ΔΕΚΑΕΤΕΣ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

Η γλώσσα της καταδίκης
 

 

Με διερμηνέα που δεν ήξερε αλβανικά δίκαζαν και καταδίκαζαν τους Αλβανούς μετανάστες επί δέκα χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Το επιβεβαιώνει μια δικαστική απόφαση που εκθέτει διεθνώς τη χώρα μας.


Ενα συγκλονιστικό ντοκουμέντο για τον τρόπο που αποδίδεται η Δικαιοσύνη στη χώρα μας φέρνουμε σήμερα στο φως. Πρόκειται για το Βούλευμα 1831/2001 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο απαλλάχθηκε από κάθε κατηγορία μια γυναίκα που επί μια ολόκληρη δεκαετία χρησιμοποιούνταν στις δίκες ως διερμηνέας της αλβανικής γλώσσας χωρίς να την γνωρίζει!

Οπως μάλιστα παραδέχεται με απίστευτο κυνισμό το δικαστικό συμβούλιο, η "ανεπάρκειά" της αυτή ήταν "εν γνώσει" των δικαστικών αρχών της συμπρωτεύουσας, που παρόλα αυτά την καλούσαν να ασκήσει το "λειτούργημά" της (στην πλάτη όσων Αλβανών είχαν την ατυχία να οδηγηθούν στο εδώλιο), μόνο και μόνο επειδή η εν λόγω κυρία "ευρίσκεται ανά πάσαν στιγμήν εις το Δικαστικόν Μέγαρον". Οι συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής πάνω στη μοίρα των ανθρώπων που δικάζονταν δεν φαίνεται να προβλημάτισαν ιδιαίτερα τους φορείς της "τρίτης εξουσίας" και θεματοφύλακες του Κράτους Δικαίου. Στο κάτω κάτω της γραφής, για Αλβανούς επρόκειτο... Μόνο που έχει ο καιρός γυρίσματα - και η Ελληνική Δημοκρατία βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν ακόμη διεθνή διασυρμό.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Τι μας λέει το ντοκουμέντο, το κείμενο του οποίου παραθέτουμε αυτούσιο στην επόμενη σελίδα;

* Για περισσότερα από 10 χρόνια, η Ν.Β. χρησιμοποιούνταν από τα δικαστήρια της Θεσ/νίκης (πλημμελειοδικεία κι εφετεία) ως διερμηνέας σε δίκες με κατηγορούμενους Αλβανούς, οι οποίοι δεν γνώριζαν την ελληνική γλώσσα επαρκώς ώστε να μπορούν να συμμετάσχουν στην όλη διαδικασία. Οπως εξηγούμε σε διπλανή στήλη, η παροχή διερμηνέων σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο, με βάση την ελληνική νομοθεσία και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

* Η Ν.Β. "τυγχάνει εγγεγραμμένη εις τον επίσημο πίνακα διερμηνέων του Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης διά τις γλώσσες Βουλγαρικής, Σερβικής και Γιουγκοσλασβικής [sic]", ενώ επιπλέον φέρεται να γνωρίζει και (κάποια;) τούρκικα. Αλβανικά "γνωρίζει ελάχιστα", σύμφωνα με το ίδιο το (απαλλακτικό) βούλευμα. Παραβιάζοντας όλους τους κανόνες τόσο της γλωσσολογίας όσο και της κοινής λογικής, η εισαγγελική πρόταση και στη συνέχεια το δικαστικό συμβούλιο θεωρούν ότι αυτά τα "ελάχιστα Αλβανικά" της, "σε συνδυασμό" με τις (παντελώς άσχετες) γλώσσες που γνωρίζει, "παρέχουν την δυνατότητα εις αυτή να εκπληροί το καθήκον της δηλαδή να διερμηνεύει εκ των Αλβανικών εις την Ελληνική" και τανάπαλιν. Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία (άρθρο 236 ΚΠΔ), οι διερμηνείς ορκίζονται κάθε φορά ενώπιον του δικαστηρίου "ότι θα μεταφράσουν με ακρίβεια και πιστότητα όλα όσα ειπωθούν κατά τη συζήτηση".

* Η Ν.Β. "καλείται συνήθως υπό των δικαστηρίων" να "διευκολύνει τη διαδικασία" ως διερμηνέας (επ' αμοιβή) μιας γλώσσας που ουσιαστικά αγνοεί. Δικαστές και εισαγγελείς τελούν "εν γνώσει της ανεπάρκειάς της αυτής", αλλά παρόλα αυτά η χρησιμοποίησή της "είναι το σύνηθες", με βάση το ακλόνητο επιχείρημα ότι αυτή "ευρίσκεται ανά πάσαν στιγμή εις το Δικαστικόν Μέγαρον". Πληροφορούμαστε, μάλιστα, ότι υπάρχει "σωρεία αποφάσεων" που εκδόθηκαν ύστερα από ακροαματική διαδικασία βασισμένη στα μεταφραστικά της προσόντα.

* Δικαιολογητική βάση αυτής της απίστευτης αδιαφορίας για την πιο στοιχειώδη προϋπόθεση μιας χρηστής δίκης, αποτελεί ο ισχυρισμός ότι -"συνήθως"- "δεν υπάρχουν άλλοι διερμηνείς" της αλβανικής. Λές και πρόκειται για κάποια μακρινή διάλεκτο ιθαγενών της Πολυνησίας, κι όχι για τη γλώσσα που κατά τεκμήριο γνωρίζουν, με βάση τα επίσημα στοιχεία, κάπου 700.000 κάτοικοι της χώρας μας (450.000 αλβανοί μετανάστες και 250.000 αλβανοί πολίτες με "κάρτα ομογενούς")...

* Το εκπληκτικότερο σημείο του βουλεύματος είναι ωστόσο η προσπάθεια του εισαγγελέα (Κων/νος Τσούβαλος) και των δικαστών (Σουλτάνα Ανθή, Παναγιώτης Γιαννούλης, Αθανασία Πετρέλη) να τεκμηριώσουν ότι η πιστοποιημένη αυτή "ανεπάρκεια" της ψευδοδιερμηνέως δεν δημιούργησε το παραμικρό πρόβλημα: "δεν προέκυψε ότι η κατηγορουμένη διερμηνεύει ψευδή διότι άλλο το ψευδές και άλλο το λανθασμένο", γράφουν, επικαλούμενοι ως ύστατο επιχείρημα ότι και "ο γραμματέας της έδρας καταθέτει ότι όλα διεξήχθησαν ομαλώς". Αλλωστε, αποφαίνονται, από τη στιγμή που "δεν δυνάμεθα να ανεύρομεν τι είπε ο μάρτυς" σε κάθε περίπτωση "και τι διερμηνεύθη για να κριθεί ότι αυτά που διερμηνεύθησαν δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια", "η αδυναμία αυτή τυγχάνει καταλυτική και υπονοιών ακόμη εις βάρος της κατηγορουμένης". Μετά την απομάκρυνση από την έδρα (ή το εδώλιο) ουδέν λάθος αναγνωρίζεται - κι όσοι τυχόν έφαγαν τα χρονάκια της ζωής τους, καταδικασμένοι να σβήσουν σε κάποια φυλακή επειδή (λόγω της "ανεπάρκειας" του διερμηνέα) δεν μπόρεσαν να υπερασπίσουν στοιχειωδώς τον εαυτό τους, ας πρόσεχαν...

Τα πράγματα είναι, λοιπόν, οφθαλμοφανή. Και το σκάνδαλο όχι μόνο αδιαμφισβήτητο, αφού τεκμηριώνεται από τα επίσημα γραπτά των ίδιων των αυτουργών, αλλά και πολύ σοβαρότερο από όσα έχουν δει μέχρι σήμερα το φως της δημοσιότητας στη διάρκεια της εξάμηνης "κάθαρσης" των δικαστικών κυκλωμάτων. Δεν αφορά "ολιγάριθμους επίορκους" που τα πιάνουν για να αθωώσουν κάποιους αδικοπραγούντες, αλλά (αν πιστέψουμε το ίδιο το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου) "σωρεία" δικαστικών της συμπρωτεύουσας που συνειδητά αδιαφορούν για τη στοιχειώδη προϋπόθεση μιας δίκαιης δίκης: τη δυνατότητα τόσο του κατηγορουμένου να πληροφορηθεί και ν' αντικρούσει τις εις βάρος του κατηγορίες, όσο και του ίδιου του δικαστηρίου να μάθει τι ακριβώς καταθέτουν οι ξενόγλωσσοι μάρτυρες.

Ομως η απίστευτη αυτή ιστορία είχε μίαν απροσδόκητη εξέλιξη: αλβανοί κατάδικοι και βορειοηπειρώτες αυτόπτες μάρτυρες της όλης διαδικασίας κατέφυγαν, ζητώντας το δίκιο τους, όχι μόνο στην ελληνική δικαιοσύνη (που απάντησε με το απαλλακτικό βούλευμα που δημοσιεύουμε) αλλά και σε μηχανισμούς της Αλβανίας, διεθνοποιώντας το πρόβλημα.

"Μια δημοσιογράφος του ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού Top Channel πληροφορήθηκε τα τεκταινόμενα από συγγενείς κρατουμένων", μας εξηγεί ο διευθυντής του γραφείου του αλβανού Συνηγόρου του Πολίτη, Αρτούρ Λαζμπέου. "Κατέβηκε στη Θεσσαλονίκη και πήρε συνέντευξη από αυτή την κυρία, η οποία εμφανιζόταν να μην ξέρει λέξη από την αλβανική γλώσσα στην οποία 'διερμήνευε'. Η συνέντευξη προβλήθηκε από το κανάλι και καταλαβαίνετε τι αντίκτυπο είχε". Δημόσια αντίδραση, προσθέτει ο συνομιλητής μας, σημειώθηκε και από δυο βορειοηπειρώτες μεταφραστές, τους Χρήστο Πέππα και Ολγα Πολίτη.

Εν έτει 2002, το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που δημοσιεύουμε έφτασε στα χέρια του αλβανού Συνηγόρου του Πολίτη. "Το διαβιβάσαμε στους έλληνες ομολόγους μας, του Συνήγορου του Πολίτη της Ελλάδας, με την επισήμανση ότι πρόκειται για μια κραυγαλέα απόδειξη της παραβίασης του άρθρου 6 § ε΄ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου", εξηγεί ο κ. Λαζμπέου. Πρόκειται για τη γνωστή Σύμβαση της Ρώμης, που υπογράφηκε το 1950 κι επικυρώθηκε από τη χώρα μας το 1953 και ξανά το 1974. Το άρθρο 6 § ε΄ της οποίας ορίζει ότι "κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοή ή δεν ομιλή την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν".

Επικοινωνήσαμε με τον έλληνα Συνήγορο του Πολίτη, κ. Γιώργο Καμίνη, που επιβεβαίωσε το γεγονός. "Βάσει του ιδρυτικού της νόμου, η Αρχή μας δεν μπορεί να παρέμβει στο έργο της δικαστικής εξουσίας", μας εξήγησε. "Αυτό που κάναμε, ήταν να διαβιβάσουμε τα σχετικά έγγραφα στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Λινό".

Από εκείνη την ημέρα, έχει περάσει περίπου ενάμιση χρόνος. Να υποθέσουμε ότι η περίφημη "αυτοκάθαρση" της Δικαιοσύνης δεν μπορεί -και σε τούτη την περίπτωση- να πάρει μπρος χωρίς το φως της δημοσιότητας;


 



ΒΟΥΛΕΥΜΑ 1831/2001

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Σουλτάνα Ανθή Πρόεδρο Πρωτοδικών, Παναγιώτη Γιαννούλη και Αθανασία Πετρέλη, Πλημμελειοδίκες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ στο γραφείο της Προέδρου στις 26 Απριλίου 2001 παρουσία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κωνσταντίνου Τσούβαλου και της Γραμματέως Ειρήνης Μιχαλογιάννη, για να αποφασίσει σε ποινική υπόθεση, για την οποία ο Εισαγγελέας έχει υποβάλει τη με αριθμό (470) ΕΓ3-00/379/1/20-4-2001 πρότασή του, που έχει ως εξής:

1. Κατά της Ν. Β. συζ. Ν., κατ. Θεσ/νίκης ασκήθηκε ποινική δίωξη για το αδίκημα της ψευδορκίας διερμηνέως (άρθρ. 226 § 1 ΠΚ) και παραγγέλθηκε η διενέργεια προανάκρισης μετά την περάτωση της οποίας εισάγω στο Συμβούλιόν σας κατ' άρθ. 245 § 2 ΚΠΔ την κατά της ανωτέρω ποινική δικογραφία και σας εκθέτω τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 226 § 1 ΠΚ "όποιος ως πραγματογνώμονας ή διερμηνέας εν γνώσει του εκθέτει με όρκο ψέματα ή αποκρύπτει την αλήθεια τιμωρείται".

Εκ της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει ότι η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της "ψευδορκίας διερμηνέως" πληρούται αντικειμενικά όταν η υπ' αυτού απόδοσις ή μετάφρασις δεν ανταποκρίνεται προς όσα ελέχθησαν εις αυτόν, δηλαδή τα μεταφραζόμενα είναι διάφορα των λεχθέντων και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Υποκειμενικά απαιτείται δόλος συνιστάμενος εις την γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεων ήτοι γνώση του δράστη ότι ερμηνεύει ψευδή ή αποκρύπτει τα αληθή (άμεσος δόλος). Ενδεχόμενος δόλος δεν αρκεί διά την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Το έγκλημα της ψευδορκίας διερμηνέως περιλαμβάνεται εις τον Ποιν. Κώδικα υπό τον τίτλον "Εγκλήματα σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης" και προκύπτει ότι σκοπήθηκε με αυτή η τιμωρία των παραβατών του καθήκοντος της αλήθειας που έχουν όσοι εξετάζονται ως διερμηνείς υποχρεούμενοι για την διευκόλυνση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης που αντανακλά στο γενικότερο όφελος να καταθέτουν την αλήθειαν.

2. Από τα στοιχεία που συγκέντρωσε η διενεργηθείσα προανάκριση και υπάρχουν στη δικογραφία ως αποδεικτικό υλικό και τούτου αξιολογουμένου κατά την αρχήν της ηθικής αποδείξεως (άρθρ. 177 ΚΠΔ) και ειδικότερα από τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης προέκυψαν τα ακόλουθα:

Η κατηγορουμένη τυγχάνει εγγεγραμμένη εις τον επίσημο πίνακα διερμηνέων του Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης διά τις γλώσσες Βουλγαρικής-Σερβικής και Γιουγκοσλαβικής (1427/99 Βούλευμα). Από πολλών ετών (άνω των 10), η κατηγορουμένη ανά πάσαν στιγμήν και ώραν ευρίσκεται εντός του δικαστικού μεγάρου και παρέχει τις υπηρεσίες της όταν και όπου της ζητηθεί χωρίς χρονοτριβή και δυσαρέσκεια. Τούτο δε το γεγονός είναι κοινώς γνωστόν εις όλους τους μετέχοντας των λειτουργιών του Δικ. Μεγάρου (Δικαστών - Εισαγγελέων - Γραμματέων - Δικηγόρων). Προσφάτως λόγω της πληθώρας των αλλοδαπών κατηγορουμένων ενεφανίσθησαν και άλλοι που θέλουν να εκτελέσουν καθήκοντα διερμηνέως και οι οποίοι κατέθεσαν αίτηση στον Εισαγγελέα Πλημ. Θεσ/νίκης και Εφετών θες/νίκης διά να διερευνηθεί εάν η κατηγορουμένη που εκτελεί καθήκοντα διερμηνέως και σε άλλες γλώσσες πλην αυτών που έχει δηλώσει γνωρίζει τις γλώσσες αυτές. Επίσης να εξεταστεί εάν σε συγκεκριμένη υπόθεση διερμήνευσε σωστά, διότι κατ' αυτούς άλλα έλεγε ο μάρτυς και άλλα διερμήνευε η κατηγορουμένη.

Εκ της αξιολογήσεως του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η κατηγορουμένη ετέλεσε το αδίκημα διά το οποίον κατηγορείται. Ειδικώτερα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα. Η κατηγορουμένη γνωρίζει ελάχιστα Αγγλικά τα οποία όμως σε συνδυασμό με τις γλώσσες που γνωρίζει Βουλγαρικά-Σερβικά-Τούρκικα παρέχουν τη δυνατότητα εις αυτή να εκπληροί το καθήκον της δηλαδή να διερμηνεύει εκ των Αλβανικών εις την Ελληνική. Η ίδια η κατηγορουμένη καταθέτει ότι γνωρίζει λίγα Αλβανικά και δεν διατείνεται ότι γνωρίζει καλά Αλβανικά. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί όταν κληθεί, διότι συνήθως καλείται υπό των Δικαστηρίων, δεν μπορεί να διευκολύνει την διαδικασία. Πέραν τούτων είναι γνωστόν ότι η κατηγορουμένη αποτελεί λύσιν ανάγκης διά τα δικαστήρια και καλείται εν γνώσει αυτών της ανεπάρκειάς της αυτής και μόνον όταν δεν υπάρχουν άλλοι διερμηνείς, για να κληθούν και που είναι το σύνηθες. Δηλαδή η κατηγορουμένη καλείται ελλείψει άλλων διερμηνέων και διότι ως προανεφέρθη ευρίσκεται ανά πάσαν στιγμήν εις το Δικ. Μέγαρον. Ομως από κανένα στοιχείο της δικογραφίας Ομως από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι η κατηγορουμένη διερμηνεύει ψευδή διότι άλλο το ψευδές και άλλο το λανθασμένο. Εξάλλου εκ της σωρείας των αποφάσεων που υπάρχουν στην δικογραφία και εξεδόθησαν υπό δικαστηρίων όπου ως διερμηνεύς εκλήθη η κατηγορουμένη προκύπτει ότι αυτή εξετέλεσε το καθήκον της εις το δυνατόν επαρκόν [sic] και εβοήθησε την πρόοδον της δικαιοσύνης (οράτε π.χ. 177-178 αποφ. Πενταμελούς Εφετείου, όπου εις τα πρακτικά αυτής αναφέρονται τα διερμηνευθέντα, πόθεν λοιπόν διερμήνευσε ψευδώς, ο δε γραμματέας της έδρας καταθέτει ότι όλα διεξήχθησαν ομαλώς). Εκτός αυτού κανείς εκ των παραγόντων των δικών όπου διερμήνευσε η κατηγορουμένη εναντιώθη τόσον κατά της διαδικασίας ή της διερμηνεύσεως, και τούτο δε επί σειράν ετών.

3. Ειδικώτερον όσον αφορά την κατηγορία [ότι] στις 14/15-3-2000 εκλήθη να διερμηνεύσει εις το 5μελές Εφετείον Θεσ/νίκης όπου διερμήνευσε την κατάθεση του μάρτυρος Λέντιο Τσάνο (αρ. πρακτικά 177-178 αποφ). Πέραν της διερμηνεύσεως αυτής ουδεμία αντίρρηση προεβλήθη. Εκ πάντων των ανωτέρω δεν προκύπτουν παντάπασι ενδείξεις τόσον αντικειμενικώς όσον και υποκειμενικώς ότι η κατηγορουμένη ετέλεσε το αδίκημα διά το οποίον κατηγορείται. Επίσης λεκτέα ότι διά την πληρότητα της απολογίας εις την συγκεκριμένην περίπτωσιν απαιτείται να αναφέρεται ποία τα αληθή που ψευδώς διερμηνεύθησαν δηλαδή πρέπει να γνωρίζομεν τι είπε ο μάρτυς π.χ. και τι διερμηνεύθη για να κριθεί ότι αυτά που διερμηνεύθησαν δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια (σε ό,τι πράγματι είπε και κατέθεσε). Τούτο όμως δεν δυνάμεθα να ανεύρομεν και η αδυναμία αυτή, αφού δεν προκύπτει εκ της δικογραφίας η ανεύρεση αυτής, τυγχάνει καταλυτική και υπονοιών ακόμη εις βάρος της κατηγορουμένης.

4. Επίσης από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η κατηγορουμένη απέκρυψε την αλήθεια σε όσα ερμήνευε προς το δικαστήριον.

Εν όψει των ανωτέρω εκτεθειμένων και της ανυπαρξίας των απαιτουμένων ενδείξεων πρέπει το Συμβούλιόν σας κατ' άρθρ. 309§1α, 310§1α ΚΠΔ να αποφανθεί ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος της κατηγορουμένης για την πράξη που κατηγορήθηκε, περίπτωση δε καταβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος κάποιου δεν υπάρχει αφού η δίωξη ασκήθηκε αυτεπάγγελτα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ:

1. Να μην γίνει κατηγορία κατά της κατηγορουμένης Ν. Β. συζ. Ν., κατ. Θεσ/νίκης, για το ότι:

Στη Θεσ/νίκη στις 14/15-3-2000 από πρόθεση ως διερμηνέας εν γνώσει της εξέθεσε με όρκο ψέμματα και απέκρυψε την αλήθεια. Ειδικώτερα κατά την συνεδρίαση του Πενταμελούς Εφετείου στις 14 και 15.3.2000 όπου εξεδικάζετο έφεση των κατηγορουμένων Αντώνη Καραβαρά και DAUTAS ARBEN του MERSIN κατά της 576/22-23/6/98 απόφ[ασης] του Τρ[ιμελούς] Εφετείου Θεσ/νίκης διορισθείσα αυτεπάγγελτα διερμηνεύς υπό του Προέδρου του Δικαστηρίου διά να διερμηνεύσει την κατάθεση του μάρτυρος Λέντιο Τσάνο εκ της Αλβανικής εις την Ελληνικήν και τανάπαλιν εν γνώσει της με όρκο εξέθεσε ψέμματα και απέκρυψε την αλήθεια και δη, ενώ γνώριζε λίγα Αλβανικά διερμήνευσε στο δικαστήριο την κατάθεση αυτή του μάρτυρος ως εξής -"Γνωρίζω τον DAUTAS ARBEN. Είμασταν συνεργάτες. Φορτώναμε βενζίνη. Είναι τίμιος, δούλευε στον PEZA ARTUR στην Αλβανία. Εχει οικογένεια και παιδί. Δεν μπορώ να πιστέψω γι' αυτά που κατηγορείται. Ακουσα κάτι για χασίς. Την βενζίνη την πληρώνουμε με δολλάρια. Τα λεφτά που βρέθηκαν πάνω του τα έδωσε το αφεντικό του για να πληρώση την βενζίνη"- και ενώ η διερμήνευση αυτή ήτο ψευδής μη ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα αφού ο μάρτυς κατέθετε άλλα και η κατηγορουμένη διά του τρόπου αυτού απέκρυψε την αλήθεια.

2. Διά τους εις το αιτιολογικόν λόγους να μην επιβληθούν έξοδα διά την παρούσα.

Θεσσαλονίκη 20 Απριλίου 2001

Ο Εισαγγελέας
Κωνσταντίνος Τσούβαλος

Την πρότασή του αυτή ο Εισαγγελέας την ανέπτυξε προφορικά και ύστερα αποχώρησε.

[το Συμβούλιο]

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σε βάρος της κατηγορουμένης Ν. Β., συζ. Ν., κατοίκου Θεσσαλονίκης, ασκήθηκε ποινική δίωξη για το αδίκημα της ψευδορκίας διερμηνέα (άρθρ. 226 παρ. 1 ΠΚ) και παραγγέλθηκε η διενέργεια προανάκρισης, μετά το πέρας της οποίας νόμιμα φέρεται η υπόθεση σ' αυτό το Συμβούλιο με πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (άρθρ. 245 παρ. 2 ΚΠΔ). Από όλα τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση, στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της οποίας και το Συμβούλιο αυτό εξ ολοκλήρου αναφέρεται προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων (βλ. ΟλΑΠ 1227/1979 Π.Χρ. 253, ΑΠ 597/1995 σε Συμβ.Π.Χρ.ΜΕ. 932, ΑΠ 1199/1990 σε Συμβ. Π.Χρ.ΜΑ΄ 509). Με βάση αυτά, το Συμβούλιο κρίνει ότι δεν προέκυψαν επαρκείς αποδείξεις ενοχής σε βάρος της κατηγορουμένης για την πράξη που κατηγορείται. Επομένως να μη γίνει κατηγορία κατ' αυτής. Δικαστικά έξοδα δεν πρέπει να επιβληθούν σε βάρος κάποιου, γιατί η ποινική δίωξη ασκήθηκε αυτεπάγγελτα (άρθρ. 581 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΦΟΥ ΕΙΔΕ και τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1α, 310 παρ.1α ΚΠΔ

ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ να μη γίνει κατηγορία σε βάρος της κατηγορουμένης Ν. Β. συζ. Ν., για ψευδορκία διερμηνέα, πράξη που φέρεται ότι τελέστηκε απ' αυτήν στη Θεσσαλονίκη στις 14/15-3-2000.

ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ και ΕΓΙΝΕ στη Θεσσαλονίκη στις 12 Ιουλίου 2001 και ΕΚΔΟΘΗΚΕ στον ίδιο τόπο στις 17/10/2001.

Η Πρόεδρος Η Γραμματέας".

 



Τι προβλέπουν οι νόμοι

Για να κατανοηθεί σε όλη της την έκταση η μακροχρόνια, συνειδητή συλλογική παρανομία του δικαστικού σώματος της Θεσσαλονίκης, όπως αυτή αποτυπώνεται στο ντοκουμέντο που αποκαλύπτουμε σήμερα, μια σύντομη αναφορά σε όσα προβλέπει σχετικά η ελληνική έννομη τάξη είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία.

Σύμφωνα με το άρθρο 233 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, "όταν πρόκειται να εξεταστεί κατηγορούμενος, αστικώς υπεύθυνος ή μάρτυρας που δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση διορίζει διερμηνέα". Αυτός πάλι, πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, ορκίζεται σύμφωνα με το άρθρο 236 του ίδιου Κώδικα "ότι θα μεταφράσει με ακρίβεια και πιστότητα όλα όσα ειπωθούν κατά τη συζήτηση". Αν, τέλος, η επίμαχη "γλώσσα είναι ελάχιστα γνωστή", και δεν βρίσκεται μεταφραστής της στα ελληνικά, το άρθρο 238 προβλέπει ότι "μπορεί στην ανάγκη να διοριστεί διερμηνέας του διερμηνέα".

Σε κάθε περίπτωση, η πιστή και πλήρης μετάφραση όλης της διαδικασίας στον κατηγορούμενο θεωρείται όρος εκ των ουκ άνευ για την εγκυρότητα μιας ποινικής δίκης. Αλλεπάλληλες αποφάσεις του Αρείου Πάγου πιστοποιούν ότι όχι μόνο η απουσία διερμηνέα, αλλά και "η μη διερμήνευση ή η ατελής διερμήνευση στον κατηγορούμενο όλων όσων έγιναν στην διαδικασία από την ελληνική [γλώσσα] στη γλώσσα που αυτός ομιλεί και αντίστροφα, αποτελεί παραβίαση των δικαιωμάτων του και συνεπάγεται την αναίρεση της απόφασης, που εκδίδεται σε βάρος του, λόγω απόλυτης ακυρότητας της επ' ακροατηρίω διαδικασίας" (ΑΠ 265/1986 -παρόμοια επίσης σε ΑΠ 1451/1986, ΑΠ 695/1988, ΑΠ 1476/1995, ΑΠ 43/1998 και ΑΠ 609/1998). Με βάση τη νομολογία του ανώτατου δικαστηρίου, απόλυτη ακυρότητα της απόφασης επιφέρει ακόμη και η παράλειψη διερμηνείας στον κατηγορούμενο του περιεχομένου των εγγράφων που διαβάζονται στο δικαστήριο (ΑΠ 736/1985).

Αυτά όσον αφορά την τυπική πλευρά της υπόθεσης. Πολύ λιγότερο λαμπρή είναι ωστόσο η έμπρακτη εφαρμογή του δικαιώματος των αλλοδαπών κατηγορουμένων να παρακολουθήσουν (μέσω διερμηνέα) όλη την εξέλιξη της δίκης, έτσι ώστε να μπορέσουν να υπερασπιστούν επαρκώς τον εαυτό τους. Μόλις το 1996 θεωρήθηκε απαραίτητος ένας στοιχειώδης τυπικός έλεγχος της όλης διαδικασίας, με τη θέσπιση ειδικής διάταξης (άρθρο 233 § 2) η οποία προβλέπει την κατάρτιση ειδικού πίνακα από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, με τα ονόματα των διαθέσιμων διερμηνέων -οι οποίοι πρέπει να είναι κάτοικοι της έδρας του δικαστηρίου και "κατά προτίμηση" δημόσιοι υπάλληλοι. Η ίδια διάταξη προβλέπει και το ενδεχόμενο διορισμού διερμηνέων εκτός λίστας, "σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατό να διοριστεί διερμηνέας από εκείνους που είναι εγγγραμμένοι στο σχετικό πίνακα".

Σε μια αποκαλυπτική παραδοχή της κατάστασης που επικρατούσε μέχρι τότε, η εισηγητική έκθεση της νέας διάταξης (Ν. 2408/1996) εκτιμούσε ότι "με τη σύνταξη του ειδικού πίνακα, θα δοθεί ένα τέλος στα πρακτικής φύσεως προβλήματα που ανέκυπταν και δεν θα επαναληφθεί το φαινόμενο να αναζητούνται διερμηνείς μεταξύ εκείνων που συνέπεσε να βρίσκονται στις αίθουσες των δικαστηρίων".

Προφανώς, οι (κατά τεκμήριο καλοπροαίρετοι) εμπνευστές της παραπάνω εκσυγχρονιστικής ρύθμισης μάλλον αγνοούσαν σε ποιο βαθμό η πρωτοβουλία τους έμελλε να καταστεί ανενεργός χάρη στο συλλογικό παχυδερμισμό των λειτουργών της ελληνικής Δικαιοσύνης: όπως ανενδοίαστα παραδέχεται το ίδιο το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών της Θεσ/νίκης που φέρνουμε σήμερα στη δημοσιότητα, η ύπαρξη του σχετικού πίνακα δεν εμπόδισε "όλους τους μετέχοντας των λειτουργιών του Δικ. Μεγάρου (Δικαστές - Εισαγγελείς - Γραμματείς - Δικηγόρους)" να χρησιμοποιούν ως διερμηνέα, σε "σωρεία" δικών κι επί μια ολόκληρη δεκαετία, ένα άτομο το οποίο στην καλύτερη περίπτωση "γνωρίζει ελάχιστα" τη γλώσσα που καλείται να μεταφράσει, με μοναδικό κριτήριο το γεγονός ότι το εν λόγω άτομο "ευρίσκεται ανά πάσαν στιγμήν εις το Δικ. Μέγαρον"...
 


ΔΙΑΒΑΣΤΕ
 

Σωτήρης Μανωλκίδης, "Το δικαίωμα του αλλοδαπού κατηγορουμένου για γνώση της κατηγορίας σε γλώσσα που κατανοεί" (Ποινικά Χρονικά, τ. ΜΘ΄, 1999, σ.108-120). Ανάλυση της σχετικής ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, με έμφαση σε μια ελάσσονα λεπτομέρεια. Η υποχρέωση του δικαστηρίου για παροχή αξιόπιστου διερμηνέα κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία θεωρείται έτσι κι αλλιώς αυτονόητη.

Γεώργιος Αρβανίτης κ.ά., "Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Σχόλια - Νομολογία" (Αθήνα 2002, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη). Εύχρηστο εγχειρίδιο με την υπογραφή τριών πανεπιστημιακών και δύο αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου. Το σχετικό με τους διερμηνείς κεφάλαιο (τ. Α΄, σ.564-70) παραθέτει σειρά αποφάσεων του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις οποίες η "ατελής διερμήνευση" της ακροαματικής διαδικασίας στον κατηγορούμενο συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα των δικαστικών αποφάσεων.

Χρύσα Χατζή, "Ο αλλοδαπός ως υποκείμενο δικαιωμάτων στην ελληνική έννομη τάξη" (σε Μίλτος Παύλου - Δημήτρης Χριστόπουλος [επιμ.], "Η Ελλάδα της μετανάστευσης", Αθήνα 204, εκδ. Κριτική, σ.233-52). Συνολική καταγραφή της "μεγάλης διάστασης" που υφίσταται "μεταξύ της αφηρημένης αναγνώρισης δικαιωμάτων των αλλοδαπών" από το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα και της καθημερινής διοικητικής πρακτικής απέναντί τους.

Ιωάννα Κούρτοβικ, "Μετανάστες: ανάμεσα στο δίκαιο και στη νομιμότητα" (στο συλλογικό "Μετανάστες στην Ελλάδα, Αθήνα 2001, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σ.163-98). Επισκόπηση της αντιμετώπισης των μεταναστών από τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια, με ειδική αναφορά στην πλημμελή (ή και τη μη) εφαρμογή των διατάξεων για παροχή διερμηνέα.

 

 

(Ελευθεροτυπία, 26/6/2005)

 

www.iospress.gr