Η AGB στον άμβωνα
"Θρήνος και στο μπάσκετ για την κοίμηση του Αρχιεπισκόπου"
(«ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ», 29/1/2008)
Η υπερβολή συνόδευσε τον Αρχιεπίσκοπο μέχρι την τελευταία του κατοικία. Αυτή τη φορά τα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης δεν αρκέστηκαν στην αγιοποίηση του νεκρού - που ούτως ή άλλως «δεδικαίωται». Οι πιο προβεβλημένοι τηλεστάρ αισθάνθηκαν την ανάγκη να προβούν και σε μια πρωτοφανή δημόσια ομολογία πίστεως. Είχαν, βλέπεις, χάσει έναν δικό τους άνθρωπο.
Ηταν αναμφίβολα χαρισματικός ο Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης. Διέγνωσε από τους πρώτους την ισχύ της τηλεοπτικής εικόνας και δεν δίστασε να προσαρμόσει τον αρχιερατικό του λόγο στις επιταγές των σύγχρονων μέσων ενημέρωσης. Το μεγάλο λαϊκό του έρεισμα οφείλεται ακριβώς σ' αυτή του την επικοινωνιακή δεινότητα. Και η σοβαρότερη παρέμβασή του δεν ήταν η πρόσκλησή του προς τη νεολαία να προσέλθει στην εκκλησία όπως είναι («και με τα σκουλαρίκια»), αλλά η πρόσκλησή του προς τις τηλεοπτικές κάμερες να τον ακολουθούν παντού, ακόμα και στο ιερό άβατο. Κι εκείνος, γνωρίζοντας τους κανόνες του τηλεοπτικού παιχνιδιού, δεν τις άφηνε ποτέ παραπονεμένες. Με τις καλά διαλεγμένες επιθέσεις, με τις οποίες γαρνίριζε το εβδομαδιαίο κήρυγμα προς το τηλεοπτικό κοινό, είχε εξασφαλισμένη μια σίγουρη θέση στα βραδινά δελτία ειδήσεων και τα πρωτοσέλιδα του Τύπου.
Ακόμα και ο ευθύς τρόπος που αντιμετώπισε την ασθένειά του, δεν οφειλόταν μόνο στη γενναιότητά του, αλλά πρόδιδε και την επιθυμία του να αποτελεί επίκεντρο του ενδιαφέροντος των καναλιών, ακόμα και στις στιγμές αδυναμίας. Μετέβαλε, λοιπόν, ο ίδιος την οδυνηρή πορεία του προς το τέλος σε τηλεοπτικό γεγονός, ενώ δεν πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό του η σκέψη να παραιτηθεί, για να διευκολύνει την Εκκλησία που είχε μείνει επί μήνες ακυβέρνητη. Αντίθετα, ακόμα και μετά τη διαπίστωση ότι δεν είναι δυνατή η μεταμόσχευση στο Μαϊάμι και την επιστροφή του στην Ελλάδα, επέμενε μέχρι πριν από λίγες μέρες ότι ασκεί κανονικά τα καθήκοντά του, γαντζωμένος στην εξουσία του όπως κάθε άλλος κοσμικός άρχοντας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο μια στιγμή στην περίοδο της αρχιερατείας του βρέθηκε σε πραγματικά δύσκολη θέση. Ηταν τότε που οι τηλεοπτικές εκπομπές έπαψαν να προβάλλουν τις πετυχημένες ατάκες του και στράφηκαν για λίγο στα εσωτερικά της Εκκλησίας για να φωτίσουν τη σχέση του στενού του περιβάλλοντος με το παραδικαστικό κύκλωμα, ανακαλύπτοντας δίπλα του περίεργες μορφές της ΚΥΠ και του βαθέος κράτους. Αλλά ακόμα και τότε, ο τρόπος που επέλεξε για να ξεπεράσει τα δύσκολα ήταν μια μεγάλη τηλεοπτική συνέντευξη (στον Νίκο Χατζηνικολάου), με εξασφαλισμένη την ευνοϊκή μεταχείριση.
Μάταια θα προσπαθήσει να εντοπίσει κανείς στη δράση ή το λόγο του Χριστόδουλου έστω και ψήγματα θεολογικής αναζήτησης. Πίσω από τα πετυχημένα ανέκδοτα, τα δημοφιλή συνθήματα και τις πολιτικές του παρεμβάσεις κρύβεται ένας απολύτως κοσμικός και διχαστικός λόγος, με τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ευρωπαϊκής λαϊκιστικής ακροδεξιάς. Μέχρι την ανάρρησή του στο θρόνο του Αρχιεπισκόπου, οι προσπάθειες να συγκροτηθεί μια ακροδεξιά πολιτική κίνηση στην Ελλάδα σκόνταφταν στη νωπή ακόμα μνήμη της δικτατορίας και στην επαναλαμβανόμενη γελοιοποίηση χουντικών και βασιλικών κινήσεων.
Ο Χριστόδουλος ήταν ο πρώτος σημαντικός ηγέτης μετά τη μεταπολίτευση που νομιμοποίησε τη ρατσιστική συνθηματολογία, το κήρυγμα της ξενοφοβίας και την αυτιστική ελληνολατρία. Τόλμησε -μετά από χρόνια- να επαναφέρει τον εμφυλιοπολεμικό διαχωρισμό μεταξύ εθνικοφρόνων και μιασμάτων. Και με τη φράση του ότι «τότε διάβαζε», φρόντισε να δικαιολογήσει όσους είχαν έμμεση ή άμεση σχέση με το δικτατορικό καθεστώς. Με την ανάμειξη της Αγίας Λαύρας στον αγώνα του για τις ταυτότητες έδωσε το σύνθημα για την «επανελλήνιση της Ιστορίας», προετοιμάζοντας το έδαφος για τον πόλεμο περί του βιβλίου Ιστορίας που ζήσαμε τον περασμένο χρόνο.
Ο Χριστόδουλος πολιτεύτηκε ως κομματάρχης ενός άτυπου αλλά παντοδύναμου υπερσυντηρητικού κόμματος, έχοντας μάλιστα εξασφαλίσει και την ισχυρότερη τηλεοπτική υποστήριξη. Οσο για τις ολοφάνερες σχέσεις του με τους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες της χώρας, κανείς δεν τόλμησε να τις αποκαλέσει «διαπλοκή».
Τα γνωστά, λοιπόν, κηρύγματά του για τη «δεξιά του Κυρίου» και οι πολυδιαφημισμένες στενές σχέσεις του με παράγοντες της ακροδεξιάς (από τον Καψάλη του "Στόχου" μέχρι τον Γιώργο Καρατζαφέρη) ήταν απλώς συμπληρώματα αυτής της καθαρά πολιτικής του δραστηριότητας.
(Ελευθεροτυπία, 2/2/2008)