Το σκάνδαλο της σιωπής

"Οι συνεργάτες μου έθεσαν την υπόθεση στο αρχείο"
       
(Μάκης Τριανταφυλλόπουλος, Alpha, 23/10/05)

Η σύγκρουση μεταξύ πολιτικών, μεγαλοδημοσιογράφων και επιχειρηματιών των ΜΜΕ που κορυφώθηκε τις τελευταίες μέρες σηματοδοτεί ασφαλώς μια κατάσταση ρευστότητας στο χώρο των μέσων ενημέρωσης και την ενεργοποίηση νέων επιχειρηματικών συμφερόντων στο χώρο.

Το πιο ανησυχητικό μήνυμα από τις συνεχείς αποκαλύψεις περιπτώσεων «ελλειμματικού ήθους» κυβερνητικών στελεχών που έρχονται στο φως τις τελευταίες μέρες δεν είναι το ίδιο το περιεχόμενό τους όσο ο τρόπος που επιλέγουν οι θιγόμενοι να υπερασπίσουν την τιμή τους. Η αποκάλυψη, για παράδειγμα, ότι στενός συνεργάτης του κ. Κεφαλογιάννη υπήρξε διορισμένος από τη χούντα στο ΔΣ των φοιτητών του Πολυτεχνείου δεν είναι σοβαρό σκάνδαλο (Πρώτο Θέμα, 16 και 23/10). Θα μπορούσε ο υπουργός να επικαλεστεί μεταμέλεια, άγνοια, φόβο ή νεανική αμαρτία του συνεργάτη του. Αλλά η απάντηση του υπουργού Ναυτιλίας ήταν επιθετική: «τι έγινε όταν εσείς κι εγώ ήμασταν 4 ή 9 ετών κανέναν δεν ενδιαφέρει», θα πει στον Νίκο Ευαγγελάτο (Το Βήμα 23/10). Και συνεχίζει: «Μιλάμε για αστεία πράγματα που δεν αφορούν τη γενιά μας». Μ’ άλλα λόγια, δεν μας ενδιαφέρει το τι έγινε επί χούντας. Μια δήλωση πολύ χειρότερη από εκείνο το περιβόητο «τότε διάβαζα και δεν ξέρω τι γινόταν» του κ. Χριστόδουλου.

Η εύκολη λύση είναι βέβαια η «προσφυγή στη δικαιοσύνη». Ομως η βιομηχανία των αγωγών στις οποίες καταφεύγουν οι θιγόμενοι πολιτικοί δεν «νουθετεί» τους επιχειρηματίες-δημοσιογράφους. Αυτοί έχουν υπολογίσει το σχετικό κόστος όταν ξεκινούν τις επιθέσεις τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι τουλάχιστον δύο απ’ αυτούς περηφανεύονταν την περασμένη Δευτέρα ότι έχουν γίνει αποδέκτες αγωγών «ενός τρις». Εξίσου χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι επί μήνες μια εφημερίδα ανεβοκατεβάζει ως «απατεώνα» κάποιον επιχειρηματία στα πρωτοσέλιδά της, χωρίς να ενοχλείται από τις αγωγές και τις μηνύσεις του. Στην πραγματικότητα οι αγωγές είναι το άλλοθι για τους πολιτικούς («τους έχω στείλει στη δικαιοσύνη», λένε με κάθε ευκαιρία) και η μόνη τους αποτελεσματικότητα είναι να τρομοκρατεί τους μισθωτούς δημοσιογράφους και να τους προσδένει στο άρμα της εργοδοσίας τους. Ποιος θα τολμήσει να κάνει πραγματική δημοσιογραφική αποκάλυψη, αν δεν συμφωνεί ο εργοδότης του (που θα κληθεί να την καλύψει ακόμα και στα δικαστήρια);

Για τους ίδιους ακριβώς λόγους που έχει νόημα για τη δημοκρατία η «βουλευτική ασυλία», έχει σημασία και η «δημοσιογραφική ασυλία», δηλαδή η εξασφάλιση της ελευθερίας του δημοσιογράφου να κάνει τη δουλειά του χωρίς να κινδυνεύει κάθε στιγμή να διωχτεί και μάλιστα να υποστεί δυσβάστακτα οικονομικά πρόστιμα. Φυσικά, όπως και η ασυλία (θα έπρεπε να) αφορά μόνο τις καθαρά πολιτικές δραστηριότητες του βουλευτή, έτσι και η ελευθερία του δημοσιογράφου θα έπρεπε να περιορίζεται στον έλεγχο της (πολιτικής και οικονομικής) εξουσίας και των φορέων της. Στην ελευθερία αυτή με κανένα τρόπο δεν πρέπει να υπάγεται ο διασυρμός (για λόγους τηλεθέασης) απλών πολιτών, ούτε η δημοσιοποίηση καθαρά προσωπικών στιγμών «επωνύμων».

Εκείνο, λοιπόν, που έχει κανείς να καταμαρτυρήσει στα μέσα ενημέρωσης δεν είναι ότι «ανοίγουν» θέματα και δημοσιοποιούν σοβαρά ή ασήμαντα σκάνδαλα. Το πρόβλημα είναι ότι «κλείνουν» σκάνδαλα. Ποιος θυμάται, για παράδειγμα, σήμερα τις αποκαλύψεις για την Ιεραρχία που μονοπώλησαν την επικαιρότητα το πρώτο εξάμηνο του 2005; Πώς να εξηγήσει κανείς ότι η εφημερίδα που ηγήθηκε της σχετικής εκστρατείας για την «κάθαρση της Εκκλησίας» μετατράπηκε μέσα σε μια καλοκαιρινή νύχτα σε ημιεπίσημο όργανο της Αρχιεπισκοπής; Και τι να πει κανείς για την απάντηση του κ. Τριανταφυλλόπουλου στο κήρυγμα του Αρχιεπισκόπου περί «τηλε-δικών»; «Δηλαδή τι θέλει ο Μακαριότατος;» είπε ο νέος μεγαλοεκδότης. «Να ξαναπάω στην Μπολόνια, να βρω τον Βαβύλη και να συνεχίσουμε την ιστορία; Τι θέλει; Δεν είδε ότι η δημοτικότητά του έχει πέσει στα τάρταρα;»

 

(Ελευθεροτυπία, 29/10/2005)

 

www.iospress.gr