονής κάνοντας χρήση της νομολογίας του Αρείου Πάγου με τρόπο που να οδηγεί σε ακύρωση ενός πωλητήριου συμβολαίου που υπογράφηκε το 1997.

Η ιστορία με δυο λόγια είναι η εξής: Μια μάνα δώρισε στον γιο της ένα σπίτι για να μένει. Ενα μικρό σπίτι 78 τ.μ. στην Κυψέλη. Ο γιος της έγινε μοναχός κάποτε στη Μονή Κ., όπως δηλώνει η ίδια η Μονή. Ο νόμος που ισχύει, του 1909, και αποδεικνύεται ισχυρότερος ακόμα και του Συντάγματος ορίζει ότι «πάσα η περιουσία των κειρομένων μοναχών περιέρχεται αυτοδικαίως εις την Μονήν (...) Το μοναστήριον δεν ευθύνεται διά τα χρέη του γενομένου μοναχού πέραν των κεφαλαίων της εισπραχθείσης ενεργητικής περιουσίας και δεν οφείλει τόκους ή αποζημίωσιν διά τα εισοδήματα αυτής (...) Ούτε διά διαθήκης ούτε διά πράξεων δύναται ο μοναχός να διαθέσει χαριστικώς υπέρ ουδενός περιουσίαν...». Ο ίδιος δε νόμος ξεκαθαρίζει ότι η οικειοθελής αποχώρησή του (σ.σ. του μοναχού) δεν επιφέρει αποβολή της ιδιότητας του μοναχού και επομένως δεν του επιστρέφεται η περιουσία. Μόνον αν απολυθεί ή καθαιρεθεί ισχύει το κοινό δίκαιο. Εάν δε αποκτήσει μετά την κουρά του περιουσία (όπως και έγινε στην προκειμένη περίπτωση), τότε και, εφόσον απαγορεύεται να τη διαθέσει μετά τον θάνατό του, περιέρχεται κατά το ήμισυ στη Μονή και κατά το άλλο ήμισυ στον ΟΔΕΠ. Ενώ λοιπόν αφού πέθανε ο Κ.Τ. οι συγγενείς-κληρονόμοι του πίστεψαν ότι κληρονομούσαν το διαμέρισμα και αποφάσισαν να το πουλήσουν σε μια κοπέλα (το πραγματικό θύμα της ιστορίας) αντί του ποσού των 15 εκατ. δρχ., τόσο η Εκκλησία της Ελλάδας όσο και η Μονή Κ. με συνεχή δικαστικά μέτρα προσπαθούν να πάρουν το διαμέρισμα πίσω. Ηδη από μόνο του αυτό είναι τουλάχιστον πρωτοφανές, αν σκεφτεί κανείς ότι ένα απλό χειρόγραφο χαρτί υπογεγραμμένο από έναν δυο παπάδες και ένας νόμος του 1909 αφαιρούν από νόμιμο ιδιοκτήτη την πρώτη του κατοικία, για την απόκτηση της οποίας πλήρωσε 15 εκατ. δρχ. το 1997.

Προπάντων η πίτα ολάκερη

Τα πράγματα, όμως, είναι ακόμη χειρότερα για όσους αναρωτιούνται μέχρι πού μπορεί να φτάσει το εκκλησιαστικό δαιμόνιο. Ενώ λοιπόν ο φερόμενος ως διά βίου μοναχός πέθανε το 1995, οι κληρονόμοι του το 1996 έκαναν πράξη αποδοχής της κληρονομιάς είτε διότι γνώριζαν ότι ο συγγενής τους είχε πεθάνει αβοήθητος εκτός Μονής είτε διότι ίσως δεν γνώριζαν τον εκκλησιαστικό νόμο του 1909. Η πράξη δε της αποδοχής νόμιμα μεταγράφηκε στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών με συμβολαιογραφική πράξη. Το 1997 η σημερινή ιδιοκτήτρια αφού έλεγξε τους τίτλους και βεβαιώθηκε από συμβολαιογράφο ότι είναι «καθαροί» προχώρησε στην αγορά του διαμερίσματος από τους κληρονόμους του Κ.Τ. Αφού το ανακαίνισε, εγκαταστάθηκε εκεί μέχρι και σήμερα. Ενώ λοιπόν έχει γίνει η αγοραπωλησία πάνω δηλαδή από δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Κ.Τ., έρχεται η Εκκλησία και διεκδικεί και πετυχαίνει να αναγνωριστεί αυτή ως κληρονόμος του Κ.Τ. με βάση το νόμο του 1909, παρά το γεγονός ότι όλοι οι συγγενείς μαρτυρούν ότι ο μοναχός είχε φύγει από τη Μονή και μάλιστα ούτε στην αρρώστια του δεν τον βοήθησαν οι «αδελφοί» του. Και ενώ η Εκκλησία ξέρει ότι ήδη έχει γίνει από τους κληρονόμους και πώληση, ποιεί την νήσσαν και δεν ενημερώνει την άμεσα ενδιαφερόμενη για όλα αυτά. Το δικαστήριο της Καρδίτσας αποδέχεται ότι νόμιμοι κληρονόμοι του διαμερίσματος είναι οι δύο ενάγουσες, δηλαδή η Μονή και η Εκκλησία της Ελλάδος. Δεν ενημερώνεται όμως από κανέναν, και κυρίως από την ίδια την Εκκλησία, η σημερινή ιδιοκτήτρια που δεν οφείλει από το σπίτι της στην Κυψέλη να γνωρίζει όλες τις δίκες που γίνονται στην Καρδίτσα. Εδώ λοιπόν θα μπορούσε να σταματήσει ο Γολγοθάς της ιδιοκτήτριας εάν την πληροφορούσαν για την έκβαση της υπόθεσης από τότε, οπότε θα μπορούσε ακόμα να ζητήσει πίσω τα λεφτά της και να αγοράσει ένα νέο διαμέρισμα. Κι όμως δεν έγινε ούτε αυτό. Η Εκκλησία αφήνει και περνούν 7 χρόνια και μόλις το 2004 γνωστοποιεί στην ιδιοκτήτρια ότι θέλει το διαμέρισμα. Λόγω του χρόνου που έχει περάσει, η ιδιοκτήτρια δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα βρει ξανά κάτι από τα χρήματα που έδωσε. Κινδυνεύει, δηλαδή, να χάσει τόσο την περιουσία όσο και το σπίτι της. Η δε Εκκλησία, με τη μέθοδο αυτή της καθυστέρησης, παύει να έχει αντιδίκους και τους συγγενείς του μοναχού, μια και η πράξη τους έχει παραγραφεί και τα λεφτά δεν επιστρέφονται. Και την πίτα ολάκερη, δηλαδή, και τον σκύλο χορτάτο! Αντί η Μονή και η Εκκλησία να τα βάζουν με τους συγγενείς του μοναχού που είναι και συντοπίτες, κάνουν λίγα χρόνια τα στραβά ματάκια και την κατάλληλη στιγμή επανέρχονται.

Το διά ταύτα

Και αναγκάζεται τώρα η ιδιοκτήτρια να κάνει παρεμπίπτουσα αγωγή για να μπορέσει να κρατήσει το σπίτι της ή τουλάχιστον να αποζημιωθεί, μια και η ίδια μέχρι τώρα υπήρξε απολύτως νόμιμη σύμφωνα με τους ελληνικούς νόμους. Η αγωγή της εκκρεμεί, αλλά το δίκιο της δύσκολα θα το βρει. Οταν με μια απλή βεβαίωση του ηγουμένου ότι κάποιος γράφτηκε στα μοναχολόγια και υπηρέτησε στη Μονή ακυρώνονται πράξεις αποδοχής κληρονομιών, συμβόλαια μεταβιβάσεων, αγοραπωλησίες, δηλώσεις στην Εφορία και ό,τι άλλο πρωτοκολλημένο και χαρτοσημασμένο έγγραφο κρατικό υπάρχει, κι όταν όλα αυτά γίνονται με τις ευλογίες των τριμελών και των μονομελών δικαστηρίων και τη «βαριά» γνωμοδότηση του Αρείου Πάγου, διόλου παράξενο πώς οικοδομήθηκαν οι στενές σχέσεις της Δικαιοσύνης με την Εκκλησία.

Ηθικό δίδαγμα της μικρής αυτής ιστορίας. Πριν αγοράσετε οτιδήποτε, αναζητήστε μήπως οι πωλητές εμπίπτουν με οποιονδήποτε τρόπο στον εκκλησιαστικό νόμο του 1909, διότι αν συμβαίνει αυτό, κανένα ελληνικό ή ευρωπαϊκό Σύνταγμα δεν σας σώζει.
 

 

(Ελευθεροτυπία, 5/3/2005)

 

www.iospress.gr