ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Εγώ, η Ντεβρίμ από το Κουρδιστάν

1.   2.   3.



Από την κόλαση, στην κόλαση

Μετά τις περιπέτειές της στη νοτιοανατολική Τουρκία, η 19χρονη Ντεβρίμ Καγιά καταφεύγει στην Κωνσταντινούπολη και προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει τρόπο να φύγει για τη Γερμανία. Χωρίς χρήματα, χωρίς γνωριμίες, πέφτει εύκολα θύμα ψεύτικων υποσχέσεων ανθρώπων του υποκόσμου. Μένει μαζί με την αδελφή της σε καθεστώς παρανομίας. Οι δυο κοπέλες τρέφονται με ξεροκόμματα. Η Ντεβρίμ εφευρίσκει διάφορες μικροκομπίνες για να εξασφαλίσει κανένα φρούτο. Για δουλειά ούτε λόγος. Κινδυνεύει κάθε στιγμή να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε 12 μέχρι 15 χρόνια φυλακή.
Τελικά καταφέρνει να βρει κάποιον μεσάζοντα, ο οποίος την εφοδιάζει με πλαστά χαρτιά και αεροπορικά εισιτήρια με προορισμό την Πράγα. Η επιβίβαση στο αεροπλάνο και το ταξίδι πραγματοποιούνται χωρίς κανένα εμπόδιο. Η Ντεβρίμ αισθάνεται επιτέλους ελεύθερη. Μετά από ολιγοήμερη παραμονή στην Πράγα, έρχεται να τη συναντήσει η αδελφή της η Ντεμέτ που ζει με τον πατέρα τους στη γερμανική πόλη Αουγκσμπουργκ. Με τρένο ταξιδεύουν μέχρι τα σύνορα με τη Γερμανία. Περιμένουν να νυχτώσει και περνούν τη συνοριακή γραμμή μέσα από ένα δάσος. Η διαδρομή είναι δύσκολη και περνά όλη η νύχτα μέχρι να βγουν στο πρώτο ξέφωτο. Στην άκρη του μονοπατιού, τις περιμένει ο πατέρας τους με ένα αυτοκίνητο. Βρίσκονται πια σε γερμανικό έδαφος.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Ντεβρίμ πίστευε ότι αρκεί να φτάσει κάποιος φυγάδας στα γερμανικά σύνορα για να υποβάλει αίτημα παροχής ασύλου. Τώρα αρχίζει να καταλαβαίνει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ακούει ότι αν πέσει στα χέρια των συνοριακών φρουρών, κανείς δεν θα εξετάσει το αίτημά της. Πρέπει να βρίσκεται τουλάχιστον 200 χλμ μέσα σε γερμανικό έδαφος για να μπορεί να απευθυνθεί με ασφάλεια στις γερμανικές αρχές.
Στο Αουγκσμπουργκ την υποδέχονται η μητέρα της και τα άλλα τρία αδέλφια της. Το ίδιο βράδυ, με απογοήτευση διαπιστώνει ότι οι γονείς της τσακώνονται για το καθετί. Μετά από λίγες μέρες η Ντεβρίμ επιχειρεί να ζητήσει άσυλο στο Αουγκσμπουργκ. Την παραπέμπουν στο Μόναχο, στην Κεντρική Υπηρεσία Υποδοχής. Πρόκειται για ένα τεράστιο κτιριακό συγκρότημα που θυμίζει στρατώνα και περιβάλλεται από έναν πανύψηλο τοίχο. Της δίνουν ένα νούμερο και της ζητούν να περιμένει. "Ολα αυτά μου θύμιζαν τις εμπειρίες από τα ανακριτικά κέντρα και τις φυλακές της Τουρκίας", γράφει η ίδια. Της παίρνουν αποτυπώματα και τη φωτογραφίζουν. Τελικά της δίνουν μια προσωρινή ταυτότητα. Αργότερα θα μάθει ότι πρόκειται για "Αδεια παραμονής ενόψει αίτησης ασύλου". Στο τέλος την τοποθετούν στον κοιτώνα του Κέντρου. Οι συνθήκες ζωής είναι άθλιες. Ακόμα κι αυτοί οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες, όσο κι αν είναι συνηθισμένοι στις ταλαιπωρίες, αισθάνονται φυλακισμένοι.
Μετά από δεκαπέντε μέρες η Ντεβρίμ παρουσιάζεται στην υπάλληλο που θα εξετάσει το αίτημά της. Οι ερωτήσεις τής θυμίζουν ανακρίσεις στην Τουρκία. Της ζητούν να τους διηγηθεί τις περιπέτειές της. Με φρίκη διαπιστώνουν τη σχέση της με το PKK. "Ωστε λοιπόν είσαστε με τους τρομοκράτες του PKK; Μάθετε λοιπόν ότι το PKK σύντομα θα απαγορευτεί εδώ στη Γερμανία." Η Ντεβρίμ καταλαβαίνει ότι δεν πρέπει να περιμένει και πολλά.
Μετά από ένα μήνα παραμονής στο Κέντρο, η Ντεβρίμ παίρνει άδεια να μετακομίσει στους γονείς της. Ο πατέρας της όμως δεν έχει καθόλου αλλάξει. "Είναι το ίδιο δεσποτικός όπως τότε στο Κουρδιστάν." Στα μάτια του η Ντεβρίμ είναι μόνο ένα παραπάνω στόμα για να θρέψει και τα λεφτά δεν επαρκούν. Η Ντεβρίμ αρχίζει να αναρωτιέται αν έκανε καλά που έφυγε από την Τουρκία.
Με τη συμβουλή του ξαδέλφου της Μουράτ, που έχει κι αυτός καταφύγει στη Γερμανία αποφασίζει να στείλει επιστολή στον Οτσαλάν και να ζητήσει αποκατάσταση της μνήμης του θείου της. Ο Άπo ανταποκρίνεται. Λίγες βδομάδες αργότερα φτάνει η απάντηση με προσωπικό μήνυμα του αρχηγού του PKK. Ο Οτσαλάν ζητεί συγνώμη και παραδέχεται ότι ήταν λάθος η εκτέλεση του θείου, αλλά εξηγεί ότι οι επαναστάτες είναι κι αυτοί άνθρωποι και σφάλλουν. Στο κλείσιμο της επιστολής ο Από δίνει την άδεια να μνημονεύεται το όνομα του θείου στη λίστα των μαρτύρων που σκοτώθηκαν για το PKK.
Η Ντεβρίμ ξανασυνδέεται με το PKK και παίρνει μέρος στη διαδήλωση Κουρδισσών στην Κολωνία. Η διαδήλωση εξελίσσεται σε απεργία πείνας. Μετά από δεκατέσσερις μέρες καταλήγει στο νοσοκομείο με βλάβες στα νεφρά, που ήδη ήταν καταστραμμένα από τα βασανιστήρια.
Τις ίδιες μέρες η Ντεβρίμ πληροφορείται ότι ο ομογάλακτος ξάδελφός της, ο Βελί, βγήκε στο βουνό με το PKK, γιατί δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει 500 μάρκα που του χρειάζονταν για να καταφύγει στη Γερμανία. Τρεις μέρες αργότερα, η μικρή της αδελφή, η Ρεβσάν εγκαταλείπει το πατρικό σπίτι στη Γερμανία για να προσχωρήσει κι αυτή στον ένοπλο αγώνα. Ομως η Ντεβρίμ αγωνίζεται να στεριώσει στη Γερμανία. Μετά από πολύ ψάξιμο πιάνει δουλειά ως καθαρίστρια στα Μακντόναλντς.
Για πρώτη φορά η Ντεβρίμ συναντά μια Γερμανίδα που την αντιμετωπίζει ανθρώπινα, τη συνάδελφό της Αννα. Χάρη στην επιμονή της και τη βοήθεια της Αννας εδραιώνεται και "προοδεύει" στη δουλειά της. Την τοποθετούν στην κουζίνα και στο ταμείο. Ομως οι σχέσεις με τον πατέρα της χειροτερεύουν. Ο κ. Καγιά δεν συμβιβάζεται με το γάμο της άλλης κόρης του, της Ντεμέτ. Τσακώνεται με τον (Κούρδο) γαμπρό του και ξεσπάει στην Ντεβρίμ. Αυτή αποφασίζει να μείνει μόνη της. Εκείνες τις μέρες του 1994 γίνεται γνωστό ότι τα δυο της ξαδέλφια, ο αγαπημένος της Βελί και ο Χασάν σκοτώθηκαν από τον τουρκικό στρατό. Η αυταρχική συμπεριφορά του πατέρα της υποχρεώνουν τη μητέρα της και τον αδελφό της να τον εγκαταλείψουν κι αυτοί με τη σειρά τους.
Για πρώτη φορά στη ζωή της η Ντεβρίμ αισθάνεται ερωτευμένη. Ο αγαπημένος της, ένας Γερμανός νέος που δουλεύει στα Μακντόναλντς, ανταποκρίνεται. Οταν όμως αποφασίζουν να επισκεφτούν τους γονείς του, η μάνα του γίνεται έξαλλη. Το ειδύλλιο διαλύεται.
Επιτέλους φτάνει η απόφαση για το άσυλο. Είναι όμως αρνητική. Η Ντεβρίμ καλείται να εγκαταλείψει το έδαφος της Γερμανίας εντός μηνός. Με τη βοήθεια δικηγόρων επιχειρεί να ανατρέψει την απόφαση, επικαλούμενη νέα στοιχεία για τη δράση της. Η υπόθεση φτάνει στα δικαστήρια. Το μόνο που κερδίζει είναι μια μικρή αναβολή. Δυο φορές, στις 6.4.95 και στις 11.1.96 απορρίπτεται και πάλι το αίτημά της. Τα έγγραφα των τουρκικών αρχών που προσκομίζει θεωρούνται πλαστά και δεν λαμβάνονται υπόψη. Και το χειρότερο: οι αρχές την παγιδεύουν και υπογράφει ένα χαρτί με τη δήλωση ότι δεν προτίθεται να επιστρέψει στην Τουρκία σε καμιά περίπτωση. Αυτό το έγγραφο στρέφεται εναντίον της. Θεωρείται ομολογία παράβασης νόμου. Η Ντεβρίμ είναι υποχρεωμένη να παραιτηθεί απ' τη δουλειά της και να φύγει από το σπίτι της. Περνά και πάλι στην παρανομία, σε γερμανικό έδαφος αυτή τη φορά.
Η πρώτη αχτίδα φωτός διακρίνεται όταν συναντά μια Γερμανίδα που έχει αφιερώσει τη ζωή της στην υπεράσπιση των προσφύγων. Κρύβεται στο σπίτι της και ξεκινά μια νέα προσπάθεια να βρει το δίκιο της. Απευθύνεται στη Διεθνή Αμνηστία. Και εκεί συναντά στην αρχή απόρριψη, αλλά μετά από την επιμονή της, οι ακτιβιστές της οργάνωσης αποφασίζουν να υπερασπιστούν την υπόθεσή της. Τελικά στις 27 Οκτωβρίου 1997 οι γερμανικές αρχές της παραχωρούν εξάμηνη άδεια παραμονής, αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι στην Τουρκία κινδυνεύει. Μέχρι σήμερα η Ντεβρίμ ζει με το άγχος της απέλασης. 

(Ελευθεροτυπία, 21/3/1999)

 

www.iospress.gr                                  ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ   -   ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ