Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΝΕΟΦΑΣΙΣΤΩΝ
Η Νέα "Στρατευμένη" Τέχνη
1.
2. 3.
Γράφουμε και δέρνουμε
Ποιος είπε ότι οι έλληνες νεοναζιστές ξέρουν μόνο να δέρνουν; Απ' ό,τι φαίνεται, οι χρυσαυγίτες και λοιποί ομοϊδεάτες τους έχουν και άλλα ταλέντα που έρχονται να συμπληρώσουν αρμονικά τις κεντρικές δραστηριότητές τους. Η λογοτεχνία, για παράδειγμα, μοιάζει να τους απασχολεί συστηματικά, τόσο ως ανάγνωσμα όσο και ως πρωτότυπη δημιουργία. Οι ίδιοι πιστεύουν ότι ανδρώνεται έτσι μια νέα γενιά ρωμαλέων λογοτεχνών που εκπαιδεύεται να μεταφέρει στο χαρτί τα συναισθήματα που τις υπόλοιπες ώρες εκτονώνει με πειθώ στο πεζοδρόμιο. Πρόκειται για μια παραλογοτεχνία εσωτερικής κατανάλωσης, καθώς δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι μπορεί να βρεθεί έστω και ένας μη στρατευμένος αναγνώστης που κατάφερε να διαβάσει μέχρι τέλους κάποιο από αυτά τα κείμενα. Υπάρχει, ωστόσο, και μια ενδιαφέρουσα πτυχή στην όλη υπόθεση: οι λογοτεχνίζουσες δοκιμές των νεοναζιστών έχουν να μαρτυρήσουν πολλά για την ψυχοπαθολογική προσωπικότητα των συγγραφέων τους.
Πρώτος και καλύτερος ανάμεσα στους νεοναζιστές λογοτέχνες ο Αντώνιος Ανδρουτσόπουλος, επί το καλλιτεχνικότερον Περίανδρος ή Πέρι Ντρούτσα, ο χρυσαυγίτης που καταζητείται για τον σοβαρό τραυματισμό των τριών φοιτητών στα δικαστήρια της οδού Ευελπίδων τον περασμένο Ιούνιο. Μπορεί να παραμένει άγνωστος στο ευρύ κοινό, στους κύκλους του, ωστόσο, ο καταζητούμενος παρά τρίχα δολοφόνος περνάει για φτασμένος πεζογράφος. Ετσι, ενώ ο ίδιος συνεχίζει να κρύβεται -γεγονός που πολύ φοβούμαστε πως του επιτρέπει να αφιερώνει περισσότερο χρόνο στο γράψιμο-, η Χρυσή Αυγή δεν παραλείπει να κρατά ζωντανή την παρουσία του παλικαρά της: "Η σκέψη και η καρδιά μας είναι μαζί με τον Συναγωνιστή Περίανδρο", ανέφερε το νεολαιίστικο περιοδικό της οργάνωσης "Αντεπίθεση" (Δεκ. 1998), παρουσιάζοντας ένα ακόμη διήγημα του αγνώστου διαμονής φυγάδα.
Δεν πάει πολύς καιρός που το περιοδικό "Χρυσή Αυγή" (16/11/1998) δημοσίευσε ένα άλλο διήγημα του Ανδρουτσόπουλου με τίτλο "Ο σαλπιγχτής (sic) του υπογείου", καταπέλτη κι αυτό κατά της σαπίλας του σημερινού κοινοβουλευτικού καθεστώτος: Μια αποπνικτική αυγουστιάτικη νύχτα, ο επικεφαλής της λογοκρισίας του υπουργείου Εξωτερικών και υφιστάμενος του υφυπουργού Ροζάκη, λογοκρίνει με τη βοήθεια συναδέλφου του του υπουργείου Πολιτισμού τα πιο σημαντικά έργα για τη μικρασιατική καταστροφή, κρίνοντάς τα φιλοπόλεμα, εθνικιστικά, αντισημιτικά και μισαλλόδοξα. Είναι η επέτειος του '22, και κάτω στο δρόμο διαδηλώνουν με τα λάβαρά τους οι χρυσαυγίτες, οι μόνοι που αρνούνται να ξεπουλήσουν την εθνική ιστορία του τόπου τους. Την ίδια στιγμή νεκρανασταίνεται και ένας σαλπιγκτής που είχε σκοτωθεί στη Μικρασία και τα οστά του είχαν μεταφερθεί από τον διοικητή του Μανιαδάκη και βρίσκονταν από χρόνια σε ένα σεντούκι στο υπόγειο του υπουργείου. Ξυπνά, που λέτε ο σαλπιγκτής, παίζει λίγο το όργανό του, εμφανίζεται στον διευθυντή της λογοκρισίας και αυτός πεθαίνει από τον τρόμο του - και τις ενοχές του.
Δυνατό και διδακτικό το διήγημα, αλλά δεν πιάνει μπάζα μπροστά στο βασικό έργο του καταζητούμενου συγγραφέα. Ο λόγος για το μυθιστόρημα "Το μυστικό του κοχυλιού" που κυκλοφόρησε στα 1996 από τις εκδόσεις "Ηλιοφόρος" με εξώφυλλο μια πολυσήμαντη εικαστική σύνθεση (μουστάκια/νεκροκεφαλή, ήλιος/αίμα, κ.ο.κ.) του Χ. Κουσουμβρή, ενός ακόμη καλλιτέχνη της παρέας. Το βιβλίο χαιρετίστηκε από την κριτικό της "Χρυσής Αυγής" Ε. Χ. Παππά ως συμβολή στην αναγέννηση του ελληνικού ιστορικού μυθιστορήματος, δυναμική απάντηση στον Λουντέμη και τη Ζέη, τον Σαχτούρη και τον Αναγνωστάκη και, γενικά, στην μπολσεβικική μάστιγα που μετέτρεψε τους ήρωες της Ελλάδας από τον Μεγαλέξανδρο έως τον Κολοκοτρώνη σε ασελγείς, μέθυσους, αήθεις τυχοδιώκτες, βάναυσους, έκφυλους και, προφανώς, κίναιδους (15-20/3/96). Μεγαλύτερο, ωστόσο, ενδιαφέρον έχει η παρουσίαση του μυθιστορήματος από τον ίδιο τον φίρερ της Χρυσής Αυγής: "το Αίμα, η Φυλή και ο Αιώνιος Ελληνικός Πολιτισμός" είναι το μοναδικό κριτήριο του έργου κατά τον Ν. Μιχαλολιάκο, ο οποίος δίνει στον αναγνώστη και το ερμηνευτικό κλειδί για να προσεγγίσει τη "λογοτεχνία" αυτού του είδους. "Το έργο του Περίανδρου", εξηγεί ο αρχηγός, "δεν είναι έργο ενός χαμένου στα βιβλία χαρτοπόντικα, αλλά ενός ανθρώπου που επιδιώκει να βιώσει τις ιδέες του" (29/3 - 3/4 1996).
Ποιες είναι, όμως, οι ιδέες που επιδιώκει να βιώσει ο καταζητούμενος χρυσαυγίτης με τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες; Αξίζει να ξεκινήσουμε με την προμετωπίδα του βιβλίου, ένα απόφθεγμα που ο συγγραφέας αποδίδει στον τρισπάππο του Πάνο Ντρούτσα. Ελεγε, λοιπόν, ο παππούς: "Θα 'θελα να ζω τριακόσια χρόνια. Εκατό χρόνια να σκοτώνω παλιανθρώπους. Εκατό χρόνια να κάμω φυλακή, κι εκατό χρόνια να γλεντάω". Αξιος ο πρόγονος, αλλά και το τρισέγγονο δεν πάει πίσω: ρουθούνι αλλόφυλου, αλλόθρησκου και γενικώς άλλου δεν μένει στις διακόσιες σελίδες του μυθιστορήματός του. "Να μη μείνει κανείς ζωντανός! Οτιδήποτε στον Εσπερο δεν μιλά, δεν κινείται και δεν μυρίζει σαν Ελληνας να γίνει στάχτη", δίνει κάποια στιγμή το πρόσταγμα ο ήρωας του έργου (σ. 179). Πρόκειται για τον πειρατή Ομάρ Γιουνάνκουρτ με το γάντζο στη θέση του ενός χεριού που από τη στιγμή που ανακαλύπτει την ελληνική εθνική του συνείδηση μεταμορφώνεται σε θηρίο ανήμερο, συνεχίζοντας να πολεμά με το κορμί του τρυπημένο από βέλη και μαχαίρια (σ. 174). Βρισκόμαστε στον 15ο αιώνα, λίγο πριν από την Αλωση, και οι λίγοι συνειδητοί Ελληνες που κρατούν άσβεστο το φως του αρχαιοελληνικού πολιτισμού στη Λυκία της Μικρασίας τα βάζουν με τους πάντες: Τούρκους, Δυτικούς, ριψάσπιδες Βυζαντινούς, κυρίως όμως Εβραίους, τα μιάσματα που βρίσκονται πίσω από κάθε ανθελληνική συνωμοσία.
Πολεμικό το μυθιστόρημα, διαπνέεται από ένα αντρίκιο μένος που δεν αφήνει χώρο για γυναικείες μορφές στις σελίδες του. Καθώς λοιπόν οι γυναίκες περιττεύουν στη συγκεκριμένη κουλτούρα, ένας λανθάνων ερωτισμός μεταξύ ανδρών προκύπτει κατά κύριο λόγο τις στιγμές που η βία "ξεχύνεται στο πεδίο της μάχης ολόγυμνη και προκλητική" (σ. 178). Εκεί, ωστόσο, που ο χρυσαυγίτης συγγραφέας βρίσκει την κορύφωσή του, είναι η στιγμή που ο αφυπνισμένος Ελληνας τελειώνει μια και καλή με τον Εβραίο εχθρό του έθνους, υπεύθυνο εκτός των άλλων και για τον προσωπικό του ακρωτηριασμό: "Ο Ομάρ σήκωσε το δεξί του χέρι και κτύπησε το ραβίνο στο στήθος. Ο πειρατικός του γάντζος τρύπησε ελαφρά τη σάρκα του Σαμπεθάι που κρεμάστηκε πάνω του και ούρλιαξε σαν τρελός. [...] Ο γάντζος βρήκε το κόκαλό του κι εισχώρησε βίαια. [...] Ο Ομάρ Γιουνάνκουρτ πίεσε το γάντζο δυνατά προς τα μέσα και το αίμα έβρεξε το ιερατικό ένδυμα του ραβίνου... Η καρδιά του Σαμπεθάι γαντζώθηκε στο χέρι του σχεδόν ζωντανή και κατακόκκινη. Την πέταξε με μανία στα τοιχώματα της Συναγωγής που τα ράντισε μ' ένα χρώμα καυτής ζεματιστής πορφύρας. Απ' τα στήθια του ξεπήδησε μια επιθανάτια πολεμική κραυγή. Ξύπνησε απ' την αιμοβόρα του έκσταση μ' έναν πάταγο απ' τα σπασμένα ξύλα της θύρας και στη στιγμή αντίκρισε τους θηριώδεις μαύρους φρουρούς που εισχωρούσαν ορμητικά στην αίθουσα με τα στόματα αφρισμένα και τα γιαταγάνια στον αέρα.[...] Η λόγχη του Ομάρ διέγραψε μια καμπύλη τροχιά κι έσκισε σε δύο κομμάτια το προτεταμένο καρύδι του λαιμού του νέγρου που σωριάστηκε στο πάτωμα νεκρός" (σ. 153-4).
Καρδιές Εβραίων, καρύδια Μαύρων: Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στα Απαντα του καταζητούμενου Περίανδρου για να αντιληφθούμε ποιες είναι οι φαντασιώσεις που εμπνέουν τη χρυσαυγίτικη συμμορία και καθοδηγούν τη δράση της. Κι αν δεν μπορούν να πολεμήσουν με τη λόγχη του βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα όπως το πρότυπό τους, ο αρρενωπός Ομάρ Γιουνάνκουρτ, τη δουλειά την κάνουν και με τα παλούκια της οδού Ευελπίδων. Από την άποψη αυτή, οι λογοτεχνικές τους επιδόσεις μπορούν να φανούν χρήσιμες: όχι μόνο στους ψυχιάτρους, αλλά και στους ανακριτές.
(Ελευθεροτυπία, 17/1/1999)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |