Η ΤΣΕΤΣΕΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΠΟΛΙΤΚΟΦΣΚΑΓΙΑ

 

Ο βρόμικος πόλεμος

1. / 2.   
 

Οι πόλεμοι του πετρελαίου

Μία από τις βασικές αιτίες του τωρινού πολέμου της Τσετσενίας, υπήρξε ο λυσσαλέος ανταγωνισμός γύρω από τις πηγές και τους αγωγούς των πετρελαίων της Κασπίας. Στο βιβλίο της, η Αννα Πολιτκόφσκαγια μας γνωρίζει μια δεύτερη, άγνωστη, πτυχή αυτής της αναμέτρησης. Πιο λούμπεν, βέβαια, από την υψηλή πολιτική κρατών και πολυεθνικών επιχειρηματικών ομίλων. Εξίσου καθοριστική, ωστόσο, για το ξέσπασμα της βίας σε τοπικό επίπεδο.

Ο λόγος για την αρπαγή και ιδιοποίηση από επιχειρηματίες πολέμαρχους των τοπικών πετρελαιοπηγών κι ενός μέρους από το πετρέλαιο που μεταφέρεται με αγωγούς μέσω Τσετσενίας από το Μπακού στο ρωσικό λιμάνι του Νοβοροσίσκ. 

Τυπικά, πρόκειται για δημόσια περιουσία. Το Νοέμβριο του 1999, αμέσως μετά την περικύκλωση του Γκρόζνι, οι Ρώσοι έστησαν μια «Προσωρινή Διεύθυνση Εξόρυξης Πετρελαίου». Στις 25 Μαΐου 2000, η ρωσόφιλη τοπική «κυβέρνηση» την αναβάθμισε σε δημόσια επιχείρηση, ονόματι Grozneft. Στα χαρτιά, η Grozneft ελέγχει 26 εργοστάσια και 776 πετρελαιοπηγές. Στην πράξη, ωστόσο, δεν είναι παρά ένα φάντασμα: δυόμισι μήνες μετά το διορισμό του, ο διευθυντής της δεν είχε πατήσει ακόμα το πόδι του στην περιοχή. «Οι στρατηγοί τού εξήγησαν ωμά ότι, έτσι κι εμφανιστεί στην Τσετσενία, πρέπει να φοβάται για τη ζωή του. Αφού πολέμησαν με νύχια και δόντια, κανείς τους δεν είναι διατεθειμένος να παραχωρήσει τα κέρδη του αμαχητί».

Σαφέστερα -κι αγριότερα- είναι τα πράγματα σε τοπικό επίπεδο. Κάθε πετρελαιοπηγή, σημειώνει η Πολιτκόφσκαγια, παρ' όλο που τυπικά ανήκει στην Grozneft, στην πραγματικότητα ελέγχεται από κάποιους τρίτους. «Ανάλογα με τους πραγματικούς ιδιοκτήτες τους, οι πετρελαιοπηγές χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αυτές που καίγονται κι εκείνες που δουλεύουν κανονικά. Κάποιες αρπάζουν ξαφνικά φωτιά, σε άλλες η φωτιά σβήνει, ενώ ορισμένες άλλες εξακολουθούν να δουλεύουν σταθερά. Σ' αυτή την τελευταία περίπτωση, είναι προφανές τι ακριβώς συμβαίνει. Ο ιδιοκτήτης είναι ένας αξιοσέβαστος πλούσιος άνθρωπος, που έχει τη δυνατότητα να πληρώνει τις δικές του δυνάμεις ασφαλείας». 

Η ακριβής διαπλοκή όλης αυτής της υπόγειας διαμάχης με την «εθνική» αναμέτρηση που σαρώνει τη χώρα δύσκολα μπορεί ν' αποκρυπτογραφηθεί. Το μόνο σίγουρο είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο που κλιμακώθηκε μετά την ανακατάληψη της χώρας από τα ρωσικά στρατεύματα. Το τελευταίο δίμηνο του 1999, ενώ οι μάχες μαίνονταν σ' όλη την Τσετσενία, οι φλεγόμενες πετρελαιοπηγές ήταν μόλις 3. Με τη μετατόπιση των επιχειρήσεων στα ορεινά, είχε φθάσει η ώρα για τη μοιρασιά -και οι πυρκαγιές αυξήθηκαν σε 11, σε 18 και, την άνοιξη του 2000, σε 34. 

«Συνήθως», γράφει η Πολιτκόφσκαγια, «οι ομοσπονδιακές δυνάμεις είναι αυτές που βάζουν τη φωτιά. Οι χωρικοί που ζουν δίπλα σ' αυτούς τους φλεγόμενους πυρσούς είναι σίγουροι ότι σ' αυτό ενθαρρύνονται, ή απλώς διατάσσονται, από κάποιους τσετσένους εγκληματίες. Αν φθάσει η πυροσβετική κι αρχίσει να σβήνει τη φωτιά, οι ντόπιοι το θεωρούν σημάδι ότι ο νέος ιδιοκτήτης έχει κάνει την εμφάνισή του». 

Εξίσου αποκαλυπτική είναι η διακριτικότητα των αντιμαχόμενων, όσον αφορά την ασφάλεια του όλου συστήματος. Χαρακτηριστική δε, η απουσία κάθε εχθροπραξίας γύρω από τις πετρελαιοπηγές: «Εδώ δεν υπάρχουν κατεστραμμένα κτίρια. Ολες οι πλευρές προστατεύουν αυτές τις εγκαταστάσεις, τόσο οι ομοσπονδιακοί όσο και οι τσετσένοι μαχητές. Οι ομοσπονδιακές δυνάμεις θα έρθουν εδώ για "εκκαθαριστικές επιχειρήσεις", μονάχα όταν υπάρξει λαϊκή αγανάκτηση για τις βαρβαρότητες αυτών των εγκληματικών ομάδων».



Το τουρκικό μοντέλο...

Μόλις 43 χρόνων, ο στρατηγός Βλαντιμίρ Σαμανόφ υπήρξε ο πραγματικός αρχιτέκτονας του ολοκληρωτικού πολέμου για την ανακατάληψη και «ειρήνευση» της Τσετσενίας. Διοικητής της 58ης ρωσικής στρατιάς, έμεινε διάσημος για τη σκληρότητα τόσο του ίδιου όσο και των υφισταμένων του. Φήμη που βοήθησε, μάλλον, παρά έβλαψε την καριέρα του: δεν είχε καλά καλά τελειώσει ο πρώτος γύρος των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, όταν το Δεκέμβριο του 2000 εξελέγη πανηγυρικά κυβερνήτης της περιφέρειας του Ουλιάνοφσκ.

Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην Αννα Πολιτκόφσκαγια τον Ιούνιο του 2000, ο στρατηγός Σαμανόφ δεν έκρυψε καθόλου τις αντιλήψεις του για το είδος του πολέμου που διεξήγαγε: «Θέλουμε να κάνουμε τα πάντα με καθαρά χέρια; Δεν γίνεται! Η καλοσύνη πρέπει πάντοτε να έχει τα όριά της. Αν οι συμμορίτες δεν καταλαβαίνουν το δικό μας κώδικα ηθικής, τότε πρέπει να εξολοθρευτούν. Αν κάποιος αρρωστήσει, για να θεραπευτεί πρέπει να αφαιρέσουμε τα χαλασμένα του όργανα». 

Η πιο εύγλωττη πτυχή αυτής της «χειρουργικής» λογικής αφορά την αντιμετώπιση του άμαχου πληθυσμού. «Η γυναίκα ενός συμμορίτη», εξηγεί ο στρατηγός, «είναι κι αυτή συμμορίτισσα. Αν δεν ήταν έτσι, θα έπρεπε να τον είχε εγκαταλείψει. Αλλωστε, πώς μπορεί κανείς να ξεχωρίσει μια σύζυγο από μια ελεύθερη σκοπεύτρια;». Αλλά και στην προβοκατόρικη ερώτηση της δημοσιογράφου, «αν το παιδί ενός συμμορίτη είναι επίσης συμμορίτης», δεν έχει κανένα πρόβλημα ν' απαντήσει μονολεκτικά: «Ασφαλώς!».

Εξίσου σαφής ήταν ο στρατηγός όσον αφορά το σκοπό του πολέμου: «Δώσαμε μια καλή απάντηση στους σκεπτικιστές της Δύσης, που είχαν ξεγράψει το στρατό μας. Δεν υπάρχει τίποτα πιο δυνατό στον κόσμο από το ρώσο στρατιώτη. Δεν θα βρεις πουθενά κανέναν λιγότερο απαιτητικό ή πιο αφοσιωμένο, ικανό γι' αυτοθυσία και προσαρμογή σε αντίξοες συνθήκες, απ' ό,τι ο ρώσος πολεμιστής». Η ικανοποίηση αυτή έχει, όμως, τα όριά της. Τι ακριβώς χρειάζεται ο ρωσικός στρατός για να φθάσει τα επιθυμητά επίπεδα επαγγελματισμού; Ο στρατηγός Σαμανόφ δεν διστάζει καθόλου να θίξει την ουσία του προβλήματος: «Θα 'θελα να παίρνω 5.000-10.000 δολάρια το μήνα, όπως ένας αμερικανός στρατηγός. Πληρώνομαι μόλις 180 δολάρια». 

Η εικόνα του στρατηγού Σαμανόφ για την εσωτερική και διεθνή πολιτική μοιάζει, άλλωστε, εκπληκτικά με τον απλουστευτικό κόσμο του προέδρου Μπους και των γερακιών του. «Από το 1990, όταν ανέλαβα τη διοίκηση ενός συντάγματος στο Ναγκόρνο Καραμπάχ», δηλώνει, «όλη μου η ζωή έχει ξοδευτεί στον αγώνα ενάντια στο Κακό». Πού καιρός για πιο πολύπλοκες γεωπολιτικές αναλύσεις... Οι οποίες, άλλωστε, ούτως ή άλλως περιττεύουν. «Πόσο θα διαρκέσει ο πόλεμος στην Τσετσενία;», ρωτά η Πολιτκόφσκαγια. «Πόσον καιρό η Τουρκία πολεμά τους Κούρδους;» απαντά, με δική του ερώτηση, ο στρατηγός. 

Το πιο ανησυχητικό απόσπασμα της συνέντευξης αφορά τα όνειρα του Σαμανόφ για την ίδια του τη χώρα. «Εδώ στη Μόσχα νιώθω εκτός τόπου και χρόνου», εξηγεί. «Περισσότερο απ' όλα με στενοχωρεί η απερισκεψία των ανθρώπων. Δεν καταλαβαίνουν ότι η ευημερία τους δεν διασφαλίζεται από τον εξωτερικό δακτύλιο της πρωτεύουσας, αλλά απ' ό,τι συμβαίνει στα νότια σύνορά μας, στον Καύκασο». 

«Κάποτε όμως ο πόλεμος θα τελειώσει», του αντιτείνει η δημοσιογράφος, και τότε όλοι θα πρέπει να ζήσουμε με τους κανόνες της ειρήνης. Ο στρατηγός σπεύδει να τη διακόψει: «Ας τελειώσει πρώτα ο πόλεμος, και τότε θα δούμε κάτω από τίνος τους κανόνες θα ζήσουμε! Τα πράγματα δεν είναι καθόλου προφανή στη σημερινή Ρωσία. Αν οι κανόνες μας περιορίζουν, τότε θα πρέπει να τους αλλάξουμε»...


ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Anna Politkovskaya
«Α dirty war. Α russian reporter in Chechnya»

(Λονδίνο 2001, εκδ. «The Harvill Press»). Συλλογή άρθρων της Πολιτκόφσκαγια για το δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας, δημοσιευμένων στη «Νόβαγια Γκαζιέτα».

«Chechnya: Articles by Anna Politkovskaya».
http://www.tjetjenien.dk/baggrund/politkovskaya.html 
Συλλογή κειμένων και συνεντεύξεων της Πολιτκόφσκαγια από τη δανέζικη Επιτροπή Αλληλεγγύης στην Τσετσενία.

Anna Politkovskaya
«Ι tried and failed»

(«The Guardian» 30.10.02, http://media.guardian.co.uk/attack/story/0,1301,822380,00.html). Η δημοσιογράφος επιχειρεί να μεσολαβήσει στους τσετσένους αντάρτες. Το ρεπορτάζ της Πολιτκόφσκαγια που κατάφερε να εισβάλει στο θέατρο και να συναντήσει τους απαγωγείς.

Anna Politkovskaya
«Remember Chechnya»

(«The Washington Post» 14.11.01, http://www.iwmf.org/features/4654). Υπόμνηση του δράματος της Τσετσενίας προς το κοινό της Δύσης.

Carlotta Call & Thomas de Waal 
«Chechnya. Α small victorious war»
 
(Λονδίνο 1997, εκδ. «Pan Original»). Αναλυτική και εμπεριστατωμένη εξιστόρηση του αποσχιστικού κινήματος (1991-94) και του πρώτου πολέμου της Τσετσενίας (1994-95), από δύο δυτικούς δημοσιογράφους.



ΔΕΙΤΕ

«Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου»

(Kavkazij plennik) του Σεργκέι Μποντρόφ (1996). Κινηματογραφική μεταφορά ενός κλασικού διηγήματος του Τολστόι στις συνθήκες των σύγχρονων πολέμων της Τσετσενίας. Ενας αιχμάλωτος ρώσος στρατιώτης, αντιμέτωπος με τους αρχαϊκούς δεσμοφύλακες-απαγωγείς του, από τη μια, και τη βιομηχανική κτηνωδία του στρατιωτικού μηχανισμού των «δικών του», από την άλλη.



(Ελευθεροτυπία, 17/11/2002)

 

www.iospress.gr                                  ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ