ΚΟΙΝΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΠΑΣΟΚ
 

Ο φαιός «πατριωτισμός» της κρίσης
 

Μια επιστημονική μελέτη για την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά δίνει το ερμηνευτικό κλειδί στην πρόσφατη «πατριωτική» προσέγγιση ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ με άξονα τα σκληρά μέτρα εις βάρος των εργαζομένων.

Ο κ. Καρατζαφέρης επιχείρησε και πάλι να βρεθεί στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Αυτή τη φορά ο αρχηγός του ΛΑΟΣ δεν ανακάλυψε κάποιον νέο εσωτερικό εχθρό στο υπουργείο Παιδείας ούτε ασχολήθηκε με την υποτιθέμενη ή πραγματική εβραϊκή καταγωγή των πολιτικών του αντιπάλων. Για να αποδείξει την εθνική του υπεροχή, ο κ. Καρατζαφέρης την περασμένη βδομάδα αποφάσισε να επωμιστεί ως «συγκυβερνήτης» την πολιτική επίθεση που εξαπέλυσε ο κ. Παπανδρέου διά του κ. Παπακωνσταντίνου στους εργαζόμενους. Το ΛΑΟΣ ήταν το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που δεν δίστασε να συνταχθεί με τα μέτρα της κυβέρνησης, ακόμα κι εκείνα που βλέπουν με μισό μάτι ως και οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που το κόμμα αυτό εμφανίζεται ως συναινετικό προς την εκάστοτε κυβέρνηση, με φανερό πρώτο στόχο να διασκεδάσει την εικόνα του ακραίου και να διεκδικήσει μεσοπρόθεσμα μεγαλύτερο ρόλο στο κομματικό παιχνίδι. Αλλά οπωσδήποτε εκπλήσσει η ταύτιση ενός αντιπολιτευτικού κόμματος με τα πιο αντιλαϊκά μέτρα που έχουν εξαγγελθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Αν συνυπολογίσει κανείς ότι πρόκειται για το ίδιο κόμμα που έχει σηκώσει την παντιέρα της εξέγερσης κατά του «αντεθνικού» ΠΑΣΟΚ με αφορμή το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια και τους μετανάστες, η «φιλοπαπανδρεϊκή» στροφή του ΛΑΟΣ προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση σε όσους δεν έχουν εξοικειωθεί με τον απόλυτο τακτικισμό που αποπνέουν οι κινήσεις Καρατζαφέρη.

Βέβαια οι προσεκτικοί παρατηρητές της συγκρότησης του ΛΑΟΣ δεν έχουν δυσκολία να αναγνωρίσουν ότι η σημερινή υποστήριξη των οικονομικών μέτρων είναι απόρροια της προγραμματικής συμφωνίας του κόμματος αυτού με ακραίες μορφές νεοφιλελευθερισμού. Όπως συμβαίνει και με άλλα κόμματα της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, το ΛΑΟΣ ελάχιστα συγκινείται από τις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Τους θυμάται μόνο όταν επιθυμεί να τους διαχωρίσει σε «ιθαγενείς» και «λαθρομετανάστες». Αλλωστε ο αρχηγός του είναι γνήσιος μαθητής του Κώστα Μητσοτάκη, του πρώτου δηλαδή Ελληνα πρωθυπουργού που επιχείρησε να μεταφέρει στα καθ’ ημάς το νεοφιλελεύθερο δόγμα –και ο οποίος έσπευσε από την πλευρά του να χαιρετίσει τα μέτρα της κυβέρνησης Παπανδρέου. Ηδη πριν από ένα χρόνο, όταν συζητιόταν το περιβόητο φλερτ των δύο ενοίκων της πολυκατοικίας, είχαμε αναλύσει το οικονομικό περιεχόμενο μιας ενδεχόμενης συγκατοίκησης στην κυβέρνηση Δεξιάς και Ακροδεξιάς («Το οικονομικό πρόγραμμα ΝΔ-ΛΑΟΣ», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 26.4.09). Με βάση το επίσημο πρόγραμμα αλλά και τις δημόσιες δηλώσεις των στελεχών του, το ΛΑΟΣ ήταν ήδη πριν από τις εκλογές το πιο σκληρό νεοφιλελεύθερο κόμμα. Ο κ. Καρατζαφέρης είχε εισηγηθεί κατά καιρούς την κατάργηση της φορολογίας των επιχειρήσεων, τη νομιμοποίηση του μαύρου χρήματος, την κατάργηση του πόθεν έσχες, τη θεσμοποίηση της παραοικονομίας, την ιδιωτικοποίηση των υπόλοιπων δημόσιων οργανισμών, τη δημιουργία φορολογικού παραδείσου στην Ελλάδα. Οσο για τις διεκδικήσεις των εργαζομένων, ο αρχηγός του ΛΑΟΣ είχε εισηγηθεί πέρυσι στη βουλή να επανέλθει το περιβόητο «άρθρο 4», δηλαδή ο αντεργατικός νόμος του 1983, για να αντιμετωπιστεί ο εργατικός συνδικαλισμός και οι απεργιακές κινητοποιήσεις.

Αυτή, λοιπόν, η σημερινή αμέριστη υποστήριξη των σκληρών μέτρων από το ΛΑΟΣ δεν θα ‘πρεπε να μας ξαφνιάζει. Ομως από την άλλη πλευρά, η συνεπής νεοφιλελεύθερη αυτή πολιτική στάση του ΛΑΟΣ ξεγυμνώνει την επίσημη κυβερνητική επιχειρηματολογία που βασίζεται σε μια φτηνή καταστροφολογική προπαγάνδα και στην προσπάθεια να πειστούν οι πολίτες ότι η «σωτηρία της πατρίδας» απαιτεί την εξαθλίωση των χαμηλόμισθων εργαζομένων και συνταξιούχων του δημοσίου τομέα (καταρχήν). Η μοναδική δικαιολογία που ακούγεται εδώ και δέκα μέρες από τα κυβερνητικά στελέχη είναι ότι τα μέτρα δεν ανταποκρίνονται στην «ιδεολογία» τους (η οποία προφανώς ισχύει μόνο σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης) και ότι βρισκόμαστε «σε πόλεμο», στον οποίο προφανώς οι πρώτοι που θα σκοτωθούν είναι οι απλοί φαντάροι. «Το ΠΑΣΟΚ όταν ιδρύθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου απέκτησε ένα βασικό χαρακτηριστικό», θα μας πει ο κ. Φλωρίδης. Και θα εξηγήσει: «Ο πατριωτικός του χαρακτήρας είναι αυτό που τον διακρίνει. Με αυτή την έννοια, θεωρώ ότι όταν η χώρα σου κινδυνεύει, τότε ενεργοποιείται ο πατριωτισμός σου, δηλαδή ο αγώνας για να τη σώσεις» (συνέντευξη στον Flash, 6.3.10).

Την καραμέλα του «πατριωτισμού» θα την πιπιλήσουν σε κάθε ευκαιρία οι εκπρόσωποι του κυβερνητικού κόμματος. Βέβαια ο κ. Παπανδρέου μιλά για «νέο πατριωτισμό» εδώ και δυο χρόνια. Μόνο που έδινε το ακριβώς αντίθετο περιεχόμενο. Μέχρι και πριν από ένα μήνα, μιλώντας στη βουλή κατά την εκτός ημερησίας διάταξης συζήτηση για την ιθαγένεια και τη μεταναστευτική πολιτική (8.2.10) ο πρωθυπουργός είχε υποστηρίξει τα αντίστροφα από όσα λέει σήμερα ο ίδιος και οι συνεργάτες του. Ότι δηλαδή «πατριωτισμό» πρέπει να επιδείξουν οι έχοντες και κατέχοντες, όχι συλλήβδην οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι: «Πατριωτισμός σήμερα σημαίνει να βάλουμε όλοι πλάτη για να βγούμε από την κρίση που απειλεί τη χώρα μας. Να βάλουν πλάτη ακόμα περισσότερο αυτοί που μπορούν να προσφέρουν περισσότερο. Γι’ αυτό, στις αποφάσεις που θα ανακοινώσει η κυβέρνηση την ερχόμενη εβδομάδα θα είναι απόλυτα σαφές το στίγμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αναδιανομής». Λίγες μόνο μέρες αργότερα είδαμε πράγματι αυτό το «στίγμα».

Εδώ βρίσκεται και το επικίνδυνο σημείο σ’ αυτή την αναπάντεχη σύμπλευση ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ. Στη σύντομη πορεία του κόμματος Καρατζαφέρη έχουν παρουσιαστεί πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες εμφανίστηκε το ΠΑΣΟΚ να ενισχύει εμμέσως το νέο κόμμα, με την προφανή σκοπιμότητα να δημιουργήσει ρήγματα στο ανταγωνιστικό κόμμα της ΝΔ. Αλλωστε τα ίδια έκανε από την πλευρά της και η ΝΔ. Ηταν διάφανη η προσπάθεια της κυβέρνησης της ΝΔ να βγάλει από την αφάνεια τις κομματικές απόπειρες του κ. Παπαθεμελή με στόχο την απόσπαση ψήφων από το ΠΑΣΟΚ και βεβαίως το ΛΑΟΣ.

Μέχρι σήμερα, όμως, δεν είχε πραγματοποιηθεί καμιά σύγκλιση του επίσημου κομματικού λόγου του ΠΑΣΟΚ με το ΛΑΟΣ. Από αυτή την άποψη η επιλογή του ΠΑΣΟΚ να παίξει το χαρτί του «πατριωτισμού» δεν αποδεικνύει μόνο την ένδεια ουσιαστικών πολιτικών επιχειρημάτων που θα δικαιολογούσαν την καταφυγή στα ακραία μέτρα λιτότητας. Στην πραγματικότητα ανοίγει το δρόμο για μια νέα ανάπτυξη του ακροδεξιού ρεύματος στην ελληνική κοινωνία. Και ίσως αυτή η εξέλιξη είναι ακόμα πιο επίφοβη από τα ίδια τα μέτρα.

Όπως αποδεικνύει η επιστημονική μελέτη που παρουσιάζουμε σε διπλανές στήλες, ένας βασικός όρος για την πολιτική επιτυχία των ακροδεξιών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη είναι η ανάπτυξη από τις ηγεσίες των εκάστοτε κυβερνητικών κομμάτων (σοσιαλιστικών ή συντηρητικών) ενός πολιτικού λόγου με επίκεντρο την «εθνική ταυτότητα». Ο πολιτικός αυτός λόγος προκαλεί σχεδόν αυτόματα την προσέγγιση των πολιτών προς τα κόμματα της Ακροδεξιάς, τα οποία είχαν πρώτα «πατεντάρει» τη σχετική φιλολογία. Και όπως έχει πει ο Λεπέν, η στροφή των μεγάλων κομμάτων σε τέτοιου είδους ζητήματα μακροπρόθεσμα θα του φέρει περισσότερους υποστηρικτές, εφόσον όλοι «προτιμούν το πρωτότυπο από το αντίγραφο».

Για το πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η σύμπλευση ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ έχουμε ήδη ένα πρώτο δείγμα. Ο εθνικός συναγερμός που προκάλεσε το εξώφυλλο ενός γερμανικού περιοδικού και όσα ακολούθησαν στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης αποδεικνύουν ότι ο πολιτικός πρωτογονισμός των μέσων ενημέρωσης μαζί με την επίσημη κυβερνητική προπαγάνδα επιδιώκουν να στρέψουν την οργή των πολιτών στους «εξωτερικούς εχθρούς» που μας επιβουλεύονται. Σ’ αυτή την κατεύθυνση πρωταγωνιστούν και πάλι οι απόψεις ΛΑΟΣ, αλλά και η αισθητική Καρατζαφέρη.

Βέβαια τόσο το εξώφυλλο του Focus, όσο και τα άρθρα της Bild για τα νησιά και την Ακρόπολη είναι δείγματα ενός παρόμοιου «πατριωτικού» παροξυσμού που συναντάμε αυτές τις μέρες και στη Γερμανία. Μόνο που εκεί εκφράζεται η αλαζονεία του ισχυρού και όχι η κακομοιριά του ξεπεσμένου που κλαίει για τα χαμένα του μεγαλεία, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, το επιχείρημα του «πατριωτισμού» υπονομεύει κάθε άλλη προσπάθεια της κυβέρνησης. Και πρώτα πρώτα αποδυναμώνει τη δική της πολιτική για μια άλλη αντιμετώπιση του ζητήματος των μεταναστών και της ιθαγένειας. Ενθαρρυμένοι από το προφίλ του συναινετικού κόμματος που τους εξασφαλίζει η συμμετοχή τους στον «πατριωτικό» συνασπισμό τα στελέχη του ΛΑΟΣ εξαπέλυσαν τις μέρες αυτές την πιο ακραία επίθεση στην Αριστερά, στους μετανάστες, στους δημοκρατικούς θεσμούς, με φρασεολογία που μέχρι σήμερα περιοριζόταν στα περιθωριακά έντυπα του χώρου αυτού. Είχε προειδοποιήσει εδώ και ένα μήνα ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΛΑΟΣ Αστέριος Ροντούλης, αισθανόμενος ότι μπορεί να υποβάλλει και τους όρους της «πατριωτικής» σύμπλευσης με το ΠΑΣΟΚ: «Σε μια τέτοια κρίσιμη ιστορική συγκυρία για τα οικονομικά της χώρας, δεν μπορείτε να διαιρείτε τον ελληνικό λαό με νομοσχέδια εθνοκτόνα, με νομοσχέδια που πλήττουν τη συνοχή του ελληνικού λαού, αντί να ενισχύουν το εθνικό μας αίσθημα, τον πατριωτισμό μας, προκειμένου να ενισχύσουμε ο κάθε πολίτης από τη δική του πλευρά και στο μέτρο του δυνατού την πανεθνική προσπάθεια που πρέπει να γίνει για να σηκωθεί η ταπεινωμένη σήμερα Ελλάδα» (10.2.10).

Από το απόγευμα της Τρίτης που άρχισε στη βουλή η συζήτηση για την ιθαγένεια και το μεταναστευτικό γίνονται σαφείς αυτές οι πολιτικές εξελίξεις. Μπορεί η κυβέρνηση να επιμένει στις προοδευτικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, αλλά τα επιχειρήματα του εισηγητή της πλειοψηφίας και του αρμόδιου υπουργού επιμένουν στα επιχειρήματα των υποτιθέμενων αντιπάλων τους: στη «μηδενική ανοχή», στην καταγγελία των νομιμοποιήσεων, στη δαιμονοποίηση της «λαθρομετανάστευσης». Το «πατριωτικό» μπλοκ της κρίσης τείνει ήδη να διαμορφωθεί.
 

 

Το χαρτί του εθνικισμού

Τις μέρες αυτές κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη για την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά. Στη μελέτη αυτή αναλύονται ως κεφαλαιώδη για την κατανόηση της Ακροδεξιάς στη Δυτική Ευρώπη ο ρόλος που παίζουν δυο παράγοντες: πρώτον, η ανάδειξη του ζητήματος της εθνικής ταυτότητας σε κάθε χώρα και δεύτερον η στάση των μέσων ενημέρωσης απέναντι στα ακροδεξιά κόμματα.

Η μελέτη αυτή που ονομάζεται «Τα μέσα ενημέρωσης και η Ακρα Δεξιά στη Δυτική Ευρώπη. Παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού» έχει ειδικό ελληνικό ενδιαφέρον. Πρώτα πρώτα, επειδή ο συγγραφέας της είναι Ελληνοαμερικάνος ακαδημαϊκός. Πρόκειται για τον Αντώνη Ελληνα, καθηγητή στο College of the Holy Cross, ο οποίος ειδικεύεται στη μελέτη του φαινομένου της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Αλλά το ελληνικό ενδιαφέρον της μελέτης δεν περιορίζεται στην καταγωγή του συγγραφέα της. Ο κ. Ελληνας έχει επιλέξει να μελετήσει το φαινόμενο της Ακροδεξιάς σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες, ανάμεσα στις οποίες και την Ελλάδα (οι άλλες είναι η Αυστρία, η Γερμανία και η Γαλλία). Σ’ αυτές τις τέσσερις χώρες δοκιμάζει ο συγγραφέας τη βασιμότητα της πρωτότυπης πολιτικής του θεωρίας.

Η διεθνής βιβλιογραφία περί Ακροδεξιάς που εκτινάχτηκε τα τελευταία χρόνια, ακολουθώντας τους ρυθμούς της σύγχρονης αναβίωσης του πολιτικού αυτού φαινομένου, δεν έχει μέχρι σήμερα ασχοληθεί με την ελληνική περίπτωση, ενώ συνήθως οι ερευνητές περιορίζονταν στην κοινή διαπίστωση ότι στην Ελλάδα –όπως και στην Ισπανία και την Πορτογαλία- δεν υπάρχει εύφορο έδαφος για την Ακροδεξιά, εξαιτίας της κοινής εμπειρίας των τριών χωρών από δικτατορική διακυβέρνηση.

Η τελευταία αυτή μελέτη έχει πίσω της πολύχρονη έρευνα πεδίου, την οποία διεξήγαγε με επιμονή ο κ. Ελληνας. Εχουμε προσωπική εμπειρία από την πολύμηνη έρευνά του στην Ελλάδα. Είχε τότε ζητήσει και τη δική μας συμβολή, όπως και άλλων δημοσιογράφων ενώ είχε συνομιλήσει με στελέχη του χώρου της Ακροδεξιάς (στελέχη του ΛΑΟΣ, τον Μάκη Βορίδη που ήταν ακόμη εκτός, τον Σωτήρη Σοφιανόπουλο κ.ά.). Αλλωστε αυτό είναι και ένα από τα προτερήματα της επιστημονικής μεθοδολογία του συγγραφέα. Ο κ. Ελληνας δεν αρκέστηκε, όπως συμβαίνει συνήθως, στην ανάλυση των προγραμμάτων των κομμάτων, αλλά συγκέντρωσε στοιχεία και από κομματικές εκδηλώσεις και προσωπική επαφή με εκπροσώπους των πολιτικών αυτών σχηματισμών.

Αυτό που ίσως ξενίσει τον αναγνώστη είναι η ένταξη από τον συγγραφέα του κόμματος της Πολιτικής Ανοιξης στην κατηγορία των κομμάτων που εξετάζει. Βέβαια ο κ. Ελληνας ενώ επισημαίνει ότι τα δύο κόμματα (ΛΑΟΣ και ΠΟΛΑΝ) συγκέντρωσαν τα εκλογικά τους οφέλη «σείοντας ελληνικές σημαίες», δεν αποφεύγει να σημειώσει ότι διαφέρουν στο ρητορικό στιλ, στη σχέση τους με τους παλιούς ακροδεξιούς (που η Πολιτική Ανοιξη την απέφευγε) και τον ιδεολογικό τους πυρήνα. Ο ΛΑΟΣ φιλτράρει τις προγραμματικές του θέσεις μέσω μιας ολοκληρωμένης εθνικιστικής κοσμοθεωρίας, με αποτέλεσμα να καταφεύγει σε «αντιμεταναστευτική και αντισημιτική ρητορεία». Οσο για την Πολιτική Ανοιξη, «ενώ φλερτάρισε με την ιδέα να μεταβληθεί σε μια ελληνική μετενσάρκωση του γαλλικού Εθνικού Μετώπου, αυτή η άποψη παρέμεινε μειοψηφική στο εσωτερικό της».

Για το κόμμα Καρατζαφέρη ο κ. Ελληνας υποστηρίζει ότι παρά το γεγονός ότι ο αρχηγός του ΛΑΟΣ απορρίπτει την ετικέτα του ακροδεξιού, «η εθνοκρατική του ρητορική παρουσιάζει μεγαλύτερες ομοιότητες με τους γερμανούς Ρεπουμπλικάνερ και το αυστριακό FPO παρά με την λαϊκή Δεξιά, στην οποία ο ίδιος ισχυρίζεται καμιά φορά ότι ανήκει». Το ΛΑΟΣ «είναι η νέα όψη της ελληνικής Ακροδεξιάς, η οποία έχει αγκαλιάσει εξολοκλήρου τον εθνικισμό στην αναζήτησή της για ιδεολογική διαφοροποίηση και προκειμένου να αποτινάξει τις ξεθωριασμένες εκκλήσεις των μεταδικτατορικών προκατόχων της».

Παρά το γεγονός ότι οι περιπτώσεις που εξετάζει έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, το ενδιαφέρον συμπέρασμα του συγγραφέα είναι ότι η επιτυχία των κομμάτων της Ακροδεξιάς προϋποθέτει να έχει τεθεί ήδη στη δημόσια συζήτηση από τα μεγάλα «κατεστημένα» κόμματα το πρόβλημα της εθνικής ταυτότητας. Στην Αυστρία το θέμα της εθνικής ταυτότητας τέθηκε με αφορμή τις υποθέσεις Ρέντερ και Βαλντχάιμ τη δεκαετία του 80. Ο πρώτος πέρασε τριάντα χρόνια στη φυλακή ως εγκληματίας πολέμου, ενώ ο δεύτερος κατηγορήθηκε για τη δράση του στα Βαλκάνια στον Παγκόσμιο Πόλεμο. Με αφορμή τις δυο αυτές υποθέσεις αναζωπυρώθηκε στην Αυστρία η συζήτηση για το παρελθόν-ταμπού της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεπηδήσει πανίσχυρο το κόμμα του Χάιντερ (FPO).

Στη Γερμανία, η τραυματική μεταπολεμική περίοδος δεν επέτρεψε την ενίσχυση των κομμάτων που νοσταλγούσαν το ναζιστικό παρελθόν. Χρειάστηκε να συμπέσει η απόφαση των Χριστιανοδημοκρατών του Κολ για μια σκλήρυνση στο μεταναστευτικό ζήτημα με την ημιεπίσημη επιχείρηση αναθεώρησης του εγκληματικού ναζιστικού παρελθόντος (τη γνωστή «διαμάχη των ιστορικών») για να δοθεί το πράσινο φως στους Ρεπουμπλικάνερ του Σενχούμπερ να διεκδικήσουν μια έντονη πολιτική παρουσία. Βέβαια στη Γερμανία δεν σταμάτησε ποτέ ο ουσιαστικός αποκλεισμός της Ακροδεξιάς από τα μέσα ενημέρωσης.

Οσο για τη Γαλλία, το κόμμα του Λεπέν φυτοζωούσε έως ότου τέθηκε από τα μεγάλα κόμματα με «εθνικούς» όρους το ζήτημα της μετανάστευσης. Και το παράξενο ήταν ότι το έθεσε πρώτο το κομμουνιστικό κόμμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν με επικεφαλής τον Ζορζ Μαρσέ διοργάνωσε πορείες κατά των μεταναστών, κατηγορώντας τους για την ανεργία και την εγκληματικότητα, ενώ ο κομματικός δήμαρχος του Βιτρί γκρέμισε με μπουλντόζες έναν ξενώνα μεταναστών, διευκολύνοντας χωρίς να το θέλει την άνοδο της Ακροδεξιάς και καταδικάζοντας το δικό του κόμμα στην περιθωριοποίηση.

Ο κ. Ελληνας διαπιστώνει, δηλαδή, ότι δεν αρκεί η κλασική ερμηνεία που αποδίδει την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη στην όξυνση κοινωνικών προβλημάτων όπως η ανεργία ή η μετανάστευση δεν είναι παρά μόνο η μισή αλήθεια. Η ανάδυση της Ακροδεξιάς από το πολιτικό περιθώριο στην κεντρική σκηνή προϋποθέτει την υιοθέτηση της ατζέντας της από τα μεγάλα κόμματα.

Ειδικά για την Ελλάδα, η θέση αυτή του κ. Ελληνα επιβεβαιώνεται με την επιλογή της ΝΔ να παίξει το χαρτί του εθνικισμού σε δυο διαδοχικές περιπτώσεις: το 1992 με το Μακεδονικό και το 2000 με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Η επιλογή αυτή της ΝΔ, προκάλεσε στην πρώτη περίπτωση την εκρηκτική άνοδο της Πολιτικής Ανοιξης και στη δεύτερη επέτρεψε την ανάδυση του ΛΑΟΣ και την εντυπωσιακή παρουσία του Γιώργου Καρατζαφέρη στις νομαρχιακές εκλογές του 2002. Η μελέτη επίσης επισημαίνει ότι μετά την πρώτη αποτυχία του ΛΑΟΣ να περάσει το όριο του 3% και να εκλέξει βουλευτές την άνοιξη του 2004, το κόμμα του κ. Καρατζαφέρη προκειμένου να φτάσει στο στόχο του, το φθινόπωρο του 2007, εκμεταλλεύτηκε την ανάδειξη δυο ακόμα «εθνικών ζητημάτων», δηλαδή την επαναφορά στην επικαιρότητα του Μακεδονικού ζητήματος και κυρίως την εκστρατεία για το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού.

Ενδιαφέρον έχει και η κατάληξη του συγγραφέα στο κεφάλαιο που αφιερώνει στην Ελλάδα. Εκεί διατυπώνεται η πρόβλεψη ότι οι δεξιόστροφες μεταλλάξεις της ΝΔ στον άξονα της εθνικής ταυτότητας δεν πρόκειται να βοηθήσουν την κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά θα νομιμοποιήσουν και άλλο την εθνικιστική ατζέντα του ΛΑΟΣ.

Γραμμένη βέβαια πριν από τις τελευταίες εκλογές, η πρόβλεψη του κ. Ελληνα έχει ήδη επιβεβαιωθεί. Ισως θα ήταν χρήσιμη αυτή η παρατήρηση και για τη σημερινή κυβέρνηση.

 


Τα εθνικά χρώματα του φόβου

Το δεύτερο βασικό συμπέρασμα της μελέτης του κ. Ελληνα για την Ακροδεξιά είναι ότι η προβολή από τα μέσα ενημέρωσης, η οποία είναι κρίσιμη για όλα τα νεοπαγή κόμματα, έχει ξεχωριστή σημασία για τα κόμματα της Ακροδεξιάς. Ο συγγραφέας διαπιστώνει, μάλιστα, ότι η προβολή της Ακροδεξιάς από τα μέσα ενημέρωσης συχνά υπερβαίνει κατά πολύ την εκλογική της δύναμη. Εν μέρει αυτό συμβαίνει επειδή τα κόμματα της Ακροδεξιάς εμφανίζονται ως προστάτες των συμφερόντων του «μέσου ανθρώπου» απέναντι σε μια πολιτική ελίτ που διαρκώς «συνωμοτεί εναντίον του». Ασφαλώς αυτές οι παρατηρήσεις ισχύουν ιδιαίτερα στη Ελλάδα, όπου είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ πολιτικών εκπομπών λόγου και τηλεοπτικών σόου συνωμοτικής παραφιλολογίας.

«Για να κατανοήσει κανείς εντελώς τους λόγους που τα ΜΜΕ προβάλλουν τους ακροδεξιούς», προσθέτει ο κ. Ελληνας, «είναι ωστόσο σημαντικό να συνυπολογίσει κανείς την εθνικιστική φύση του λόγου τους. Τα μέσα ενημέρωσης, και ιδιαίτερα όσα επιδιώκουν μεγάλη ακροαματικότητα, αξιοποιούν την υψηλή δημόσια απήχηση και τη συναισθηματική φύση του πολιτισμικού πλαισίου που χρησιμοποιούν οι ακροδεξιοί, μαζί με την απλουστευτική αναπαράσταση του πολιτικού κόσμου. Όπως το έθεσε ένας βετεράνος Ελληνας ρεπόρτερ: ‘Ο φόβος, η ανασφάλεια και η μισαλλοδοξία πουλάνε καλά! Προσωποποιώντας το φόβο και ενοχοποιώντας συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, τα ακραία επιχειρήματα αποκτούν πλατιά απήχηση. Η πλατιά απήχηση αυτών των επιχειρημάτων τους δίνει χώρο στα βραδινά δελτία… Η άκρα Αριστερά είναι διαφορετική. Μιλάει για φόβο, αλλά δεν τον προσωποποιεί. Και οπωσδήποτε δεν τον βάφει με τα εθνικά χρώματα’».

Η μελέτη του κ. Ελληνα καταλήγει με ορισμένες εξαιρετικά επίκαιρες σκέψεις για την επίδραση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην παραπέρα εξέλιξη του πολιτικού φαινομένου της σύγχρονης ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς. Ο συγγραφέας δεν συμμερίζεται την καθησυχαστική άποψη ότι η κρίση θα στρέψει τους πολίτες σε αναζήτηση άμεσων και παραδοσιακών στόχων όπως η απασχόληση, η ανάπτυξη και η αναδιανομή του εισοδήματος. Βέβαια παραδέχεται ότι ακόμα και οι πιο ακραίες κριτικές φωνές κατά των κυβερνήσεων δύσκολα θα συμβιβάζονταν με την ιδέα να ανατεθεί στον Λεπέν, τον Βίλντερς, τον Καρατζαφέρη ή τον Ντεβίντερ η διαχείριση της κρίσης. Αλλά κατά την άποψή του η οικονομική κρίση θέτει ορισμένους ευρωπαίους πολιτικούς ενώπιον του πειρασμού να επαναφέρουν το αίτημα του εθνικού προστατευτισμού της οικονομίας. Το επόμενο βήμα είναι να χρησιμοποιηθεί η κρίση για να δικαιολογήσει την υιοθέτηση σκληρότερων μέτρων κατά της μετανάστευσης και του πολιτικού ασύλου. Τέτοιου είδους μέτρα υιοθέτησαν παλιότερα ο Κολ και πρόσφατα ο Σαρκοζί για να κερδίσουν έδαφος από τα ακροδεξιά κόμματα.

Αλλά το σοβαρότερο για τον συγγραφέα είναι ότι αυτή η πολιτική έχει επικίνδυνες συνέπειες στην κοινωνική συνοχή: «Η πολιτικοποίηση των ζητημάτων εθνικής ταυτότητας υπονομεύει την κοινωνική ανεκτικότητα και συνοχή υποδεικνύοντας τους αλλοδαπούς ως την πηγή της κοινωνικοοικονομικής δυσανεξίας». Το αποτέλεσμα είναι να διευρύνεται το κοινωνικό χάσμα μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών. Και ταυτόχρονα, «η δημόσια ανακίνηση ζητημάτων εθνικής ταυτότητας νομιμοποιεί τους ακραίους ισχυρισμούς» ενώ «στα ζητήματα εθνικής ταυτότητας η διαφορά μεταξύ εθνικιστικών και πιο μετριοπαθών θέσεων είναι εύκολο να περάσουν απαρατήρητες», όπως συνέβη με το σύνθημα «βρετανικές δουλειές για Βρετανούς εργάτες» του Γκόρντον Μπράουν που υιοθέτησαν ασμένως οι ρατσιστές του British National Party.

Ο συγγραφέας υποδεικνύει και την πιθανή λύση στο πρόβλημα, προτείνοντας να αναζητηθεί για τους πολίτες της Δυτικής Ευρώπης μια νέα ταυτότητα, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις νέες δημογραφικές πραγματικότητες που έχουν δημιουργηθεί. Κι αυτή η νέα ταυτότητα, όπως εισηγήθηκε ο Χάμπερμας, θα στηρίζεται στην πίστη σε θεσμούς και αρχές της συνταγματικής δημοκρατίας και όχι όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα στην ιδιαίτερη εθνική και ιστορική καταβολή καθενός.

Φυσικά η πρώτη προϋπόθεση για να υιοθετηθεί μια παρόμοια κατεύθυνση είναι να αφαιρεθεί από την Ακροδεξιά η αμέριστη στήριξη των μαζικών μέσων ενημέρωσης που παίζουν για τους δικούς τους λόγους το ίδιο χαρτί του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας. Ούτε σ’ αυτό το σημείο είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος ο κ. Ελληνας, αν δεν κινητοποιηθούν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι και η κοινωνία των πολιτών απέναντι στην τάση της διαρκώς επιταχυνόμενης εμπορευματοποίησης και συγκεντροποίησης του κλάδου.
 

 


ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Antonis A. Ellinas
“The Media and the Far Right in Western Europe. Playing the Nationalistic Card”

(Cambridge University Press, Νέα Υόρκη)
Απόσταγμα επιτόπιας έρευνας σε τέσσερις χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, η μελέτη αυτή εισάγει νέα δεδομένα στην ανάλυση των κομμάτων της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς. Την εισαγωγή του βιβλίου, όπου συνοψίζονται τα βασικά στοιχεία της προβληματικής μπορεί κανείς να διαβάσει στον ιστότοπο του εκδότη (http://www.cambridge.org)

Antonis A. Ellinas
“Chaotic but Popular? Extreme-Right Organisation and Performance in the Age of Media Communication”

(Journal of Contemporary European Studies, Vol. 17, No. 2, Αύγουστος 2009)
Οι επιδόσεις των κομμάτων της Ακροδεξιάς σε σχέση με την οργανωτική τους συγκρότηση και το βαθμό στήριξης από τα μέσα ενημέρωσης.

Antonis A. Ellinas
“Parties after Success: Why some radical right parties persist and others collapse”

(Ανέκδοτη μελέτη, για την ετήσια συνάντηση της American Political Science Association, Βοστόνη, 28-31 Αυγούστου 2008)
Συγκριτική μελέτη της πορείας των κομμάτων της Ακροδεξιάς σε σχέση με το πολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται σε κάθε πολιτική συγκυρία.

Antonis A. Ellinas
“Phased out: Far right parties in Western Europe”

(Comparative Politics, vol. 39, n. 3 Απρίλιος 2007)
Βιβλιοκριτική ορισμένων βασικών μελετών για την Ακροδεξιά, όπου εκτίθεται η ιδιαίτερη προβληματική του συγγραφέα.



ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΤΕ

http://works.bepress.com/antonis_ellinas/
Ο ιστότοπος που περιλαμβάνει επιλεγμένα έργα πανεπιστημιακών φιλοξενεί και ορισμένες πρόσφατες μελέτες του Αντώνη Ελληνα.

 

 

Ελευθεροτυπία, 14/3/2010

 

www.iospress.gr