Αθέατες αλλά οδυνηρές οι παράπλευρες ζημιές της κυβερνητικής πολιτικής
 

Το κρυφό μνημόνιο

 

«Αν πουλούσαμε μία ελιά σε κάθε Κινέζο, θα είχαμε λύσει το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας» είχε δηλώσει στις αρχές του 1970 ο Νικόλαος Μακαρέζος, ένας από τους τρεις αρχιπραξικοπηματίες της χούντας των συνταγματαρχών. Το όραμα του «οικονομικού εγκεφάλου» της χούντας κατέληξε βέβαια σε φιάσκο. Αλλά παρόμοιες απλοϊκές ιδέες μ’ αυτή που πρόβαλε με τέτοια αφέλεια ο «αδελφός Νίκος» επικρατούν σήμερα στα ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια. Αναθεωρώντας χωρίς καμιά αναστολή όλες τις απόψεις που οι ίδιοι εκφράζανε μόλις πριν από λίγους μήνες, τα στελέχη της κυβέρνησης είναι έτοιμα να αναζητήσουν με κάθε κόστος τη λύση στο οικονομικό αδιέξοδο της χώρας. Το πρώτο δείγμα αυτής της αναθεώρησης ζήσαμε την περασμένη βδομάδα με την θριαμβευτική υποδοχή του αφεντικού της Cosco, από τον ίδιο τον πρωθυπουργό και την εξύμνηση της σύμβασης που υποτίθεται ότι θα καταργούσε το ΠΑΣΟΚ.

Η προσοχή όλων μας έχει στραφεί –και είναι φυσικό- στις οδυνηρές συνέπειες της εφαρμογής του περιβόητου μνημονίου που συνυπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση με την τρόικα της διεθνούς επιτήρησης. Ο κίνδυνος είναι όμως μεγαλύτερος από όσα περιλαμβάνει το ντοκουμέντο αυτό, το οποίο ήδη έχει την ισχύ ψηφισμένου νόμου. Με πρόσχημα την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας, οι κυβερνώντες είναι ήδη έτοιμοι να προχωρήσουν σε μια σειρά άλλων ενεργειών, οι οποίες θα έχουν εξίσου καταστροφικές συνέπειες. Κάτω από το βάρος (αλλά και με την ευκαιρία) της τριμερούς επιτήρησης, η κυβέρνηση αισθάνεται ελεύθερη να προχωρήσει σε κάθε είδους αμφιλεγόμενες «επενδύσεις», εκποιήσεις δημοσίου πλούτου, «προσαρμογές» της νομοθεσίας, παραγνωρίζοντας το κόστος που θα έχουν αυτές στο φυσικό περιβάλλον, τις τοπικές κοινωνίες και τους εργαζόμενους.

Η απόφαση του Γιώργου Παπανδρέου να χειριστεί μόνος του τις επαφές με στελέχη της διεθνούς επιχειρηματικής ελίτ και να υποσχεθεί απαλλαγή των επενδύσεων από το βραχνά της γραφειοκρατίας ακούγεται λογική. Μόνο που πρέπει να μεταφραστεί ως προσπάθεια τελικής παράκαμψης των αντιδράσεων σε συγκεκριμένα φαραωνικά επενδυτικά προγράμματα. Ο σκοπός αυτής της «αντιγραφειοκρατικής» εκστρατείας δεν είναι η εκλογίκευση και ο εκσυγχρονισμός του κρατικού μηχανισμού, αλλά η δημιουργία μιας παράπλευρης διαδικασίας έγκρισης επενδύσεων, με τελικό αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των λαϊκών αντιδράσεων και την υπονόμευση των θεσμικών οργάνων (κυρίως του Συμβουλίου της Επικρατείας) που επιχειρούν να διασώσουν ό,τι μπορεί να σωθεί. Με την πολιτική αυτή ολοκληρώνεται η ανάλογη προσπάθεια που είχε αρχίσει επί Σουφλιά. Και πρώτο μικρό δείγμα της πήραμε από τις ρυθμίσεις για τους ημιυπαίθριους.

Όλα αυτά δεν έχουν βέβαια καμιά σχέση με την πολυδιαφημισμένη «πράσινη ανάπτυξη», την οποία εξακολουθεί να επικαλείται ο πρωθυπουργός. Θυμίζουν περισσότερο την άγρια εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών μιας χώρας του Τρίτου Κόσμου.

Για να παραφράσουμε το ρητό του Μακαρέζου, αυτή η προοπτική «ανάπτυξης» πάση θυσία που σχεδιάζει η κυβέρνηση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Γιατί ξεχνά το τι μπορεί να γίνει αν όλοι αυτοί οι Κινέζοι που τους πουλήσαμε από μια ελιά φτύσουν τα κουκούτσια τους καταπάνω μας.

 

(Ελευθεροτυπία, 29/5/2010)

 

 

www.iospress.gr