Οι αντιδράσεις σε μια πρόσφατη έκθεση ακυρώνουν τη συζήτηση για τον αντισημιτισμό στην Ελλάδα


Η νέα άρνηση του αντισημιτισμού
 

 
 

"Μαύρη λίστα"
        («Ριζοσπάστης», 23/11/2002)

 

ΑΣ ΕΞΗΓΗΘΟΥΜΕ εξαρχής: Η ανταλλαγή οργισμένων επιστολών που συνόδευσε τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) και της Ελληνικής Ομάδας για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων ("Ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα. Η τρέχουσα εικόνα: 2001-2002") προσφέρει κάκιστες υπηρεσίες στην υπόθεση, για την οποία κόπτονται, υποτίθεται, όλες οι πλευρές. Μέσα από τους παράλληλους αυτούς μονολόγους, το πρόβλημα εκφυλίστηκε σε μια σκληρή αντιδικία μεταξύ υπερασπιστών και πολεμίων των πολιτικών επιλογών του κράτους του Ισραήλ. Στην αντιδικία αυτή, οι εγχώριες εκφάνσεις του αντισημιτισμού, λειτουργώντας απλώς προσχηματικά, είναι λογικό να παραμένουν ανέπαφες. 

"Συστάσεις" και αντιδράσεις

Ούτως ή άλλως, η δραστήρια ανάμιξη της ισραηλινής πρεσβείας στην όλη ιστορία ήταν επόμενο να προκαλέσει αντιδράσεις, όπως ήταν αναμενόμενο να υπάρξουν διαμαρτυρίες και για τις "συστάσεις" εβραϊκών οργανώσεων της διασποράς προς τους Ελληνες αρμοδίους. Θυμίζουμε επί τροχάδην ότι, μεταξύ άλλων, η ισραηλινή πρεσβεία κατηγορήθηκε ότι (επανα)διένειμε στον Τύπο την προαναφερθείσα έκθεση, κίνηση για την οποία δεν είχε εξασφαλίσει την άδεια των συντακτών της, όπως προκύπτει από επιστολή του εκπροσώπου του ΕΠΣΕ Π. Δημητρά προς τον πρέσβη Ντ. Σασόν (23/11/2002). Δύο ημέρες νωρίτερα, ο ισραηλινός πρέσβης είχε ζητήσει την παρέμβαση του προέδρου της ΕΣΗΕΑ Α. Μανωλάκου, διαμαρτυρόμενος ότι "ορισμένοι δημοσιογράφοι, χωρίς αιδώ, παραποιούν σκόπιμα και αδικαιολόγητα την αλήθεια και ισχυρίζονται ότι υπάρχει δήθεν μία 'μαύρη λίστα' δημοσιογράφων σε μία υποτιθέμενη έκθεση της ισραηλινής πρεσβείας". "Τα άτομα αυτά", διευκρίνιζε ο κ. Σασόν, "αναφέρονται σε έκθεση του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι", ανεξάρτητη μη κυβερνητική οργάνωση, "η οποία δεν έχει καμία σχέση με την πρεσβεία του Ισραήλ".

Οπως και να έχει, σύμφωνα με δημοσιευμένες πληροφορίες, η πρεσβεία του Ισραήλ στην Αθήνα είχε αποστείλει την περασμένη άνοιξη εμπιστευτική αναφορά στις εβραϊκές οργανώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με θέμα τη "ραγδαία αύξηση των αντισημιτικών εκδηλώσεων στην Ελλάδα" ("Ε" 2/7/2002). Η εμπιστευτική αυτή έκθεση, για την ύπαρξη της οποίας δήλωναν άγνοια στελέχη της ελληνικής εβραϊκής κοινότητας ("Ε" 7/7/2002), προκάλεσε την έντονη αντίδραση δύο εβραϊκών οργανώσεων, του Ιδρύματος Σιμόν Βίζενταλ και της Anti-Defamation League, οι οποίες κάλεσαν την ελληνική κυβέρνηση να καταδικάσει τη χρήση των αντισημιτικών στερεοτύπων σε κείμενα και γελοιογραφίες που δημοσιεύονται σε όλο το φάσμα του ελληνικού Τύπου. Η πρώτη μάλιστα από τις δύο οργανώσεις ζήτησε από τον υπουργό Εσωτερικών Σκανδαλίδη να ανακαλέσει την τηλεοπτική άδεια του Γιώργου Καρατζαφέρη (15/10/2002). 

"Λογοκρισία" και "διώξεις"

Η συνέχεια είναι γνωστή στους αναγνώστες της "Ε": ακολούθησαν απαντήσεις των θιγόμενων δημοσιογράφων, ανταπαντήσεις στελεχών της ισραηλινής πρεσβείας, αλλά και μια πρώτη επιστολή του ισραηλινού πρέσβη προς τον πρόεδρο της ΕΣΗΕΑ, στην οποία ο κ. Σασόν διαμαρτυρόταν για "απόπειρα λογοκρισίας" σε βάρος της πρεσβείας του (1/11/2002). 

Είναι βέβαιο πως μέσα στον ορυμαγδό αυτό, κανείς πια δεν ασχολείται με την έκθεση περί αντισημιτισμού και τα πραγματικά της περιεχόμενα. Να μας επιτραπεί μάλιστα να αμφιβάλλουμε αν όσοι έσπευσαν να την αποδώσουν σε "ισραηλινό δάκτυλο" μπήκαν καν στον κόπο να ξεφυλλίσουν τις 62 πυκνές σελίδες της. Υπάρχουν ασφαλώς και εκείνοι που τη διάβασαν και δεν δίστασαν να τη χαρακτηρίσουν επαίσχυντη, εμετική ή κατάπτυστη, χωρίς να νιώσουν την ανάγκη να εξηγήσουν τους βαρύτατους χαρακτηρισμούς τους: το γεγονός ότι στην έκθεση κρίνονται δημοσιογράφοι έχει οδηγήσει ορισμένους να μιλούν για "μαύρη λίστα", "λίστα προγραφών", η οποία απευθύνεται στους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης παροτρύνοντάς τους να λάβουν μέτρα εναντίον των υπαλλήλων τους. (Στην έκθεση κατονομάζονται ακόμη πολιτικοί, εκκλησιαστικοί παράγοντες, καθώς και άλλα δημόσια πρόσωπα, αλλά το γεγονός αυτό δεν αξιολογείται κατά τον ίδιο τρόπο.) 

Είναι γνώριμο τι επακολουθεί κάθε φορά που κάποιοι κηρύσσουν το δημοσιογραφικό επάγγελμα εν διωγμώ. Το ζήσαμε πρόσφατα στο πετσί μας με την υπόθεση της "17 Νοέμβρη": η "ομοψυχία" του κλάδου εμφανίστηκε από αρκετούς σαν απαραίτητη προϋπόθεση της συζήτησης, οι "αιρετικές" απόψεις εξοβελίστηκαν διά ροπάλου και οι εγκαλούμενοι για θέματα δεοντολογίας δημοσιογράφοι (αυτό)παρουσιάστηκαν σαν θύματα μιας πολυπλόκαμης σκευωρίας κατά της ελευθερίας της έκφρασης. Καλό θα ήταν να μην επαναληφθεί το ίδιο με αφορμή την έκθεση περί αντισημιτισμού. Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο, η όποια κριτική θα έπρεπε να επικεντρωθεί στο ίδιο το κείμενο και όχι να βαλθεί να "αποκαλύψει" τις λιγότερο ή περισσότερο σκοτεινές δυνάμεις που (υποτίθεται πως) κρύβονται πίσω του. Και δεν αρκεί η παρατήρηση ότι η έκθεση συνιστά "ευθεία παρέμβαση σε ζητήματα ιστορίας και παράδοσης" και ότι στο στόχαστρό της βρίσκονται, μεταξύ άλλων, "σχολικά βιβλία Ιστορίας, η ελληνική Εκκλησία, ορισμένα ήθη και έθιμα" κ.ο.κ. ("Ριζοσπάστης" (!) 23/11/2002. Με την ευκαιρία: δεν κατηγορούνται ως "αντισημιτικοί" πολιτικοί και δημοσιογράφοι, αλλά ως αντισημίτες.) Χρειάζεται να εξηγηθεί γιατί κάποια σχολικά βιβλία ιστορίας, η εκκλησία και "ορισμένα ήθη και έθιμα" αδίκως εγκαλούνται για αντισημιτισμό, πράγμα κατά τη γνώμη μας εξαιρετικά δυσχερές έως αδύνατο. 

Βάση διαλόγου

Καιρός, όμως, να ασχοληθούμε με την ίδια την έκθεση. Οπως τονίζεται στην εισαγωγή της, η έκθεση βασίζεται κυρίως σε υλικό που έχει δημοσιευτεί στον μη περιθωριακό ελληνικό Τύπο, στοχεύοντας να παρουσιάσει την τρέχουσα εικόνα του αντισημιτισμού και όχι να αναλύσει τις ρίζες ή την ιστορία του. Στο πλαίσιο αυτό, το κείμενο παρατηρεί ότι οι τάσεις του φαινομένου παραμένουν ουσιαστικά αναλλοίωτες την τελευταία εικοσαετία, καθώς και ότι σημαντικό εμπόδιο για την αντιμετώπισή του στην Ελλάδα συνιστά η "συστηματική άρνηση ή αδιαφορία για την ύπαρξή του". Προσπάθειες για την αποκάλυψή του συναντούν αντίσταση, ενίοτε και από την ίδια την εβραϊκή κοινότητα. Ο αντισημιτικός λόγος δικαιολογείται συχνά ως πολιτική ή/και επιστημονική "αντισιωνιστική" ανάλυση, ενώ μεγάλη διάδοση γνωρίζουν συνωμοτικές θεωρίες, οι οποίες εμφανίζουν τους Εβραίους να επιβουλεύονται τα συμφέροντα του ελληνικού έθνους. Ταυτόχρονα, η λανθασμένη χρήση των εννοιών "ισραηλίτης" και "Ισραηλινός" διευκολύνει την ταύτιση όλων των Εβραίων με το Ισραήλ, ακραίες αντισημιτικές απόψεις περνούν ασχολίαστες και τα περιστατικά αντισημιτικής βίας υποβαθμίζονται μέσω της σύγκρισής τους με αντίστοιχα γεγονότα του εξωτερικού.

Τις γενικές και απολύτως ορθές αυτές επισημάνσεις ακολουθεί το κυρίως σώμα της έκθεσης, αποτελούμενο από θεματικά κεφάλαια, στα οποία ο αντισημιτισμός ανιχνεύεται σε δηλώσεις, δημοσιεύματα, πράξεις βανδαλισμού εβραϊκών μνημείων κ.ο.κ. Είναι βέβαιο ότι βασική πηγή των συντακτών της έκθεσης υπήρξαν τα δημοσιεύματα του Τύπου, γι' αυτό και οι άνθρωποι των εφημερίδων έχουν την τιμητική τους, ενώ απουσιάζουν σχεδόν εξ ολοκλήρου οι σχετικές "επιδόσεις" δημοσιογράφων της τηλεόρασης. Πέρα από το πρόβλημα της απουσίας ενός μέσου με τεράστια επίδραση στη διαμόρφωση της λεγόμενης κοινής γνώμης, η έλλειψη αυτή θέτει και ζητήματα δεοντολογίας: ένας κατάλογος ατόμων που εγκαλούνται για ρατσιστική στάση θα ήταν καλό να μην είναι δειγματοληπτικός.

Ενα δεύτερο, σοβαρότερο, μεθοδολογικό πρόβλημα αφορά την αδιαφοροποίητη χρήση της έννοιας αντισημιτισμός κατά την ταξινόμηση πολύ διαφορετικών στάσεων και απόψεων. Η περιττή αναφορά, για παράδειγμα, στο θρήσκευμα κάποιου προσώπου ("Αμερικανοεβραίος") δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως σαφής ένδειξη αντισημιτισμού, κυρίως όταν γειτονεύει με ακραίες εκφάνσεις του φαινομένου. Δεν πρόκειται για την "ποσοτική" διαφορά μεταξύ ενός πταίσματος και ενός κακουργήματος, αλλά για τους περιορισμούς μιας έκθεσης αυτού του τύπου. Είναι βέβαιο ότι ένα κείμενο της κατηγορίας της δεν έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε μια σοβαρή ανάλυση λόγου, από την οποία να προκύπτει πώς "καθημερινές" και "ανώδυνες" εκφράσεις που υποσημειώνουν την εβραϊκότητα ενός ατόμου λειτουργούν ως νομιμοποιητικό υπόστρωμα για την εκδήλωση ανοιχτών ρατσιστικών συμπεριφορών. Αλλιώς, η έκθεση εμφανίζεται να γοητεύεται από τις αγκυλώσεις του ρεύματος της πολιτικής ορθότητας, δίνοντας την ευκαιρία σε συνειδητούς αντισημίτες να νιώσουν αλληλέγγυοι με άτομα που σε καμία περίπτωση δεν συμμερίζονται τις ρατσιστικές τους απόψεις. 

Ακόμη σημαντικότερο πρόβλημα συνιστά στα ελληνικά συμφραζόμενα η επίσης γενικευτική καταγγελία ως νέου αντισημιτισμού της "ρητορείας του Ολοκαυτώματος", της προσφυγής δηλαδή σε αναλογίες μεταξύ της ναζιστικής θηριωδίας και των μεθόδων που μετέρχεται το κράτος του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων. Καθώς η σύγκριση αυτή αποτελεί κοινό τόπο στον ελληνικό δημοσιογραφικό και πολιτικό λόγο, οφείλει κανείς να εξηγήσει πώς και γιατί η ανιστορική αυτή παρομοίωση αποτέλεσε συχνά το πρώτο βήμα για τη σχετικοποίηση του Ολοκαυτώματος και το ανεπαίσθητο γλίστρημα σε ρητές αναθεωρητικές θέσεις. Και πάλι, οι "διαβαθμίσεις" έχουν τη σημασία τους για μια έκθεση με κανονιστικές κατά κύριο λόγο προθέσεις: Κάποιοι χρησιμοποιούν πράγματι τη "ρητορεία του Ολοκαυτώματος" για να οδηγηθούν στην άρνησή του. Δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με όσους χαρακτήρισαν, κακώς έστω, "γενοκτονία" την παλαιστινιακή τραγωδία. Ούτως ή άλλως, η σχετική διαμάχη βρίσκεται σε εξέλιξη στο εξωτερικό, αλλά είναι άγνωστη στην Ελλάδα. Ας σημειωθεί ότι και η έκθεση δεν αποφεύγει ολισθήματα που προδίδουν πολιτική προτίμηση και όχι αντιρατσιστική έγνοια (όταν, για παράδειγμα, συγκαταλέγει στις εκφράσεις αντισημιτισμού το κάψιμο της ισραηλινής σημαίας ή όταν σχολιάζει ότι η λέξη τρομοκράτης μπαίνει σε εισαγωγικά κάθε φορά που αναφέρεται σε Παλαιστινίους). 

Αν, λοιπόν, το ζητούμενο είναι η επεξεργασία ενός πολιτικού λόγου κατά των σημερινών πρακτικών του Ισραήλ που να παραμένει ανέπαφος από τα πανίσχυρα αντισημιτικά στερεότυπα και τις ύπουλες αντισημιτικές συνδηλώσεις "αθώων" καθημερινών διατυπώσεων, η έκθεση περί αντισημιτισμού θα μπορούσε να αποτελέσει ένα καλό έναυσμα για συζήτηση. Με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι είμαστε πρόθυμοι να δεχτούμε το αυτονόητο: πως ο αντισημιτισμός ζει και βασιλεύει στην Ελλάδα.


 

(Ελευθεροτυπία, 30/11/2002)

 

www.iospress.gr