ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ ΤΗΣ RAF ΣΤΑ ΛΕΥΚΑ ΚΕΛΙΑ

 

Μια νύχτα στο Σταμχάιμ
 


ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

 

1. / 2.   



Καλεσμένη για το αντιτρομοκρατικό φεστιβάλ βρέθηκε η Ιρμγκαρντ Μέλερ τις περασμένες μέρες στην Αθήνα. Είναι η μόνη από τα μέλη της RAF που επέζησε στις φυλακές του Σταμχάιμ τον Οκτώβριο του 1977.
 

Η νύχτα της 17ης Οκτωβρίου 1977 σημάδεψε τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Ηταν η κορύφωση του πολιτικού δράματος που πήρε το όνομα «γερμανικό φθινόπωρο». Μέσα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Σταμχάιμ βρέθηκαν σκοτωμένοι οι τρεις ηγέτες της RAF. Ο Αντρέας Μπάαντερ και ο Γιαν Καρλ Ράσπε από σφαίρες, η Γκούντρουν Ενσλιν κρεμασμένη. Σύμφωνα με την επίσημη άποψη, οι τρεις «αρχιτρομοκράτες» αυτοκτόνησαν για να ενοχοποιήσουν το κράτος, όπως υποτίθεται ότι είχε κάνει και η σύντροφός τους Ουλρίκε Μάινχοφ ένα χρόνο νωρίτερα.

Από τότε μέχρι σήμερα η υπόθεση αυτή εξακολουθεί να διχάζει εκείνους που αποδέχονται (στον ένα ή τον άλλο βαθμό) την υπόθεση της αυτοκτονίας (έστω και ως εξαναγκασμό σε αυτοκτονία) και εκείνους που υποστηρίζουν ότι ήταν μια εν ψυχρώ δολοφονία του κράτους, το οποίο ήθελε τότε να περάσει το μήνυμα της απόλυτης άρνησης να συνδιαλλαγεί με τρομοκράτες.

Η Ιρμγκαρντ Μέλερ είναι η μόνη που επέζησε από εκείνη τη νύχτα. Ηταν η τέταρτη από την ομάδα ανταρτών πόλης της RAF που βρισκόταν στην ίδια πτέρυγα των λευκών κελιών του Σταμχάιμ. Γλίτωσε με βαριά τραύματα, τα οποία -κατά την επίσημη άποψη- επέφερε η ίδια στον εαυτό της με ένα μαχαίρι. Η Μέλερ βρισκόταν στη φυλακή από το 1972. Είχε καταδικαστεί σε ισόβια για τη βομβιστική επίθεση στo αμερικανικό στρατηγείο της Χαϊδελβέργης (24/5/72) που προκάλεσε το θάνατο τριών στρατιωτικών των ΗΠΑ. Η Μέλερ οδηγούσε το παγιδευμένο αυτοκίνητο.

Η αρχή του δράματος

Η μοναδική μάρτυρας εκείνης της δραματικής βραδιάς δέχτηκε να μας διηγηθεί τα γεγονότα όπως η ίδια τα έζησε. Στα μέσα του 1977, η κατάσταση στα περιβόητα λευκά κελιά του Σταμχάιμ είχε κάπως βελτιωθεί.

«Είχε μεγαλώσει η ομάδα των κρατουμένων. Μας έφεραν τρεις ακόμα από το Αμβούργο, τον Βέρνερ Χόπε, τον Χέλμουτ Πολ και τον Βόλφγκανγκ Μπερ και γίναμε οκτώ, μαζί με την Ινγκριντ Σούμπερτ. Αλλά μεσολάβησε η ενέργεια με τον Πόντο και ξαναγυρίσαμε στην απομόνωση».

Ηταν 30 Ιουλίου 1977 όταν επιχειρήθηκε από μέλη της RAF να απαγάγουν τον πρόεδρο της Dresdner Bank Γίργκεν Πόντο. Η ενέργεια απέτυχε και ο Πόντο σκοτώθηκε.

«Τότε τα πράγματα έγιναν πολύ σκληρά. Αμέσως έστειλαν τους τρεις κρατούμενους πίσω στο Αμβούργο και μετέφεραν την Ινγκριντ στο Στάντελχαϊμ, στο Μόναχο. Ετσι μείναμε μόνο τέσσερις σε όλο το διάστημα της απαγωγής του Σλάγιερ. Η κράτηση έγινε τόσο αυστηρή ώστε δεν μπορούσαμε πλέον ούτε να βλεπόμαστε. Μέχρι τότε υπήρχε ένας χώρος ανάμεσα στα κελιά, όπου μπορούσαμε να συναντιόμαστε στη διάρκεια της μέρας. Οι πόρτες των κελιών ήταν ανοιχτές τη μέρα και μπορούσαμε να πηγαίνουμε οι γυναίκες στις γυναίκες και οι άντρες στους άντρες».

Η κυρία Μέλερ σκιτσάρει πρόχειρα τη διάταξη των κελιών. Μας εξηγεί:

«Ο ένας τοίχος ήταν από υαλότουβλα. Τα κελιά των αντρών ήταν απέναντι από εκείνα των γυναικών. Γύρω στο διάδρομο υπήρχαν κάμερες που βιντεοσκοπούσαν όλη μέρα και στην άκρη ένα γυάλινο κουβούκλιο με έναν τεχνικό που χειριζόταν τα ηλεκτρονικά μηχανήματα. Ο Αντρέας είχε ένα διπλό κελί. Το ίδιο και η Γκούντρουν. Εγώ ήμουν απέναντι από τον Γιαν. Πριν σκληρύνουν οι συνθήκες μπορούσαμε να κοιμόμαστε και σε κάποιο άλλο κελί. Εγώ έμεινα αρκετό διάστημα με την Ενσλιν, μετά την απεργία πείνας, γιατί ήταν τόσο αδύναμη που χρειαζόταν βοήθεια.

Τη χαλάρωση των συνθηκών κράτησης την πετύχαμε μετά από σκληρούς αγώνες και απεργίες πείνας. Αλλά μετά την υπόθεση Πόντο, ήθελαν και πάλι να μας κλείσουν στα κελιά. Χρειάστηκε να ξεκινήσουμε και πάλι απεργία πείνας. Πήραν τότε αφορμή αυτή την απεργία για να στείλουν την Ινγκριντ πίσω στο Στάντελχαϊμ».

Στις 5 Σεπτεμβρίου 1977 πραγματοποιήθηκε από ένα κομάντο της RAF η απαγωγή του προέδρου των γερμανών εργοδοτών Χανς Μάρτιν Σλάγιερ. Οι απαγωγείς απαίτησαν την απελευθέρωση 11 συντρόφων τους. Ανάμεσα σ' αυτούς φυσικά και οι Μπάαντερ, Ενσλιν, Ράσπε και Μέλερ. Οι κρατούμενοι το έμαθαν το ίδιο βράδυ από τις ειδήσεις στην τηλεόραση.

«Αμέσως μετά εμφανίστηκε μια ομάδα φυλάκων και μας υποχρέωσαν να γδυθούμε και μας μετέφεραν σε άλλα, άδεια κελιά, σε εντελώς διαφορετική πτέρυγα. Δεν είχαμε χρόνο να μιλήσουμε μεταξύ μας. Πέταξαν όλα τα πράγματά μας έξω από τα κελιά και τα στοίβαξαν στον κεντρικό ενδιάμεσο χώρο. Είχαμε όλοι πολλά χαρτιά, ντοσιέ, εφημερίδες, γράμματα, βιβλία. Ολα μαζεύτηκαν εκεί. Σε λίγες ώρες επιστρέψαμε στα κελιά μας και από τότε άρχισε η απόλυτη απομόνωση. Τα κελιά έκλεισαν ερμητικά.

Την άλλη μέρα ξεσηκωθήκαμε και διεκδικήσαμε πίσω τα πράγματά μας. Μας επέτρεψαν καναδυό βιβλία. Εγώ κατόρθωσα μετά από μια βδομάδα να πάρω πίσω το πικάπ μου, αφού πρώτα το ερεύνησε εξονυχιστικά το αρμόδιο τμήμα της εγκληματολογικής αστυνομίας. Μας απαγόρεψαν οτιδήποτε είχαμε μέχρι τότε κοινό, π.χ. το σαμπουάν για τα μαλλιά. Δεν επιτρεπόταν πλέον να ακουμπάει ο ένας κάτι που είχε ακουμπήσει ο άλλος. Δεν μπορούσαμε πια να βλεπόμαστε. Και μας αφαίρεσαν καθετί που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να πληροφορηθούμε τι συμβαίνει. Το ραδιόφωνο απαγορεύτηκε».

Από τότε δεν ξαναείδαν ο ένας τον άλλο. Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας ήταν να φωνάζουν έξω από τις πόρτες των κελιών, καθώς περνούσαν ένας ένας για το λουτρό που βρισκόταν στο άκρο του διαδρόμου.

«Σε λίγες μέρες, νομίζω στις 13 Σεπτεμβρίου, μας επισκέφτηκε ένας απεσταλμένος του BKA (δηλαδή της Ασφάλειας), ο Κλάους, ο οποίος μας ρώτησε αν επιθυμούμε να απελευθερωθούμε σε αντάλλαγμα με τον Σλάγιερ και σε ποιες χώρες επιθυμούμε να μεταφερθούμε. Εγώ δεν επέλεξα χώρα. Απλώς έθεσα ως όρο να πάω σε κάποια χώρα, από όπου δεν θα ζητηθεί αμέσως η έκδοσή μου πίσω στη Γερμανία. Ο Αντρέας υπέδειξε ορισμένες χώρες. Δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά μάλλον ήταν η Αλγερία, η Λιβύη, ίσως και το Βιετνάμ».

Τότε είχαν πιστέψει δηλαδή στην επιτυχία του εγχειρήματος.

«Ναι βέβαια. Μας πήραν τον ένα μετά τον άλλο να μιλήσουμε με τον Κλάους και μόλις επιστρέφαμε φωνάξαμε πίσω από τις πόρτες των κελιών τι συνέβη. Αυτό το κατάλαβε ο Κλάους και ζήτησε να κλειστούν οι χαραμάδες στις πόρτες για να μονωθούν ηχητικά τα κελιά. Εβαλαν τότε στρώματα πάνω στις πόρτες για να μην ακούγονται οι φωνές μας. Μας άλλαξαν και πάλι τα κελιά, για να μεσολαβούν ανάμεσά μας άδεια κελιά και να μη μπορούμε να συνεννοούμαστε ούτε με χτυπήματα στους τοίχους.

Σ' όλο αυτό το διάστημα δεν επιτρεπόταν να δούμε κανέναν. Ούτε τους δικηγόρους μας. Στην αρχή πήραν αυτό το μέτρο 'για λόγους ασφαλείας', εντελώς παράνομα. Στη συνέχεια έκαναν με συνοπτικές διαδικασίες έναν ειδικό νόμο. Ακόμα και στον γιατρό της φυλακής δεν επέτρεπαν να μας εξετάζει μόνος. Συνοδευόταν πάντοτε από δύο φρουρούς. Αλλά και οι φύλακες απαγορευόταν να μας συναντούν μόνοι τους. Επρεπε να είναι δύο».

Η ελπίδα του Μπάαντερ

«Οσο περνούσαν οι βδομάδες, διαφαινόταν πλέον ότι η κυβέρνηση δεν είχε καμιά πρόθεση να δεχτεί την ανταλλαγή. Ο Αντρέας ζήτησε να έρθει σε άμεση επαφή με τον καγκελάριο Σμιτ και να του δηλώσει ότι αν ελευθερωθούμε δεν πρόκειται να ξαναβγούμε στην παρανομία. Οτι θα σταματήσουμε τον ένοπλο αγώνα. Θεωρούσε ότι μ' αυτό τον τρόπο θα διευκολύναμε και την κυβέρνηση να προχωρήσει στη συμφωνία.

Το είχαμε σκεφτεί και παλιότερα αυτό το ενδεχόμενο. Πιστεύαμε ότι η απελευθέρωσή μας θα άλλαζε ολόκληρη την πολιτική κατάσταση εκείνη τη στιγμή και θα αποφεύγαμε την κλιμάκωση της βίαιης σύγκρουσης. Γνωρίζαμε ότι υπάρχουν άλλες αποτελεσματικές μέθοδοι πάλης. Οπως για παράδειγμα η κινητοποίηση του ελληνικού λαού το 1976 που απέτρεψε σε πρώτη φάση την έκδοση του Ρολφ Πόλε στη Γερμανία. Ηταν για μας μια καλή στιγμή για να απομονώσουμε πολιτικά την Ομοσπονδιακή Γερμανία, η οποία επιχειρούσε τότε να εξαγάγει το 'γερμανικό μοντέλο' σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ολλανδία υπήρχαν τότε ισχυρές κριτικές φωνές γι' αυτή τη μετάλλαξη του γερμανικού κράτους. Αυτό το κλίμα θα μας επέτρεπε να δράσουμε καθαρά πολιτικά και άοπλα.

Τελικά δεν ήρθε παρά ένας κατώτερος υπάλληλος της Καγκελαρίας. Ο Αντρέας προσπάθησε να του εξηγήσει ότι δεν ήταν προς το συμφέρον κανενός η κλιμάκωση της έντασης.

Σ' όλο αυτό το διάστημα δεν μαθαίναμε τι ακριβώς συμβαίνει, παρά μόνο αποσπασματικά. Τηλεοράσεις και ραδιόφωνα μας τα είχαν μαζέψει. Υπήρχε μόνο ένα μικροσκοπικό ακουστικό, το οποίο είχα κρύψει και το συνέδεα, όταν μπορούσα, στην πρίζα του ραδιόφωνου της φυλακής. Επρεπε βέβαια να προσέχω μη με δουν οι φύλακες που κάθε τόσο κοίταζαν από τη πόρτα του κελιού. Βέβαια στο ραδιόφωνο της φυλακής δεν έφταναν όλες οι ειδήσεις. Αλλά έστω κι αυτά τα λίγα που μάθαινα προσπαθούσα να τα φωνάζω στους άλλους το βράδυ. Επεφτα κάτω μπρούμυτα και φώναζα από μια μικρή χαραμάδα που άφηνε η πόρτα του κελιού.

Ετσι πληροφορήθηκα την αεροπειρατεία στην πτήση της Λουφτχάνσα στις 13 Οκτωβρίου».

Ηταν η ενέργεια ενός κομάντο Παλαιστινίων που ζήτησαν κι αυτοί την απελευθέρωση των μελών της RAF.

«Αυτή η ενέργεια μας έδωσε πάλι ελπίδες, παρά το γεγονός ότι είχαμε την άποψη ότι η αεροπειρατεία ήταν απρόσφορο μέσο πάλης. Αλλά είχε μεσολαβήσει πριν από λίγες μέρες (28 Σεπτεμβρίου) μια επιτυχημένη αεροπειρατεία από τον ιαπωνικό Κόκκινο Στρατό, κατά την οποία η κυβέρνηση της Ιαπωνίας είχε συμφωνήσει να απελευθερώσει εννιά πολιτικούς κρατούμενους. Αυτό το είχαμε θεωρήσει απόδειξη ότι μπορεί και στην περίπτωσή μας να πάνε όλα καλά.

Πρέπει να καταλάβετε ότι το μέλημά μας ήταν να βγούμε έξω. Πιανόμαστε από κάθε αχτίδα ελπίδας. Βέβαια η αεροπειρατεία ήταν μια σοβαρή κλιμάκωση της αντιπαράθεσης, αλλά η απαγωγή του Σλάγιερ είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Δεν μπορούσαν να τον κρατούν επ' αόριστο.

Είχαμε τότε μεγάλη εμπιστοσύνη στους παράνομους της RAF. Περισσότερη εμπιστοσύνη απ’ όση άξιζαν (γέλια). Νομίζαμε ότι μπορούσαν να τα σκεφτούν όλα και να τα υπολογίσουν πολιτικά. Τους είχαμε εντελώς υπερτιμήσει.

Οσο, λοιπόν, κι αν διαφωνούσαμε με την ενέργεια της αεροπειρατείας, τη βλέπαμε ως την τελευταία ευκαιρία να δοθεί μια λύση. Παρουσιαζόταν και στον καγκελάριο Σμιτ η ευκαιρία να μας απελευθερώσει με αντίτιμο τη σωτηρία όχι του Σλάγιερ αλλά όλων των επιβατών του αεροσκάφους. Δεν είχαμε αρκετή διορατικότητα για να καταλάβουμε πού οδηγούσε αυτή η κλιμάκωση».

Το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου

Η Ι. Μέλερ διηγείται ότι προσπαθούσε πάση θυσία να μείνει ξύπνια εκείνο το μοιραίο βράδυ.

«Ηταν σκοτάδι. Δεν έκλειναν το ρεύμα, αλλά κάθε βράδυ στις 11 έρχονταν οι φρουροί και μας έπαιρναν τους γλόμπους από τις λάμπες. Ηταν ένα μέτρο που ξεκίνησε από τη στιγμή που απήχθη ο Σλάγιερ. Εψαχναν καθετί που θα μας δημιουργούσε εκνευρισμό και θυμό. Για να έχουμε κάποιο στοιχειώδες φως και να διαβάζουμε είχαμε φτιάξει κεριά από μαργαρίνη. Είχαμε δηλαδή λιώσει το βούτυρο για να διαχωριστεί το νερό και τους είχαμε βάλει κάποιο πανάκι για φυτίλι. Είναι κάτι που κάνουν οι φυλακισμένοι σ' όλο τον κόσμο. Βρομάει και τρεμοπαίζει, αλλά ποιος νοιάζεται; Σημασία έχει ότι φωτίζει.

Είχα λοιπόν ανάψει ένα τέτοιο κερί και προσπαθούσα να μείνω ξύπνια. Σ' αυτές τις συνθήκες έχεις συνεχώς τεταμένη την προσοχή σου. Προσπαθείς να ακούσεις το καθετί. Η κούραση από την ένταση είναι αφάνταστη. Προσπαθούσα να μείνω ξύπνια γιατί το τελευταίο νέο που είχα ακούσει από το ραδιόφωνο της φυλακής γύρω στις 11 ήταν ότι είχε απογειωθεί ένα αεροσκάφος και πήγαινε να απελευθερώσει τους ομήρους και να επιτεθεί στο κομάντο που είχε κάνει την αεροπειρατεία. Το είχε πει κάποιος δημοσιογράφος, αναφερόμενος σε φήμες. Η κυβέρνηση το διέψευσε κατηγορηματικά, αλλά ήταν φανερό ότι κάτι ετοίμαζαν. Από την άλλη μεριά, πίστευα ότι η Σομαλία -όπου είχε καταλήξει το αεροπλάνο της Λουφτχάνσα- ήταν από τα κράτη που δεν θα επέτρεπαν τη βίαιη επέμβαση των γερμανικών ειδικών δυνάμεων.

Δεν μετέδωσα την πληροφορία στους άλλους αμέσως, γιατί μας παρακολουθούσαν οι φύλακες. Νομίζω ότι γύρω στις τρεις και μισή επιχείρησα να τους ειδοποιήσω. Στο κελί απέναντί μου βρισκόταν ο Γιαν. Είχε ακόμα φως. Ηταν ξύπνιος και κάτι μου απάντησε. Με τους άλλους δεν μπορούσα να επικοινωνήσω. Το τελευταίο που άκουσα απ' τα κελιά τους ήταν γύρω στις 11, δυνατή κλασική μουσική.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Ημουν πολύ αδύναμη και κουρασμένη. Τις τελευταίες μέρες δεν τρώγαμε σχεδόν τίποτα, γιατί είχαμε την υποψία ότι κάτι βάζουν στο φαγητό μας. Αποκοιμήθηκα.

Το επόμενο που θυμάμαι είναι ότι με ξύπνησε ο θόρυβος που κάνουν τα κελιά όταν τα ανοίγουν, γύρω στις επτά και μισή το πρωί. Είδα γύρω μου πολλές ανθρώπινες φιγούρες και ένα έντονο φως από λάμπα νέον. Σχεδόν ταυτόχρονα άκουσα μια έντονη ανδρική φωνή: 'Ο Μπάαντερ και η Ενσλιν είναι ήδη νεκροί...'. Κάποιος με σήκωσε και με έβγαλε στο διάδρομο. Υπήρχε μεγάλη νευρικότητα, με φωνές και κόσμο να πηγαινοέρχεται. Εχασα πάλι τις αισθήσεις μου.

Συνήλθα δυο μέρες αργότερα στο νοσοκομείο του Τίμπιγκεν. Βρισκόμουν στην εντατική, αλλά μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν άνθρωποι του ΒΚΑ, με ιατρικές μπλούζες και μάσκες. Εξω από το θάλαμο περιπολούσαν άνδρες με αυτόματα. Δεν είχα ακόμα πλήρη συνείδηση, γιατί βρισκόμουν ακόμα υπό την επήρεια ισχυρών παυσίπονων. Την τέταρτη μέρα με επισκέφτηκε η δικηγόρος μου. Από εκείνη πληροφορήθηκα ότι και ο Γιαν ήταν νεκρός. Με ρώτησε να της πω τι συνέβη και αν το έκανα μόνη μου».

Το πρωί της 18ης εισέβαλαν ασφαλίτες στο κελί της Ινγκριντ Σούμπερτ, στο Στάντελχαϊμ και την υπέβαλαν σε εξονυχιστικό έλεγχο, ακόμα και γυναικολογικό. Της φώναζαν ότι οι σύντροφοί της είχαν αυτοκτονήσει και ότι και η ίδια θα έκανε το ίδιο. Ενα μήνα αργότερα, στις 12 Νοεμβρίου, η Σούμπερτ βρέθηκε κρεμασμένη στο κελί της. Με το θάνατό της ολοκληρώθηκε η εξάλειψη όλης της ιστορικής ηγεσίας της RAF. Για την Σούμπερτ δεν ολοκληρώθηκε καμιά έρευνα. Ο δικός της θάνατος δεν αποδόθηκε σε αυτοκτονία, αλλά χαρακτηρίστηκε «ανεξιχνίαστος».

Η κυρία Μέλερ δεν είχε ούτε έχει καμιά αμφιβολία ότι δολοφόνησαν τους συντρόφους της και ότι αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν και την ίδια.

«Το μαχαίρι, με το οποίο υποτίθεται ότι επέφερα τα βαθιά τραύματα ήταν ένα μαχαίρι της φυλακής, απ’ αυτά που δεν κόβουν καθόλου. Αποσιώπησαν κι αυτό που μου είπε ο γιατρός που με εγχείρισε, ότι δηλαδή διαπίστωσε μια εγκοπή σε ένα από τα πλευρά μου. Αλλά τέτοια εγκοπή, σε βάθος 7 εκατοστών, δεν μπορούσε βέβαια να προέλθει από ένα παρόμοιο μαχαίρι.

Εξίσου ανυπόστατες είναι οι θεωρίες ότι όλοι είχαμε όπλα στα κελιά μας, αυτό ήταν αδύνατο σ' εκείνες τις συνθήκες. Μας ερευνούσαν συνεχώς εξονυχιστικά τα κελιά και μας υποχρέωναν κι εμάς να γδυθούμε για να μας ψάξουν. Πριν από δύο χρόνια αποκαλύφτηκε χάρη στη δημοσιογραφική έρευνα του Ολιβερ Τολμάιν ότι υπήρχαν κοριοί στα κελιά μας και μας παρακολουθούσαν. Υπάρχουν μαγνητοταινίες από αυτές τις παρακολουθήσεις, αλλά αρνούνται να τις δώσουν στη δημοσιότητα. Μέχρι σήμερα οι αρχές αρνούνται να μου δώσουν ακόμα και τα πρακτικά των εξεταστικών επιτροπών, ώστε να ελέγξω την ακρίβεια των συμπερασμάτων τους. Ούτε καν τις ακτινογραφίες μου μπορώ να δω. Το χειρότερο, βέβαια, ήταν ο ψυχολογικός πόλεμος που μου έγινε τόσα χρόνια, για να παραδεχτώ ότι αποπειράθηκα ν' αυτοκτονήσω».

Από τότε, η συναίνεση στην εκδοχή της αυτοκτονίας αποτελεί όρο για όλους τους άλλους κατηγορούμενους της RAF, προκειμένου να υπαχθούν στις ευεργετικές διατάξεις του αντιτρομοκρατικού νόμου. Μ' αυτό τον τρόπο απέσπασαν τη δήλωση της Σουζάνε Αλμπερτς και της Μόνικα Χέμπινγκ ότι υπήρχε ένα «σχέδιο αυτοκτονίας».

Μετά το νοσοκομείο, η Ιρμγκαρντ Μέλερ βρέθηκε και πάλι στην απομόνωση. Η πρώτη επίσκεψη που δέχτηκε ήταν της μητέρας της, ένα χρόνο μετά. Στις 20 Νοεμβρίου 1977 τη μετέφεραν πίσω στο Σταμχάιμ. Αυτή τη φορά το κελί της δεν είχε πόρτα, αλλά κάγκελα. Ξεσηκώθηκε και κατάφερε μετά από λίγο καιρό να τη βγάλουν από το κλουβί. Διατήρησαν όμως μια τρύπα για να την παρακολουθούν συνεχώς. Αποφυλακίστηκε την πρώτη Δεκεμβρίου 1994, ύστερα από 23 χρόνια κράτησης σε ειδικές συνθήκες και δώδεκα εξοντωτικές απεργίες πείνας. Είχε μείνει περισσότερο στη φυλακή από κάθε άλλο κρατούμενο της RAF, μέχρι τότε. Ηταν η τιμωρία της που επέζησε και διέψευσε την επίσημη κρατική εκδοχή για την «τελική λύση» στο Σταμχάιμ.
 

(Ελευθεροτυπία, 13/2/2005)

 

www.iospress.gr                                                                                    ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ